
Σε κοινό τους άρθρο πολιτικοί της Αριστεράς και των Φιλελευθέρων καταφέρονται κατά της μόνιμης παράκαμψης του κοινοβουλίου από την κυβέρνηση Μέρκελ.
Οταν ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας της γερμανικής Αριστεράς (die Linke) και ο αρχηγός των Γερμανών Φιλελευθέρων (FDP) αποφασίζουν να συντάξουν ένα κοινό κείμενο για το περιοδικό der Spiegel, τότε κάτι σοβαρό πρέπει να έχει συμβεί. Οπως άλλωστε γράφουν ο Ντίτμαρ Μπαρτς και ο Κρίστιαν Λίντνερ «δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι οι αριστεροί και οι φιλελεύθεροι δεν είναι σύμμαχοι σε σχεδόν κανένα πολιτικό ζήτημα. Η αριστερά βασίζεται στο κράτος για να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο, ενώ οι ελεύθεροι δημοκράτες στηρίζονται στη δύναμη της προσωπικής ευθύνης. Σε αυτήν την εκλογική χρονιά θα γίνει ιδιαίτερα σαφές τι μας χωρίζει.»
Ωστόσο οι δύο πολιτικοί θεώρησαν υποχρέωσή τους να «συνεργαστούν» σε ένα ζήτημα που τους «ενώνει» και αφορά την ουσία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Και αναφέρονται στην σχεδόν μόνιμη και συστηματική «παράκαμψη» του κοινοβουλίου σε θέματα, που αφορούν θεμελιώδη δικαιώματα με αφορμή την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Οι δύο πολιτικοί επισημαίνουν ότι η πανδημία βρήκε τη χώρα απροετοίμαστη και ίσως να ήταν ως ένα βαθμό κατανοητό ότι την περασμένη άνοιξη η εκτελεστική εξουσία αξιοποίησε όλα της τα προνόμια προκειμένου να πάρει γρήγορες αποφάσεις.
Ομως αυτή η κατάσταση έχει πλέον αλλάξει, υπάρχει η εμπειρία των προηγούμενων μηνών και σαφώς μεγαλύτερη επιστημονική γνώση για τον κορωνοϊό.
Η κυβέρνηση έχει βολευτεί από την πρακτική να αποφασίζει χωρίς κοινοβουλευτική συμμετοχή. Μια όχι συνταγματικά νομιμοποιημένη διάσκεψη των πρωθυπουργών των 16 κρατιδίων εξακολουθεί να αποφασίζει για τους πιο μαζικούς περιορισμούς στα θεμελιώδη δικαιώματα στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία από το τέλος του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου. «Οι κανόνες αλλάζουν, η ελεύθερη κυκλοφορία περιορίζεται, ολόκληρες βιομηχανίες κλείνουν. Οι εκλεγμένοι βουλευτές, όπως όλοι οι πολίτες της χώρας, μπορούν να παρακολουθήσουν ό, τι συμβαίνει μόνο από την τηλεόραση. Στις συζητήσεις στο Μπούντεσταγκ, τα μέτρα που έχουν αποφασιστεί εδώ και πολύ καιρό συζητούνται αναδρομικά. Τέτοιες διαδικασίες λήψης αποφάσεων απειλούν να παραμορφώσουν μακροπρόθεσμα την κοινοβουλευτική μας δημοκρατία».
Οι Μπαρτς και Λίντνερ τονίζουν ότι πολλές αποφάσεις που πάρθηκαν χωρίς να περάσουν καν από τη Βουλή αποδείχτηκαν λανθασμένες: «προστατευτικά υλικά διατέθηκαν σε νοσοκομεία και εγκαταστάσεις φροντίδας πολύ αργά και τα σχολεία δεν ήταν προετοιμασμένα για το φθινόπωρο και το χειμώνα κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών. Μέχρι σήμερα, παρά τους ολοένα και πιο αυστηρούς περιορισμούς για τον γενικό πληθυσμό, δεν ήταν δυνατόν να στηθεί μια αποτελεσματική προστατευτική ασπίδα προστασίας των πιο ευάλωτων ατόμων στις εγκαταστάσεις φροντίδας. Οι κοινοβουλευτικές μας ομάδες προειδοποίησαν για αυτές τις εξελίξεις και έκαναν επίσης εποικοδομητικές προτάσεις για το πώς μπορούμε να τις αποτρέψουμε». Δυστυχώς αυτές οι προτάσεις αγνοήθηκαν. Το χειρότερο ήταν όμως, επισημαίνουν οι δύο αρθρογράφοι, ότι χωρίς τη φωνή της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, ο αγώνας για τον προσδιορισμό της αναλογικότητας των περιορισμών στα θεμελιώδη δικαιώματα υποκαταστάθηκε από συμβολική πολιτική κάποιων «ακτιβιστών» χωρίς επιστημονικά στοιχεία.
Σφοδρή κριτκή ασκούν οι δύο και στην χαοτική έναρξη του εμβολιασμού, η οποία έχει δημιουργήσει και αρκετές αμφιβολίες στους πολίτες και έχει δώσει επιχειρήματα στο στρατόπεδο των αντιεμβολιαστών. «Δεν υπάρχει κανένας μεταξύ των επιστημόνων, των γιατρών ή των δημοσιογράφων, που θα χαρακτήριζε την έναρξη της εκστρατείας εμβολιασμού στη Γερμανία ως επιτυχία. Ωστόσο, η απλή αμφισβήτηση των διαδικασιών και των αποφάσεων κατά την παραγγελία και την παραγωγή εμβολίων θεωρείται από τους ενεργούς υπουργούς ως προσβολή για το μεγαλείο τους».
Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά: Προτάσεις από την Ομοσπονδιακή Καγκελαρία διαρρέουν στα μέσα ενημέρωσης και εγκρίνονται στη συνέχεια από τους Πρωθυπουργούς. Ο Υπουργός ΟικονομίαςΠέτερ Αλμάιερ υπερασπίζεται αυτή τη μέθοδο με το επιχείρημα ότι η συνάντηση των Πρωθυπουργών με την Καγκελάριο είναι «κληρονομιά από την εποχή του Μπίσμαρκ». Ο οποίος παρεμπιπτόντως θεωρούσε αγκάθι στο πλευρό του κάθε κυβερνητικό έλεγχο από το κοινοβούλιο.»
Μπαρτς και Λίντνερ ζητούν να σταματήσει το κοινοβούλιο να παίζει το ρόλο του θεατή των κυβερνητικών αποφάσεων. Επιρρίπτουν μάλιστα ευθύνες και στους Πράσινους για την χαλαρή τους αντιπολίτευση σε αυτά τα θέματα. Αλλά βεβαίως οι Πράσινοι εδώ και καιρό ετοιμάζονται για τη μεγάλη δρασκελιά στα κυβερνητικά έδρανα, και φροντίζουν να είναι πολύ προσεκτικοί στις αντιδράσεις τους και τα επιχειρήματά τους, για να μην τα βρουν μπροστά τους αργότερα.