ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ

Έχουμε πολλά να μάθουμε ως κοινωνία από τον Γιάννη

SHARE THIS

Το παιδί από τα Σεπόλια ανέβηκε τόσο ψηλά, που μας τραβά κι εμάς όλους μαζί του με τη δύναμη της ψυχής του. Είμαστε τυχεροί που ένας τέτοιος αθλητής και άνθρωπος ζει ανάμεσά μας.

«Αυτός είναι ο δύσκολος δρόμος για να το κάνουμε. Και τα καταφέραμε, τα καταφέραμε ρε γαμώτο».

Αυτές ήταν οι πρώτες δηλώσεις του Γιάννη Αντετοκούνμπο μετά τη νίκη απέναντι στους Σανς, που έδωσε το πρωτάθλημα στο Μιλγουόκι για πρώτη φορά μετά από 50 ολόκληρα χρόνια. Ο Γιάννης έφτασε στη συνέντευξη Τύπου με γυαλιά του σκι, καπέλο πρωταθλητή, κρατώντας ένα πούρο και μια σαμπάνια. Κάθισε στη θέση του και έφερε στην αγκαλιά του τα δύο τρόπαια: Εκείνο του ΝΒΑ και το αποκλειστικά δικό του, του MVP των τελικών. Ήταν το αποκορύφωμα μια καριέρας που ξεκίνησε από του Ζωγράφου και τον Φιλαθλητικό στην Α2, πριν την επιλογή στο νούμερο 15 του ντράφτ του ΝΒΑ από τους Μιλγουόκι Μπακς το 2013. Πέρασαν οκτώ χρόνια συνεχούς βελτίωσης και αγωνιστικής ανόδου. Οκτώ χρόνια στη διάρκεια των οποίων ο Γιάννης καλλιέργησε τις πνευματικές και ψυχικές του αρετές, τη λάμψη των οποίων όλοι απολαμβάνουμε.

Το στέμμα που έρχεται από τις μακρινές θάλασσες

Οι γονείς του Γιάννη, η Βερόνικα και ο Τσαρλς, έφτασαν στην Ελλάδα από τη Νιγηρία το 1991. Στα 30 τους χρόνια, με ελάχιστες ευκαιρίες για δουλειά, προσπαθούσαν να επιβιώσουν σε ένα σκληρό κι αφιλόξενο περιβάλλον. Και οι δύο πρώην αθλητές -ο Τσαρλς ποδοσφαιριστής και η Βερόνικα αθλήτρια του άλματος εις ύψος- δεν κατάφεραν να συνεχίσουν στον αθλητισμό λόγω κάποιων σοβαρών τραυματισμών. Αναγκάστηκαν να αναζητήσουν την τύχη τους στην Ευρώπη, όπως πολλοί συμπατριώτες τους, λόγω της έλλειψης ευκαιριών εργασίας και της ανέχειας. Το ζεύγος Αντετοκούνμπο  -που στη γλώσσα γιορούμπα σημαίνει «το στέμμα που έρχεται από τις μακρινές θάλασσες»- δυσκολεύτηκε πάρα πολύ τα πρώτα χρόνια, έχοντας επίσης να αντιμετωπίσει στην αναζήτηση εργασίας και τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα από την Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια που έφτασαν στην Ελλάδα μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την υποχώρηση των κομμουνιστικών καθεστώτων.

Οι δυο τους δούλεψαν πολύ σκληρά, χωρίς καμία εργασιακή ασφάλεια, πλανόδιοι πολιτές, με τη μητέρα του Γιάννη για μια περίοδο να δουλεύει στις εγκαταστάσεις του Φιλαθλητικού για να μπορεί ο Γιάννης να έρχεται να προπονείται, να έχει ένα παραπάνω κίνητρο και χρόνο να προπονείται, καθώς συνήθως συνόδευε μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του Θανάση τους γονείς του στη δουλειά. «Πόσα πολλά θυσίασαν οι γονείς μου…Το έβλεπα κάθε μέρα. Αυτή η νίκη, αυτός ο τίτλος είναι για τη μητέρα μου, που δούλεψε σκληρά, με όλες τις δυνάμεις της για να είμαι εγώ σήμερα στη θέση που είμαι. Αυτός ο τίτλος είναι για τον πατέρα μου, που μας βλέπει από ψηλά» δήλωσε ο Γιάννης με δάκρυα στα μάτια, στη συνέντευξη Τύπου μετά το τελευταίο ματς των τελικών στο Μιλγουόκι.

Ο φόβος της απέλασης για όλη την οικογένεια ήταν καθημερινός, το ψυγείο συνήθως άδειο. «Κάθε φορά που μας συλλαμβάνανε (σσ. η αστυνομία), η μητέρα μου έλεγε ότι είχε ξεχάσει τα χαρτιά στο σπίτι. Αν το ήθελαν οι αστυνομικοί θα την έστελναν πίσω. Αλλά της είπαν να πάει σπίτι. Ο Θεός μας βοήθησε» είχε διηγηθεί ο Γιάννης σε μια παλαιότερη συνέντευξή του στο Sports Illustrated. Η απόκτηση διαβατηρίου και η ρύθμιση του καθεστώτος διαμονής τους στη χώρα ήταν διακαής πόθος, ωστόσο φαινόταν ένα πολύ μακρινό, ανεκπλήρωτο όνειρο. Πέρασαν εξώσεις, άλλαξαν σπίτια, βρέθηκαν πολλές φορές ένα βήμα πριν μείνουν κυριολεκτικά στο δρόμο. Η μετακόμιση στα Σεπόλια από τους Αμπελόκηπους και 2-3 ανθρώποι που βρέθηκαν δίπλα τους και τους στήριξαν άρχισαν να ανοίγουν χαραμάδες φωτός στην οικογένεια. Ο Γιάννης σταδιακά γινόταν το επίκεντρο, που θα τους «τραβούσε» όλους έξω από τη φτώχεια και τα αδιέξοδα.

«Πως σε λένε νεαρέ; Θα σου άρεσε να παίζεις μπάσκετ;»

Ο Σπύρος Βελλινιάτης, προπονητής και μέλος του Φιλαθλητικού Αθλητικού Ομίλου Ζωγράφου, είχε αναλάβει το εφηβικό τμήμα όταν σε μια βόλτα στα Σεπολιά για να δει έναν παλιό του φίλο, έμαθε για τα αδέλφια Αντετοκούνμπο. «Κανείς στον ελληνικό αθλητισμό δεν ασχολήθηκε να κοιτάξει αυτά τα αγόρια». Ο Βελλινιάτης τους βρήκε να παίζουν κυνηγητό στο γήπεδο του Τρίτωνα. «Ο Γιάννης είχε μια απίστευτη ικανότητα να αλλάζει διαρκώς κατεύθυνση, τεράστια χέρια κι ένα σώμα προορισμένο να αναπτυχθεί. Όταν τους είδα και τους τρεις να κυνηγιούνται, νόμισα πως συνάντησα τον Μάτζικ Τζόνσον, τον Μάικλ Τζόρνταν και τον Τζούλιους Έρβιγκ, όλους μαζί» διηγείται ο Βελλινιάτης στο βιβλίο του Χοσέ Μανουέλ Πουέρτας για τον Γιάννη Αντετοκούνμπο.

Ο Γιάννης ξεκίνησε προπονήσεις με το σταγονόμετρο γιατί έπρεπε να είναι με τους γονείς και τα αδέρφια του. Ήταν όλοι μαζί για να πωλούν πράγματα και να είναι ασφαλείς τα παιδιά παράλληλα, να μην είναι μόνα στο σπίτι, από τη στιγμή που η Βερόνικα και ο Τσαρλς ήταν στη γύρα για το μεροκάματο. Εκεί ήταν που η διοίκηση του Φιλαθλητικού, έπειτα από πιέσεις του Βελλινιάτη, κι αναγνωρίζοντας παράλληλα το απίστευτο ταλέντο του Γιάννη, προσέλαβε την Βερόνικα με 300 το μήνα για να μπορεί ο Γιάννης και ο Θανάσης να είναι στην ομάδα. Σταδιακά τα δύο αγόρια άρχισαν να έρχονται με συνέπεια στις προπονήσεις, με το πρώτο αποφασιστικό βήμα να γίνεται στη σεζόν 2007-2008, την πρώτη «γεμάτη» σεζόν των αδερφών στον Φιλαθλητικό.

Ο Γιάννης με τον Βελλινιάτη

Οι δυσκολίες παρόλα αυτά συνεχίζονταν, με τους δύο παίκτες για ένα μεγάλο διάστημα να μην μπορούν να παίζουν μαζί στην ίδια πεντάδα γιατί είχαν μόνο ένα ζευγάρι παπούτσια. Επίσης, δεν ήταν λίγες οι φορές που τα δύο παιδιά έκαναν προπόνηση και έπαιζαν στα παιχνίδια με άδειο στομάχι, με χαρακτηριστικό περιστατικό εκείνη τη χρονιά ένα παιχνίδι όπου ο Θανάσης δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του. Όταν μετά το τέλος του ματς, με τον προπονητή της ομάδας να έχει καταλάβει τι συμβαίνει, βρέθηκε με τα δύο αδέρφια σε ένα ψητοπωλείο στην περιοχή, ο Θανάσης καταβρόχθισε εφτά σουβλάκια πίτα.

«Μην ανησυχείς κυρία Καίτη, θα συνεχίσω να έρχομαι να σε βλέπω»

Ο Γιάννης και η Καίτη Τζίκα διατηρούν το καφενείο «Κιβωτός» στα Σεπόλια. Γνωρίζουν καλά την οικογένεια Αντετοκούνμπο από το πρώτο καιρό που μετακόμισε στην περιοχή. Για χρόνια στήριζαν στην οικογένεια δίνοντας φαγητό στα παιδιά, ενώ όταν ο Γιάννης πήρε το απολυτήριο, πήγε από τον κ. Τζίκα για να ζητήσει δουλειά το καλοκαίρι, με εκείνον να του απαντά ότι «δεν θα δουλέψεις στο μαγαζί, εσύ θα επικεντρωθείς στο μπάσκετ. Αν το χρειάζεσαι, όταν είσαι κουρασμένος, θα έρχεσαι να τρως κάτι».

Στην Κιβωτό ο Γιάννης είναι πάντα παρών

Η οικογένεια Τζίκα ήταν μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης στο καφενείο, όταν στον Γιάννη απονεμήθηκε ο πρώτος τίτλος του MVP το 2019 . Όταν τον είδε να μην μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά του επί 4-5 συνεχόμενα λεπτά, άρχισε και εκείνος να κλαίει. Όλοι μαζί πέρασαν την τελευταία μέρα πριν την αναχώρηση του Γιάννη για την Νέα Υόρκη και το ντραφτ το 2013, όπου μαζεύτηκε παρέα για να ευχηθούν στο Γιάννη να πάει καλά, να τα δώσει όλα και να μην ξεχάσει ποτέ τη γειτονιά του.

Η Καίτη και ο Γιάννης Τζίκας κερνώντας το μαγαζί μετά το τέλος του τελευταίου ματς με τους Σανς και την κατάκτηση του πρωταθλήματος του ΝΒΑ από τους Μπακς του Γιάννη

Η αλήθεια είναι ότι ο Γιάννης και όλα τα έδωσε, και τα έχει πάει εξαιρετικά -μαγικα θα λέγαμε- και την γειτονιά του δεν την έχει ξεχάσει, καθώς ακόμη και μέσα στην πανδημία φρόντιζε να στηρίζει ανθρώπους που το έχουν ανάγκη. Το έργο του είναι σημαντικό και συνεπές από το πρώτο διάστημα στις ΗΠΑ, επιστρέφοντας πολλές φορές πίσω για να δει δικούς του ανθρώπους, να πάει μια βόλτα στον Τρίτωνα, να δει τον Γιάννη και την Καίτη Τζίκα. «Αυτή είναι η στιγμή του Γιάννη. Το κέρδισε και είμαστε περήφανοι γι ’αυτόν», είπε ο κ. Τζίκας, δίνοντας ποτά σε όσους παρακολουθούσαν το τελευταίο παιχνίδι απέναντι στους Σανς.  «Ο Γιάννης δεν χρωστάει τίποτα σε κανέναν, ήταν μόνο αυτός και η οικογένειά του. Πίστευε στο όνειρό του και το έκανε πραγματικότητα» τόνισε ο κ. Τζίκας μετά το τέλος του ματς και την κατάκτηση του πρωταθλήματος από τους Μπακς.

Η επιστροφή στους δρόμους και το βιβλίο του Μαραντόνα

Μέχρι το ντραφτ, το ενδιαφέρον και τη συμφωνία με την Σαραγόσα που αγόρασε τα δικαιώματά του από τον Φιλαθλητικό το 2012, χωρίς όμως ποτέ ο Γιάννης να αγωνιστεί στην ισπανική ομάδα, καθώς έφυγε κατευθείαν για το ΝΒΑ, η κατάσταση δεν ήταν καθόλου ρόδινη. Υπήρξαν βδομάδες που ο Γιάννης δεν ερχόταν στην προπόνηση, με την οικονομική κατάσταση στην οικογένειά του να είναι εξαιρετικά δύσκολη. Ο Θανάσης είχε αναλάβει το ρόλο του αρχηγού στα αδέρφια και προσπαθούσε να συνδυάσει τα πάντα. Τα 300 ευρώ που κέρδιζε η μητέρα τους από τον Φιλαθλητικό, ούτε όσα έβγαζε ο Τσαρλς, αρκούσαν για να συντηρηθεί μια οικογένεια 4 παιδιών. Ο Γιάννης ήταν μαζί με τους δικούς του για να βοηθήσει οικονομικά, με το Βελλινιάτη να αναζητά κίνητρο να τον προσεγγίσει και πάλι, να του δώσει προοπτική για να μην παρατήσει το μπάσκετ.

Ένα απόγευμα πέρασε από το γήπεδο του Τρίτωνα και είδε τον Γιάννη να κάνει σουτάκια χωρίς κέφι. Είχε μαζί του ένα βιβλίο με τη βιογραφία του Μαραντόνα και γνωρίζοντας ότι ο Γιάννης είχε παιδικό όνειρο να γίνει ποδοσφαιριστής -όχι μπασκετμπολίστας!- του το προσέφερε ως δώρο. Όπως εξομολογήθηκε εκ των υστέρων στον δημοσιογράφο Χοσέ Πουέρτας, είδε τον Γιάννη να έχει λυγίσει συναισθηματικά. «Ντρεπόταν που έλειπε τόσο καιρό από τις προπονήσεις. Από πλευράς μου, του έδωσα το βιβλίο γιατί ήξερα πόσο του άρεσε ο Μαραντόνα. Ήξερα ότι εάν δεν πήγαινα να τον βρω θα ήταν το τέλος. Αυτή η ενέργεια τόνωσε την αυτοεκτίμησή του». Ο Γιάννης επανήλθε και δεν σταμάτησε έκτοτε τις προπονήσεις, παρά το γεγονός ότι δεν μπορούσαν να ταξιδέψουν με τον Θανάση στα εκτός έδρας παιχνίδια του Φιλαθλητικού γιατί δεν είχαν χαρτιά, καθώς για το ελληνικό κράτος ήταν «παράνομοι αλλοδαποί».

Η εκτόξευση στα αστέρια και η γροθιά στο ρατσισμό

Τι κι αν δεχόταν ρατσιστικές επιθέσεις από την Χρυσή Αυγή… Τι κι αν άκουγε ρατσιστικές δηλώσεις από ανθρώπους των μίντια και πολιτικούς… Τι κι εάν η Πολιτεία από την αρχή της καριέρας του στον Φιλαθλητικό, στη διαδικασία μεταγραφής στη Ζαραγόσα, αλλά και κατά τη διάρκεια των μηνών πριν το ντραφτ στο ΝΒΑ, τον αντιμετώπιζε ως άπατρη και παρία, έναν μετανάστη χωρίς χαρτιά; Ο Γιάννης δεν πτοήθηκε ποτέ. Από τη στιγμή που βρέθηκε στο ΝΒΑ και άρχισε την πορεία προς την κορυφή, η δημόσια εξωγηπεδική του εικόνα, οι δηλώσεις και θέσεις του σε μια σειρά ζητημάτων, αναδείκνυαν έναν άνθρωπο με σπουδαίες πνευματικές και ψυχικές αρετές.

Στα 26 του χρόνια είναι πλέον «σούπερμαν», όπως τον αποκάλεσε πριν λίγες μέρες ο Σακίλ Ο’Νιλ. Παίρνει καθαρά θέση για το Black Lives Matter, για την κοινωνική αλληλεγγύη και τις αξίες με τις οποίες θέλει να μεγαλώσει τα παιδιά του και ποια κοινωνία οραματίζεται. Τα λόγια του συνοδεύονται από πράξεις, αθόρυβες αλλά συνεπέστατες, σε ανθρώπους που το έχουν ανάγκη πίσω στα Σεπόλια, αλλά και στις ΗΠΑ. Η ακαδημία Antetokounbros, σε συνεργασία με το ίδρυμα Ωνάση, δίνει τη δυνατότητα σε παιδιά που αγαπούν τον αθλητισμό και ζουν σε οικογένειες με σοβαρές οικονομικές δυσκολίες να κυνηγήσουν το όνειρό τους. Ταπεινός, έβγαλε νοκ άουτ τον φυλετικό ρατσισμό, δεν έπαιξε με τα εθνικά σύμβολα για να γίνει αρεστός. «Να πιστεύετε αυτό που κάνετε, να συνεχίσετε να δουλεύετε», δηλώνει συχνά πυκνά ο Γιάννης. «Ευγνωμονώ όσους με βοήθησαν στο ταξίδι», προσθέτει επίσης όταν μιλά σε συνεντεύξεις. Το παιδί από τα Σεπόλια ανέβηκε τόσο ψηλά, που μας τραβά κι εμάς όλους μαζί του με τη δύναμη της ψυχής του. Είμαστε τυχεροί που ένας τέτοιος αθλητής και άνθρωπος ζει ανάμεσά μας.

Exit mobile version