Η ποδοσφαιρική «κωλοτούμπα» του Μουσολίνι για να «ξεπλύνει» τον φασισμό
AP PHOTO
ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ

Η ποδοσφαιρική «κωλοτούμπα» του Μουσολίνι για να «ξεπλύνει» τον φασισμό

SHARE THIS

Για τον Ιταλό δικτάτορα, η αθλητική πλευρά του ποδοσφαίρου ήταν κάτι περισσότερο από τη φυσική συγκρότηση ενός στρατού · ήταν σύμφωνη με το πνεύμα του ίδιου του φασισμού. Για ένα καθεστώς όμως που επέμενε τόσο πολύ να επανακτήσει το «αυθεντικά ιταλικό», ήταν τουλάχιστον αντιφατικό το γεγονός ότι ο Μουσολίνι προωθούσε Νοτιοαμερικάνους παίκτες στην εθνική ομάδα.

Βγαίνοντας από τον Α’Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ιταλία είχε υποστεί μεγάλες απώλειες κι είχε να επιδείξει ελάχιστα πράγματα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, 560.000 Ιταλοί στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους στον πόλεμο, πολλοί από την ισπανική γρίπη. Η χώρα έχασε ακόμη περισσότερους πολίτες, με αποτέλεσμα οι συνολικές απώλειες σε ανθρώπινες ζωές να να ανέρχονται σε περίπου 1.7 εκατομμύρια.

Η αίσθηση πολλών Ιταλών ήταν ότι η χώρα τους ήταν απροετοίμαστη για τον πόλεμο τόσο από πλευράς πόρων όσο και από πλευράς οργάνωσης, εν μέσω αναφορών για θανάτους στρατιωτών λόγω πείνας, εξάντλησης ή ασθένειας. Στο πεδίο της μάχης οι στρατιώτες από φτωχά και εργατικά στρώματα είχαν περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν από τους συνομηλίκους τους της μεσαίας κι ανώτερης οικονομικά τάξης. Ο Μουσολίνι μαζί με ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού και στρατιωτικού κατεστημένου της Ιταλίας ένιωθαν ταπεινωμένοι και προσβεβλημένοι από τα αποτελέσματα της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Ο ίδιος γνώριζε ότι θα χρειαζόταν μια νέα γενιά ικανών στρατιωτών, έτοιμοι να τα δώσουν όλα για τις ιδέες που προωθούσε. Πίστευε ότι η Ιταλία χρειαζόταν «δυνατούς και γυμνασμένους άνδρες», όπως έλεγε, με τον αθλητισμό να παίζει κρίσιμο ρόλο σε αυτή την κατεύθυνση.

Το ποδόσφαιρο έπαιξε το ρόλο του, παρότι δεν ήταν «καθαρό», δεν είχε δηλαδή τις ρίζες του στην Ιταλία, όπως θα ήθελε ο δικτάτορας. Εισήχθη από έναν επιχειρηματία από το Τορίνο, τον Εντοάρντο Μπόσι, ο οποίος άρχισε να διοργανώνει αγώνες με ομόσταβλούς του αριστοκράτες, αφού τον ενθουσίασε το άθλημα κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στην Αγγλία το 1887. Η δημοτικότητα του αθλήματος αυξήθηκε γρήγορα, συχνά υποστηριζόμενη κι οργανωμένη από την ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Μολονότι οι φασίστες αρχικά απέρριψαν το παιχνίδι, υποστηρίζοντας ότι η ιταλική συμμετοχή ισοδυναμούσε με μιμητισμό άλλων, «μικρότερων» εθνών, η δημοτικότητα και η συναισθηματική έλξη που ασκούσε το ποδόσφαιρο το κατέστησαν σαφή επιλογή για όσους προσπαθούσαν να επηρεάσουν πλατιά κοινωνικά στρώματα. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1920, το καθεστώς και η διοίκηση του αθλητισμού στη χώρα άρχισαν να αναλαμβάνουν πιο ενεργό ρόλο σε διάφορους τομείς του ποδοσφαίρου.

Για τον Μουσολίνι, η αθλητική πλευρά του ποδοσφαίρου ήταν κάτι περισσότερο από τη φυσική συγκρότηση ενός στρατού · ήταν σύμφωνη με το πνεύμα του ίδιου του φασισμού. Στο μανιφέστο του υποστήριζε ότι «ο φασισμός, τώρα και πάντα, πιστεύει στην αγιότητα και στον ηρωισμό», μια ιδέα που άρχισε να συνεπαίρνει πολλούς Ιταλούς που ήταν σωματικά και ψυχικά εξουθενωμένοι από τον πόλεμο. Μέσω του ποδοσφαίρου, οι φασίστες μπορούσαν προς στιγμήν να σταματήσουν να ξεψαχνίζουν την ιστορία αναζητώντας σπουδαίους Ιταλούς αθλητές για να τους μυθοποιήσουν, προτιμώντας να ποντάρουν στην αισθητική της βίας που θεωρούσε τη μάχη και τον πόλεμο «παραγωγικές διαδικασίες». Η προσπάθεια, η θυσία και η υπομονή στις κακουχίες για έναν μεγαλύτερο στόχο, οι «υψηλές», δηλαδή, αξίες του πολέμου, ξεκίνησαν να εφαρμόζονται στον αθλητισμό.

Οι ιταλικές ποδοσφαιρικές ομάδες, και ιδίως η εθνική ομάδα, έπρεπε να ενσαρκώνουν αυτό το πολεμικό πνεύμα και να κερδίζουν με κάθε κόστος. Ωστόσο, οι δυσκολίες δημιουργίας εθνικής ταυτότητας και καλλιέργειας του αισθήματος ενότητας στην Ιταλία προϋπήρχαν του Μουσολίνι. Η έλλειψη ενότητας ήταν ένα οξύ, πιεστικό ζήτημα για τους φασίστες, οι οποίοι κατά κανόνα προσπαθούσαν να συγκεράσουν τις διαφορετικές, συγκρουόμενες πολλές φορές ταυτότητες όχι μέσα από συγκεκριμένες πολιτικές, αλλά μέσα από την προπαγάνδα και τη δημιουργία «εχθρών του καθεστώτος», εχθρών της Ιταλίας. Οι πολιτισμικές διαφορές και διαιρέσεις ήταν σε μεγάλο βαθμό περιφερειακές και τοπικές. Το χάσμα Βορρά-Νότου προκλήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την οικονομική πραγματικότητα, τις εισοδηματικές ανισότητες οι οποίες παρέμεναν μεγάλες από τη δεκαετία της ιταλικής ενοποίησης το 1870. Ο Βορράς, που φιλοξενούσε πλούσιες βιομηχανικές πόλεις όπως το Μιλάνο, το Τορίνο και τη Γένοβα, απομακρύνθηκε από το φτωχό κι αγροτικό, «καθυστερημένο» βιομηχανικά Νότο. Λίγες δεκαετίες εθνικής ενοποίησης δεν μπορούσαν να αναιρέσουν αιώνες ισχυρά τοπικιστικών πολιτικών. Το αίσθημα ωστόσο της εθνικής ενότητας ήταν απαραίτητο για το φασιστικό σχέδιο, με τους Ιταλούς να πρέπει να πεισθούν ότι η χώρα τους ήταν ένα έθνος για το οποίο άξιζε να ζήσει και να πεθάνει κανείς.

Παρά τις αρχικές επιφυλάξεις σχετικά με την επαγγελματοποίηση ενός αθλήματος μη ιταλικής προέλευσης, ο Μουσολίνι και η κυβέρνησή του δημιούργησαν τη Serie A το 1929, το πρώτο επαγγελματικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου της Ιταλίας. Ενώ οι ομάδες ανήκαν σε επιχειρηματίες και επιφανείς οικονομικά παράγοντες, η Serie A υποτίθεται ότι θα αποτελούσε πηγή υπερηφάνειας για όλους τους Ιταλούς και θα έβαζε τέλος στον τοπικισμό. Το χάσμα Βορρά-Νότου όμως δεν διορθώθηκε ούτε με τη δημιουργία του ιταλικού πρωταθλήματος, ακόμη κι αν το ευνοούσε τα ταξίδια φιλάθλων μεταξύ διαφορετικών περιοχών για την παρακολούθηση των αγώνων. Την εποχή της δημιουργίας της Serie A, δεκαέξι από τις είκοσι ομάδες του πρωταθλήματος προέρχονταν από την προϋπάρχουσα βόρεια λίγκα, ενώ μόνο τέσσερις από τη νότια λίγκα. Ακόμα και μέσα στην πρώην νότια λίγκα, ο σύλλογος που βρισκόταν νοτιότερα ήταν η Νάπολη, με την γεωγραφική απόληξη της «μπότας» της Ιταλίας να μένει χωρίς εκπρόσωπο. Από τα 3.280 γήπεδα που είχαν κατασκευαστεί μέχρι το 1930, τα 2.500 βρίσκονταν στο Βορρά, ενώ οι κυρίαρχες ομάδες τα πρώτα χρόνια ήταν η Γιουβέντους, η Τζένοα, η Μίλαν, όλες στα χέρια βιομηχάνων με στενούς δεσμούς με το φασιστικό καθεστώς. Οι μεγάλοι σύλλογοι είχαν φυσικά τους καλύτερους παίκτες, οι οποίοι στελέχωναν ουσιαστικά και την εθνική ομάδα.

Όσο το πρωτάθλημα δεν άμβλυνε τις περιφερειακές ανισότητες και δεν καλλιεργούσε μια αίσθηση κοινής ταυτότητας, το ποδόσφαιρο δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει το όραμα του φασισμού. Έτσι ο Μουσολίνι άρχισε να υποστηρίζει δημόσια και με μεγαλύτερη ένταση την εθνική ομάδα, εκτιμώντας ότι οι διαιρέσεις θα αμβλυνθούν όταν θα ερχόντουσαν οι επιτυχίες, κάτι που έγινε τη δεκαετία του 1930 με την ομάδα να κερδίζει το θαυμασμό του ποδοσφαιρικού κόσμου. Ο προπονητής Βιτόριο Πότζο παραμένει μέχρι σήμερα εκείνο το πρόσωπο που συνέβαλε καθοριστικά στην επιτυχία του εγχειρήματος, αναπτύσσοντας στον αγωνιστικό χώρο μια παραλλαγή του συστήματος του Τσάπμαν (W-M), που βασιζόταν σε αυτοματοποιημένες κινήσεις, τεχνικό παιχνίδι κι έναν ενεργητικό, αλλά οργανωμένο ρυθμό. Αποκαλούσε το σύστημά του metodo, με το καθεστώς να μεταφέρει το αγωνιστικό προφίλ στην κεντρική πολιτική σκηνή, σημειώνοντας ότι η καινοτομία του Πότζο και η ενέργεια που έβγαζε η ομάδα αποτελούσαν συνειρμικά ένα σύστημα διακυβέρνησης για το φασιστικό μέλλον.

Κάθε νίκη της εθνικής ομάδας αποδείκνυε την ιταλική ανωτερότητα, και ιδιαίτερα όταν η Ιταλία επικρατούσε έναντι ορισμένων ευρωπαϊκών δυνάμεων, τα φασιστικά μέσα ενημέρωσης πλαισίωναν τα αποτελέσματα ως απόδειξη της ανωτερότητας του φασισμού έναντι της δημοκρατίας. Για τον Μουσολίνι ποτέ άλλοτε η φασιστική υπεροχή δεν αναδείχθηκε περισσότερο από ό,τι στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1934,που φιλοξενήθηκε στην Ιταλία, με το τρόπαιο να καταλήγει στους διοργανωτές. Μετά τον θρίαμβο, η καθεστωτική εφημερίδα Il Popolo D’Italia έγραψε ότι στην ιταλική ομάδα οι φίλαθλοι μπορούσαν να δουν ένα «όραμα αρμονίας, πειθαρχίας, τάξης και θάρρους», αρετές που υποτίθεται ξεχώριζαν την Ιταλία και καθόριζαν τον φασισμό εντός κι εκτός γηπέδου. Κάθε νίκη της εθνικής ομάδας γιορταζόταν ως νίκη της εξωτερικής πολιτικής, μετατρέποντας το ποδόσφαιρο από παιχνίδι σε αυτό που ο συγγραφέας Σάιμον Μάρτιν αποκάλεσε «πόλεμο χωρίς πυροβολισμούς». Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν το παιχνίδι με την Τσεχοσλοβακία στην πρώτη φάση του τουρνουά, όπου την επομένη της επικράτησης των Ιταλών οι εφημερίδες υπογράμμισαν ότι ήταν «μια νίκη του φασισμού επί του κομμουνισμού».

Η επιτυχία της εθνικής ομάδας της δεκαετίας του 1930 δεν οφειλόταν μόνο σε έναν προικισμένο προπονητή, στο καθεστώς και στον Μουσολίνι που παρακολουθούσε τα παιχνίδια από το ιδιωτικό του θεωρείο. Η Ιταλία είχε μια εξαιρετικά ταλαντούχα ομάδα, όχι αμιγώς ιταλική. Στους εξέχοντες παίκτες περιλαμβάνονταν οι Αττίλιο Ντεμαρία, Ενρίκε Γκουαϊτά, Ραϊμούντο Όρσι και βέβαια ο καλύτερος παίκτης της ομάδας, Λούις Μόντι. Όλοι τους ήρθαν από την Αργεντινή, ενώ στο σχήμα υπήρχε και ο Βραζιλιάνος Ανφιλοχίνο Γκουαρισί. Οι Νοτιοαμερικάνοι που ήρθαν να παίξουν για την Ιταλία ήταν γνωστοί ως oriundi, μετανάστες που επαναπατρίστηκαν και είχαν σε κάποιο βαθμό ιταλική καταγωγή.

Για ένα καθεστώς που επέμενε τόσο πολύ να επανακτήσει το «αυθεντικά ιταλικό», ήταν τουλάχιστον αντιφατικό το γεγονός ότι ο Μουσολίνι προωθούσε Νοτιοαμερικάνους παίκτες στην εθνική ομάδα. Για να αποφύγει την αυτοαναίρεση, το καθεστώς τους παρουσίαζε ως τους «χαμένους γιους της πατρίδας», που επέστρεφαν τώρα στην Ιταλία γιατί βρισκόταν στη σωστή πορεία καθώς η χώρα είχε ανακτήσει το «δίκαιο πνεύμα της». Όπως και η ίδια η Ρώμη, ο Μόντι και οι συμπαίκτες του αποτελούσαν μέρος ενός μύθου, μιας έννοιας του έθνους που φανταζόταν την ιταλική επιρροή πολύ πέρα από τη Νότια Ευρώπη. Παράλληλα, ο Μουσολίνι ανησυχούσε συνεχώς για το χαμηλό ποσοστό γεννήσεων και τον ιταλικό πληθυσμό, χαλαρώνοντας τα κριτήρια για το τι απαιτούνταν για την απόκτηση υπηκοότητας και την συμμετοχή στην εθνική ομάδα. Παίκτες με διπλή υπηκοότητα ήταν, άλλωστε, επιλέξιμοι και για στρατιωτική θητεία και ορισμένοι κλήθηκαν αργότερα να υπηρετήσουν το φασιστικό καθεστώς. Κατά συνέπεια τα οφέλη ήταν πολλά και σε διαφορετικά επίπεδα.

Ενώ κατά τη δεκαετία του 1930 ο Μουσολίνι, παράγοντες του ιταλικού ποδοσφαίρου και ιδιοκτήτες συλλόγων έγιναν πιο δεκτικοί στη νοτιοαμερικανική επιρροή, η στάση απέναντι σε παίκτες σλαβικής ή εβραϊκής προέλευσης ήταν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο πρόεδρος της Εθνικής Ολυμπιακής Επιτροπής της Ιταλίας, Λάντρο Φερέτι, αντιλαμβανόταν τον αθλητισμό ως «φυλετικό γυμνάσιο», μια γυμναστική της «πειθαρχίας, του θάρρους και της αλληλεγγύης», με τους ιδιοκτήτες των συλλόγων να αισθάνονταν το ίδιο. Θύμα της ρατσιστικής πολιτικής υπήρξε ο Μπρούνο Σερ, ο οποίος παρά το ακαταμάχητο ταλέντο του πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του στις χαμηλότερες κατηγορίες του ιταλικού ποδοσφαίρου, επειδή θεωρήθηκε «κομμουνιστής από την Ίστρια», ένα από τα ανακτημένα εδάφη από τους Σλοβένους και Κροάτες. Ο Σερ αποφάσισε να μην απαρνηθεί την καταγωγή και τις ρίζες του στο όνομα της αθλητικής καταξίωσης, αρνούμενος να αλλάξει το όνομά του στο ιταλοποιημένο «Σέρι».

Η σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ του Μουσολίνι με του Χίτλερ και η σταδιακή πολιτική και ιδεολογική εξάρτηση του πρώτου από τον δεύτερο έφεραν ακόμη βαθύτερες αλλαγές στη φασιστική φυλετική πολιτική, οι οποίες είχαν άμεσες επιπτώσεις και στον αθλητισμό. Αυτό που είχε ξεκινήσει ως σχετική αμφιθυμία σχετικά με την καταγωγή και τη φυλή, εξελίχθηκε σε σκληρό και σαφή ρατσισμό, που διατυπώθηκε στο «Μανιφέστο των φυλετικών επιστημόνων» του 1938. Στο μανιφέστο, που δημοσιεύτηκε στην Il Giornale d’Italia, τονιζόταν μεταξύ άλλων ότι ο πραγματικός πληθυσμός της Ιταλίας ήταν «άριας καταγωγής», ότι ο πολιτισμός της ήταν «άριος» κι ότι υπήρχε μια «καθαρή ιταλική φυλή» στην οποία δεν ανήκαν οι Εβραίοι.

Πριν από τη σκλήρυνση των ιδεολογικών αγκυλώσεων του καθεστώτος, οι Σλάβοι και οι Εβραίοι παίκτες και προπονητές έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του στυλ του ιταλικού παιχνιδιού. Η λεγόμενη «Σχολή Ποδοσφαίρου του Δούναβη» ήταν στις δεκαετίες του ‘20 και του ‘30 το κίνημα με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο του ποδοσφαίρου, με την Ουγγαρία ιδιαίτερα να αναδεικνύει σπουδαίους παίκτες και προοδευτικές ιδέες. Μέλος αυτής της περίφημης σχολής ήταν ο Αρπάντ Βάις, Εβραίος Ούγγρος που είχεπροπονήσει την Ίντερ, την Μπάρι και την Μπολόνια, μεταξύ άλλων ομάδων. Η θητεία του στην Μπολόνια έληξε με τους ρατσιστικούς νόμους του 1938, όταν αναγκάστηκε να παραιτηθεί και στη συνέχεια να απελαθεί από η χώρα. Ο Βάις κι η οικογένειά του συνελήφθηκαν αργότερα από τους ναζί και πέθαναν στο Άουσβιτς, μια πορεία που ακολούθησαν πολλά άλλοι που συμμετείχαν στη δημιουργία και ανάπτυξη του ιταλικού ποδοσφαίρου.

Από το 1938 και μετά, οι ποδοσφαιρικοί παράγοντες επιχείρησαν να δημιουργήσουν πανεπιστήμια ποδοσφαίρου, με στόχο να απομακρυνθεί το άθλημα από κάθε μη ιταλική επιρροή, με τη ήττα του φασισμού να αφήνει τα πάντα στη μέση και να μην ολοκληρώνεται το έργο του Ντούτσε. Ογδόντα χρόνια μετά, η κληρονομιά του Μουσολίνι είναι ορατή στα γήπεδα, κυρίως μέσα από ρατσιστικά κι αντισημιτικά συνθήματα στην εξέδρα, από ακροδεξιές ομάδες που συνεχίζουν να «πίνουν νερό» στο όνομά του και να ασπάζονται την ιδεολογία του. Τα γήπεδα όμως πλέον είναι γεμάτα από ξένους ποδοσφαιριστές, η εθνική ομάδα και οι μικρότερες εθνικές βρίθουν ταλέντων από παιδιά μεταναστών, με την ιταλική «καθαρότητα» που κάποτε ευαγγελιζόταν ο δικτάτορας να έχει πάει περίπατο.

Exit mobile version