Μάντσεστερ Σίτι-Τσέλσι: Οι νεόπλουτοι της Αγγλίας στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ
Η Μάντσεστερ Σίτι και η Τσέλσι είναι το «νέο χρήμα». Το παλιό χρήμα είναι η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, η Μπάγερν Μονάχου, η Ρεάλ Μαδρίτης, η Μπαρτσελόνα, η Γιουβέντους. Είναι οι νεόπλουτοι, τα «νέα παιδιά στη γειτονιά».
-
28.05.2021 Newsroom
Η Τσέλσι και η Μάντσεστερ Σίτι είναι δύο από τις μεγαλύτερες ομάδες του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου και είναι έκπληξη που δεν έχουν πέσει πιο συχνά ο ένας πάνω στον άλλον. Η αναμέτρηση του Σαββάτου αναμένεται με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για δύο ομάδες που βρίσκονται μεταξύ των πλουσιότερων σε όλη την Ευρώπη.
Η σημερινή «φουρνιά» της Σίτι δεν είναι η πρώτη που απολαμβάνει την κορυφή. Μεταξύ 1968 και 1970 η ομάδα κατέκτησε την Πρέμιερ Λιγκ, ένα Κύπελλο Αγγλίας, ένα Λιγκ Καπ και το Κύπελλο Κυπελλούχων, το οποίο εξακολουθεί να είναι το μοναδικό της ευρωπαϊκό τρόπαιο. Η Τσέλσι εκείνης της εποχής ήταν επίσης πολύ καλή, κατακτώντας το Κύπελλο Αγγλίας και τερματίζοντας τρίτη στο πρωτάθλημα το 1969-70.
Ένα χρόνο αργότερα, η Σίτι συνάντησε την Τσέλσι στα ημιτελικά του Κυπέλλου Κυπελλούχων. Η Τσέλσι επικράτησε με 2-0 συνολικό σκορ και η παρεά των Peter Osgood και Ron Harris θα συνέχιζαν με νίκη επί της Ρεάλ Μαδρίτης στον τελικό, κατακτώντας το πρώτο της ευρωπαϊκό τρόπαιο. Σε εκείνο το σημείο, η Σίτι και η Τσέλσι ήταν σίγουρα και οι δύο μέρος των κορυφαίων της Πρέμιερ Λιγκ,μ με σπουδαίους παίκτες, σπουδαίους μάνατζερ, οπαδούς που βρίσκονταν κάθε μέρα στο πλευρό του. Μέχρι που ήρθαν τα χρέη και η κακοδιαχείριση από τη διοίκηση.
«Αυτό που άλλαξε για τη Σίτι ήταν η εξαγορά της ομάδας από τον Πίτερ Σουέιλς το 1973, που έβαλε τέλος σε εκείνη την περίοδο κυριαρχίας, επειδή διέσπασε τη συνεργασία των μάνατζερ Τζο Μέρσερ και Μάλκολμ Άλισον» εξηγεί ο δρ. Γκάρι Τζέιμς, οπαδός της Σίτι, ακαδημαϊκός και συγγραφέας πολλών βιβλίων για το ποδόσφαιρο στο Μάντσεστερ. «Ο σύλλογος είχε τις στιγμές του στο υπόλοιπο της δεκαετίας του 1970 – νίκησε τη Μίλαν (5-2 στο σύνολο) στον τρίτο γύρο του Κυπέλλου UEFA το 1978 – αλλά μετά ήρθε η δεκαετία του 1980 και καταρρεύσαμε. Ο Σουέιλς πήρε έναν επιτυχημένο σύλλογο και τον μετέτρεψε σε έναν υπερχρεωμένο σύλλογο της δεύτερης κατηγορίας».
Η Τσέλσι δεν είχε πολλές καλές στιγμές κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970. Μαζί με τους υποβιβασμούς, υπήρχαν προβλήματα με τον χουλιγκανισμό, αλλά και μεγάλες οικονομικές δυσκολίες όταν ο επιχειρηματίας Κεν Μπέιτς την αγόρασε για μία μόνο λίρα (!).
«Από πολλές απόψεις, η Τσέλσι και η Σίτι ακολούθησαν παρόμοιες πορείες» λέει ο Σάιμον Τσάντγουικ, καθηγητής αθλητισμού στη σχολή επιχειρήσεων Emlyon. «Ήταν μέρος του mainstream ρεύματος στις αρχές της δεκαετίας του 1970, αλλά έπεσαν σε κατάσταση παρακμής τη δεκαετία του 1980. Αν σκεφτείτε τους ιδιοκτήτες τους εκείνη την εποχή, είχαν τον Σουέιλς στη Σίτι και τον Μπέιτς στην Τσέλσι – δύο άνδρες που διοίκησαν με απαράδεκτο, καταστροφικό τρόπο».
Οι «χαμηλές πτήσεις» συνεχίστηκαν και τη δεκαετία του 1990, με τον δρ. Τζέιμς να θυμάται για τη Σίτι ότι «ενώ εμείς παλεύαμε να βγούμε από την τρίτη κατηγορία, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ κατακτούσε το τρεμπλ το 1999. Και δεν ήταν μόνο αυτοί, γιατί την ίδια περίοδο βλέπαμε ομάδες όπως η Όλνταμ και η Μπόλτον να πηγαίνουν σε τελικούς κυπέλλων. Πού ήμασταν εμείς;».
Πως άλλαξαν τα πράγματα…
Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις για τον πλούτο των ποδοσφαιρικών συλλόγων από το περιοδικό Forbes, η Σίτι είναι η έκτη πιο πλούσια ποδοσφαιρική ομάδα στον κόσμο, με αξία λίγο κάτω από 3 δισεκατομμύρια λίρες, με την Τσέλσι να βρίσκεται μία θέση πιο πίσω. Στην ετήσια έκθεση της Money League, η οποία κατατάσσει τους συλλόγους με βάση τον κύκλο εργασιών τους, η βρετανική εταιρεία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών Deloitte κατατάσσει τη Σίτι στην έκτη θέση των συλλόγων με τα υψηλότερο κύκλο εργασιών στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο ύψους σχεδόν 500 εκατομμυρίων λιρών. Η Τσέλσι βρίσκεται δύο θέσεις χαμηλότερα με σχεδόν 400 εκατ. στερλίνες.
Αμφότερες οι ομάδες αγοράστηκαν ξανά, αλλά από οργανισμούς με σημαντικά μεγαλύτερες φιλοδοξίες και μέσα από τον Μπέιτς και τον Σουέιλς. Η άφιξη του Ρομάν Αμπράμοβιτς στην Τσέλσι το 2003 και του σεΐχη Μανσούρ στη Σίτι πέντε χρόνια αργότερα άλλαξε την πορεία των ομάδων και οδήγησε στην πλήρη εμπορευματοποίησή τους. Και οι δύο επιχειρηματίες έκαναν business στη Μεγάλη Βρετανία και είδαν τους συλλόγους μέσα από καθαρά επενδυτικό πρίσμα, προχωρώντας και στη δημιουργία ή ανακατασκευή των γηπέδων τους.
«Το θέμα είναι ότι ούτε ο Αμπράμοβιτς, ούτε οι Άραβες αγόρασαν ‘τελειωμένες ομάδες’. Αγόρασαν επιχειρήσεις που είχαν περάσει δια πυρός και σιδήρου, αποκτώντας και αξιοποιώντας περιουσιακά στοιχεία μεγάλης αξίας με πολύ κόσμο από πίσω τους και μια ισχυρή τοπική κοινωνία» τονίζει ο Νταν Σίλβερ εκ των ιδρυτικών μελών του παλαιότερου συνδέσμου οπαδών της Τσέλσι. «Ο Αμπράμοβιτς μας πήγε σε άλλο επίπεδο. Υπήρχε πολλή δυσαρέσκεια από εμάς μετά την εξαγορά. Υπογράψαμε παίκτες όπως ο Χουάν Σεμπαστιάν Βερόν, ο Τζο Κόουλ, ο Ντέμιαν Νταφ. Αγοράσαμε τον Μακελελέ από τη Ρεάλ Μαδρίτης. Πέταγε ο Αμπράμοβιτς λεφτά από εδώ και από εκεί, αγοράζοντας παίκτες μόνο και μόνο για να μην τους αγοράσει άλλη ομάδα και κυρίως η Άρσεναλ».
Σύμφωνα με έρευνα του Κίραν Μαγκουάιρ, ακαδημαϊκού που βρίσκεται πίσω από το blog, το βιβλίο και το podcast «Price of Football», η Τσέλσι ξεπέρασε τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ως ο σύλλογος με τις μεγαλύτερες δαπάνες σε αμοιβές και μισθούς στην Πρέμιερ Λιγκ τη σεζόν 2003-04. Σε εκείνο το σημείο η Σίτι ήταν 13η στην κατάταξη, ανάμεσα στη Γουέστ Χαμ και τη Σαουθάμπτον. Μέχρι το τέλος του περασμένου έτους, η Τσέλσι εξακολουθούσε να βρίσκεται στην κορυφή, έχοντας δαπανήσει σχεδόν 5,6 δισεκατομμύρια λίρες για έξοδα που σχετίζονται με παίκτες, με τη Σίτι να είναι τρίτη, έχοντας δαπανήσει σχεδόν 4,9 δισεκατομμύρια λίρες.
Αυτή η διαφορά θα κλείσει, παρεμπιπτόντως, καθώς η Σίτι έσπασε το ρεκόρ της Πρέμιερ Λιγκ την περασμένη σεζόν με μισθοδοσία άνω των 350 εκατομμυρίων λιρών – σχεδόν 70 εκατομμύρια λίρες περισσότερες από τη γειτονική Γιουνάιτεντ και 90 εκατομμύρια λίρες περισσότερες από την Τσέλσι.
Το «άνοιγμα» σε άλλες ηπείρους και η αδύναμη ποδοσφαιρική ταυτότητα
Το 2013, πέντε χρόνια μετά την αγορά της Σίτι, η ιδιοκτησία της ομάδας από το Άμπου Ντάμπι ανακοίνωσε τα σχέδιά της να εξαγοράσει μια ομάδα της αμερικανικής Major League Soccer. Δημιουργήθηκε η City Football Group (CFG) ως εταιρεία αυτής της εκκολαπτόμενης «αυτοκρατορίας». Ένα χρόνο αργότερα, προστέθηκε μια τρίτη ομάδα, η Melbourne City, από το πρωτάθλημα της Αυστραλίας, και στη συνέχεια αγοράστηκε το μειοψηφικό μερίδιο της ιαπωνικής Yokohama Marinos. Τώρα υπάρχουν 10 σύλλογοι σε έξι ηπείρους υπό την ομπρέλα της CFG, με δύο ακόμη συνεργαζόμενους συλλόγους στην Ευρώπη και στη Νότια Αμερική.
«Στη Σίτι είναι επίσης καλοί glocalisers, κινούμενοι δυναμικά για να χτίσουν το ποδοσφαιρικό brand σε διεθνές επίπεδο. Τους αρέσουν οι Oasis και το Levenshulme (μια περιοχή του Μάντσεστερ νότια της έδρας του συλλόγου στο Etihad Stadium), τοπικές μπάντες παίζουν στο γήπεδο πριν από τους εντός έδρας αγώνες, με τη διοίκηση να βρίσκεται σε επαφή με την οπαδική βάση. ‘Είμαστε ακόμα ο σύλλογός σας, δεν είμαστε ένα παγκόσμιο μεγαθήριο’, είναι το μήνυμα της διοίκησης, αλλά ταυτόχρονα έχουν εξαγορασθεί από την CFG ομάδες στη Βομβάη, στο Τσενγκντού, στο Μοντεβιδέο» τονίζει ο Τιμ Μπριτζ, διευθυντής στο Sports Business Group της Deloitte.
«Η Τσέλσι θα μπορούσε να κάνει περισσότερα, αλλά πολλοί πλέον δυσκολεύονται να σκεφτούν πράγματα που την χαρακτηρίζουν, εκτός από τα τρόπαια και τα χρήματα του Αμπράμοβιτς. Αυτό είναι πολύ προβληματικό. Υπάρχουν πολλά περιθώρια για να εμβαθύνουμε την ταυτότητα και κυρίως την απήχησή μας εκτός Λονδίνου και Μεγάλης Βρετανίας. Δεν έχουμε φτάσει ακόμα το επίπεδο της Λίβερπουλ και της Γιουνάιτεντ» σημειώνει ο Τζέιμς.
Το Σάββατο διεξάγεται ο πρώτος τελικός του Champions League από το 2004 -όταν η Πόρτο νίκησε τη Μονακό- στον οποίο δεν συμμετέχει ένας από τους μεγάλους ιστορικά και σε επίπεδο τροπαίων συλλόγους της Ευρώπης. Τέτοιοι τελικοί δεν έρχονται πολύ συχνά, με τον αμέσως προηγούμενο του 2004 να είναι εκείνος μεταξύ του Ερυθρού Αστέρα Βελιγραδίου και της Μαρσέιγ, το 1991. Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, διεξάγεται ένας ακόμη τελικός μεταξύ δύο πλούσιων ομάδων, οι διοικήσεις των οποίων μόλις πριν από έναν μήνα αποφάσισαν ότι πιστεύουν ότι ανήκουν σε μια άλλη διοργάνωση που μοιάζει με το Champions League, σε ένα κλειστό κλαμπ για λίγους, την European Super League.
«Η Μάντσεστερ Σίτι και η Τσέλσι είναι το ‘νέο χρήμα’» τονίζει ο Μπριτζ. «Το παλιό χρήμα είναι η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, η Μπάγερν Μονάχου, η Ρεάλ Μαδρίτης, η Μπαρτσελόνα, η Γιουβέντους. Σίτι και Τσέλσι είναι οι νεόπλουτοι, τα ‘νέα παιδιά στη γειτονιά’».
Το μεγάλο ερώτημα, ειδικά για τη Σίτι, είναι ποιος είναι ο τελικός στόχος της διοίκησης – εκτός από το να βγάλουν χρήματα και να χτίσουν ένα ευρύ πολιτικό δίκτυο στο Άμπου Ντάμπι. Είναι η φιλοδοξία να γίνει η «Ντίσνεϊ του ποδοσφαίρου»; Ή μήπως είναι να είναι μια ποδοσφαιρική επιχείρηση που θα βγάζει χρήματα χωρίς καμία προστιθέμενη αξία σε κανένα άλλο επίπεδο; Ο χρόνος θα δείξει.