Να σας μιλήσω λίγο για το «Cholismo»;
AP PHOTO
ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ

Να σας μιλήσω λίγο για το «Cholismo»;

SHARE THIS

Η Ατλέτικο Μαδρίτης της περασμένης δεκαετίας και των πρώτων χρόνων της τρέχουσας θα μείνει στην ιστορία ως μια από τις πλέον σκληροτράχηλες κι επιτυχημένες ομάδες στη La Liga, αλλά και στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Η ομάδα του Ντιέγκο Σιμεόνε ανέβηκε επίπεδο, ο ίδιος μπορεί να είναι περήφανος για το δημιούργημά του κι εμείς τυχεροί που παρακολουθήσαμε αυτή την ομάδα.

Ήταν ένα ανοιξιάτικο βράδυ του Μάη στο Allianz Arena του Μονάχου, όταν ο δρόμος προς την εστία της Μπάγερν Μονάχου είχε ανοίξει διάπλατα μπροστά από τον Αντουάν Γκριεζμάν, ο οποίος είχε δεχθεί την μπάλα στην πλάτη της άμυνας από τον Φερνάντο Τόρες. Η κυρίαρχη μορφή του Μάνουελ Νόϊερ, παρότι τα έδωσε όλα και απλώθηκε μεγαλοπρεπώς για να σταματήσει την μπάλα, έμεινε σαν όμορφη πινελιά σε μια από τις πιο συναρπαστικές σελίδες της εποποιίας της Ατλέτικο Μαδρίτης το 2016, που έφτασε μέχρι τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ. Οι Γερμανοί έμειναν κάγκελο, το γήπεδο σίγησε, με το παγερό βλέμμα του Ρουμενίγκε στην κερκίδα των επισήμων να αποτυπώνει την ανατριχίλα που διαπέρασε τα κορμιά των Βαυαρών στο 53ο λεπτό της αναμέτρησης.

Η νίκη με 2-1 δεν αρκούσε στην Μπάγερν του Πεπ Γκουαρντιόλα για να προκριθεί στον τελικό απέναντι στη Ρεάλ Μαδρίτης, με τις συζητήσεις για την αντικατάσταση του Καταλανού στο πάγκο των Βαυαρών να φουντώνουν. Δεν χώνεψαν ποτέ αυτόν τον αποκλεισμό στο Μόναχο, όπως δεν χώνεψαν ποτέ ότι ένας τύπος σαν τον Ντιέγκο Σιμεόνε που τους αγριοκοιτούσε από τον απέναντι πάγκο, θα μπορούσε να αμφισβητήσει το μεγαλείο της γερμανικής «μηχανής».

Ο Σιμεόνε είχε περάσει δια πυρός και σιδήρου τόσο την Μπαρτσελόνα στα προημιτελικά, όσο και την Μπάγερν στους «4», καθοδηγώντας με πάθος και αυταπάρνηση την Ατλέτικο σε μια σειρά δύσκολων, σχεδόν ανυπέρβλητων αναμετρήσεων με τα μεγαθήρια του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Ο ποδοσφαιρικός Τύπος, μέχρι τότε αδιάφορος για τις προπονητικές αρετές του Αργεντίνου, έριξε ξαφνικά τα φώτα πάνω του, αφιερώνοντας ολόκληρες στήλες για τον τρόπο παιχνιδιού της ομάδας και την αγωνιστική φιλοσοφία του. Ήταν τότε που μάθαμε για τον όρο Cholismo. Ακολούθησε η Cholomania από την οποία δεν ξεφύγαμε ούτε εμείς, μαζί με πολλά εκατομμύρια ακόμη ποδοσφαιρόφιλων.

Στην Λατινική Αμερική ο όρος Cholo χρησιμοποιούταν προσβλητικά από τους «καλλιεργημένους αστούς» για την εργατική τάξη. Ένας όρος υποτιμητικός, συνώνυμος στα δικά μας με το «αλητάκι», το «μαγκάκι», με τους ξυπόλητους ιθαγενείς. Σήμερα έχει λάβει άλλο νόημα κι άλλες διαστάσεις, έχει χάσει τη βρώμα και τη ξιπασιά με την οποία ήταν ενδεδυμένος, αρχικά λόγω του Παναμέζου μποξέρ Ρομπέρτο Ντουράν, που με περηφάνια αποδέχθηκε τον χαρακτηρισμό τη δεκαετία του 1990, βάζοντας απότομα φρένο στην απαξιωτική του χρήση. Ο Ντουράν δεν σήκωνε και πολλά, ήταν περήφανος για την ιθαγενική καταγωγή του και για το γεγονός ότι μεγάλωσε στη φτωχογειτονιά του El Chorillo στην πόλη του Παναμά.

Ο Ντιέγκο Σιμεόνε γεννήθηκε σε μια λιγότερο κακόφημη γειτονιά της Λατινικής Αμερικής, στο Παλέρμο του Μπουένος Άιρες, στις 28 Απριλίου του 1970. Η μητέρα του ήταν κομμώτρια και ο πατέρας του μικροπωλητής. Ο Ντιέγκο έμαθε πολύ γρήγορα τη σημασία της σκληρής δουλειάς, κάτι που φάνηκε σε όλη την πορεία της ποδοσφαιρικής και προπονητικής του καριέρας. Μεγάλωσε σε μια εποχή που το ποδόσφαιρο της Αργεντινής  ήταν στα πάνω του, με την εθνική ομάδα να έχει κατακτήσει δύο Παγκόσμια Κύπελλα – το 1978 και το 1986. Θαμπωμένος και περήφανος για την εθνική ομάδα, ο Ντιέγκο αποφάσισε να βγάλει τα προς το ζην μέσα από το ποδόσφαιρο. Οι συμμαθητές του γέλασαν όταν έμαθαν για πρώτη φορά ότι θέλει να γίνει ποδοσφαιριστής γιατί ήταν λίγο ατσούμπαλος και μπρούτος στο παιχνίδι του. Ο ίδιος όμως δεν λύγισε απέναντι στα γέλια και τα αρνητικά σχόλια, δεν «μάσησε» από το bullying. Ξεκίνησε να προπονείται στη Βελέζ Σάρσφιλντ στα μέσα της δεκαετίας του 1980, συζητούσε με τον πατέρα του για το ποδόσφαιρο και το αγωνιστικό προφίλ των μεγάλων ομάδων στην Αργεντινή, που είχαν καθιερώσει το στυλ που έμεινε γνωστό ως La Nuestra, ένα ρεύμα που είχε επηρεάσει την ποδοσφαιρική ζωή του τόπου σε μια προσπάθεια χειραφέτησης από τις αυστηρές επιρροές της Ευρώπης.

Το La Nuestra ως ποδοσφαιρική φιλοσοφία είχε στον πυρήνα του τη φαντασία και τη χαρά του παιχνιδιού, εμπνευσμένο από το jogo bonito των Βραζιλιάνων. Στην ακαδημία και την ομάδα της Βελέζ όμως δέσποζαν εκείνη την περίοδο οι ιδέες ενός «αρνητή» αυτής της σχολής, ενός σκληροτράχηλου τύπου, του άλλοτε παίκτη και προπονητή της ομάδας, Βικτόριο Σπινέτο, που δεν γούσταρε καθόλου αυτό το στυλ παιχνιδιού, δεν ενδιαφερόταν για το σόου, αλλά για την κυριαρχία στον αγωνιστικό χώρο και την εξολόθρευση του αντιπάλου. Το anti-fútbol, όρος που έχει τις αναφορές του στον Σπινέτο κι αργότερα αποτέλεσε τη φιλοσοφία στον Κάρλος Μπιλάρδο, του προπονητή που οδήγησε την Αργεντινή στην κορυφή του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1986, διαπότισε το σύστημα της Βελέζ στην οποία ανδρώθηκε ποδοσφαιρικά ο Σιμεόνε. Το συγκλονιστικό όσο και οξύμωρο με την εθνική Αργεντινής είναι ότι είχε κατακτήσει οκτώ χρόνια νωρίτερα το πρώτο της Παγκόσμιο Κύπελλο εφαρμόζοντας την αγωνιστική φιλοσοφία της La Nuestra, παίζοντας το ακριβώς αντίθετο ποδόσφαιρο υπό την ηγεσία του Σέσαρ Λουίς Μενότι. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο ποδοσφαιρικές σχολές, ο Cholo διάλεξε το Bilardismo, το οποίο «εκτίναξε» σε άλλο επίπεδο. «Στη Βελέζ μου έμαθαν αξίες – να πλένω τα ρούχα μου, να σέβομαι τους συμπαίκτες μου και τον αντίπαλο, να κάνω επιλογές στη ζωή μου που με καθιστούν καλύτερο άνθρωπο. Από την πειθαρχία, τη συγκέντρωση και την οργάνωση ξεκινάς να ζεις καλύτερα», είχε δηλώσει παλαιότερα.

Το 1992 μετακόμισε για μια διετία στη Σεβίλλη, τα ηνία της οποίας είχε ο Μπιλάρδο κι ένωσε έτσι από πρώτο χέρι την αποτελεσματικότητα του Bilardismo. Από τα βάθη της Πριμέρα Ντιβιζιόν, η ομάδα τερμάτισε στην 7η θέση, με τον Cholo να αναγνωρίζεται σταδιακά ως ένας σκληροτράχηλος κεντρικός μέσος που δεν ήταν καθόλου εύκολο να τα βάλεις μαζί του. Στην Ίντερ λάτρεψε το Catenaccio, συνθέτοντας μαζί με τον Χαβιέ Ζανέτι ένα αχτύπητο δίδυμο που είχε θωρακίσει τα μετόπισθεν των Μιλανέζων, ενώ στην Λάτσιο παρότι δεν πήγαινε καθόλου τους ακροδεξιούς ultras της ομάδας, αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο του Σβεν Γκόραν Έρικσον στην κατάκτηση της Serie A τη σεζόν 1999-2000.

Ακούραστος, με το «μαχαίρι στο στόμα» σαν πειρατής, ο Cholo ενσάρκωνε το πάθος της κερκίδας με την απόλυτη αφοσίωση στο αγωνιστικό πλάνο της ομάδας. Πολλές φορές γυρνούσε στα μετόπισθεν για να καλύψει κενά στην άμυνα, με τους αντίπαλους προπονητές να ξέρουν τι τους επιφυλάσσει μια αναμέτρηση με ομάδα του Σιμεόνε. Οι δε προπονητές του ήξεραν πάντα τι να περιμένουν αγωνιστικά από τον ίδιο. Σπάνια υπήρχαν διακυμάνσεις στην απόδοσή του, βλέποντας στο ύφος πολλών αντίπαλων επιθετικών αυτό το «Ωχ…» όταν αντίκρυζαν τη μορφή του Ντιέγκο στο κέντρο του γηπέδου. Με καμία όμως ομάδα δεν δέθηκε όπως δέθηκε με την Ατλέτικο, τόσο ως παίκτης τις περιόδους 1994-97 και 2003-05, μπαίνοντας σφήνα μεταξύ Ρεάλ Μαδρίτης και Μπαρτσελόνα, κατακτώντας και το νταμπλ τη σεζόν 1995-96, αλλά κυρίως όταν επέστρεψε ως προπονητής το 2011.

O Cholo ανέλαβε ως προπονητής την Ατλέτικο σε μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο, με το σύλλογο να βρίσκεται στη 10η θέση της βαθμολογίας στη La Liga, χωρίς να έχει κερδίσει το πρωτάθλημα για δεκαπέντε χρόνια. Έξι μήνες μετά την πρόσληψή του, η ομάδα πανηγύρισε την κατάκτηση του Europa League (3-0 την Αθλέτικ Μπιλμπάο), ενώ την επόμενη σεζόν ήρθε το Κύπελλο κόντρα στη Ρεάλ Μαδρίτης μέσα στο «Μπερναμπέου». Η Ατλέτικο ολοένα και μεγάλωνε. Ακολούθησε ο άθλος του 2014, με την κατάκτηση του πρωταθλήματος με ένα μπάτζετ που υπολειπόταν κατά πολλά εκατομμύρια ευρώ από το αντίστοιχο των Ρεάλ Μαδρίτης και Μπαρτσελόνα.

Στους πανηγυρισμούς για την κατάκτηση του ισπανικού πρωταθλήματος το 2014, ο Ντιέγκο έστειλε ένα μήνυμα στο εκστασιασμένο πλήθος: «Αυτός δεν είναι μόνο ένας τίτλος. Αυτό που κατάφεραν τα παιδιά (σσ. οι παίκτες της Ατλέτικο) είναι κάτι πολύ περισσότερο από έναν τίτλο. Εάν πιστεύεις σε αυτό που κάνεις και δουλεύεις μεθοδικά και σκληρά, θα το πετύχεις». Και πράγματι, από την πρώτη ημέρα που ανάλαβε την ομάδα της καρδίας του («Η Ατλέτικο είναι η ζωή μου» συνηθίζει να λέει), αναδιαμόρφωσε το δίκτυο σκάουτινγκ, γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί τις Ρεάλ Μαρδίτης και Μπαρτσελόνα σε οικονομική ευρωστία, φέρνοντας παίκτες από τις μικρότερες κατηγορίες της Ισπανίας, δίνοντάς τους την ευκαιρία να μεγαλώσουν ποδοσφαιρικά, παίρνοντας την ομάδα στις πλάτες τους. Οικοδόμησε μια στέρεα αμυντική λειτουργία, παίζοντας με αντεπιθέσεις με παίκτες-φωτιά, όπως ο Νταβίντ Βίγια, ο Ντιέγκο Κόστα, ο Γκριεσμάν, ο Ντιέγκο Γοδίν, ο Μιράντα, ο Αρντά Τουράν  και πόσοι άλλοι – ένας κι ένας όλοι τους. Η Ατλέτικο ανάπτυξε τη δική της ποδοσφαιρική ταυτότητα και φιλοσοφία την οποία εδώ και πάνω από 10 χρόνια ο Ντιέγκο την ακολουθεί πιστά, όσο πιστά δεν πάει.

Παίκτες πήγαιναν κι ερχόντουσαν στην Ατλέτικο αυτά τα χρόνια, όμως η ομάδα κατάφερνε να κρατιέται ψηλά. Είχε αλλάξει πλέον επίπεδο. Ο Ντιέγκο κατάφερνε να την χτίζει ξανά και ξανά, με τον Ζερμέν Μπούργκος, για πολλά χρόνια το δεξί του χέρι, να γνωρίζει σαν την παλάμη του τις σκέψεις του Cholo. Ήταν ο Μπούργκος που ανέλαβε τα ηνία της ομάδας στα ημιτελικά και τον τελικό του Γιουρόπα Λιγκ το 2018, όταν ο Ντιέγκο είχε τιμωρηθεί για τέσσερα παιχνίδια από την ΟΥΕΦΑ και κανείς δεν κατάλαβε ποτέ πως σε τόσο κρίσιμα παιχνίδια, με το άγχος να έχει χτυπήσει ταβάνι, οι παίκτες της ομάδας έδειχναν παροιμιώδη ψυχραιμία, ρίχνοντας που και που βλέμματα στην κερκίδα στη θέση ακριβώς που καθόταν ο Ντιέγκο. «Έχουμε στενή σχέση μεταξύ μας, επικοινωνούμε με τα μάτια. Με τον Ζερμέν έχουμε την ίδια εικόνα για το ποδόσφαιρο, τις ίδιες αρχές και την ίδια φιλοσοφία κι ήταν σαν ήμουν εγώ στον πάγκο» είχε δηλώσει μετά το τέλος του παιχνιδιού, αφού είχε σπεύσει στα αποδυτήρια για να αγκαλιάσει όλους τους παίκτες και να πανηγυρίσουν σαν μικρά παιδιά. Ο ίδιος εξακολουθεί να βλέπει τον εαυτό του ως το αουτσάιντερ, τον επαναστάτη που απολάμβανε την νεκρική σιγή Άνφιλντ ή τα γιουχαΐσματα του Μπερναμπέου και υπερηφανεύεται ότι αψηφά και «ξεφουσκώνει» τους «φουσκωμένους» αντιπάλους της Ατλέτικο.


Στενοί συνεργάτες στην Ατλέτικο, φίλοι για μία ζωή Σιμεόνε και Μπούργκος / AP Photo

Στενοί συνεργάτες στην Ατλέτικο, φίλοι για μία ζωή Σιμεόνε και Μπούργκος

«Αν κοιτάξετε την Ατλέτικο πριν από το 2011 και τώρα είναι σαν τη μέρα με τη νύχτα», είχε τονίσει ο Χοσέ Λουίς Καμινέρο το 2018, πριν αποχωρήσει από τη θέση του τεχνικού διευθυντή της ομάδας. Αυτό ισχύει και σήμερα. «Η Ατλέτικο είναι ένας πολύ επαγγελματικά διοικούμενος σύλλογος, βρίσκεται στο top 10 σε οποιαδήποτε ποδοσφαιρική κατάταξη αλλά και σε οποιαδήποτε οικονομική κατάταξη. Επί ημερών Σιμεόνε τέθηκαν τα θεμέλια για να μεγαλώσει η ομάδα και να στέκεται ίσα απέναντι στους δύο μεγάλους του πρωταθλήματος».

Αυτή είναι η  Ατλέτικο Μαδρίτης του Ντιέγκο Σιμεόνε. Αυτό το αουτσάιντερ, αυτός ο σούπερ σύλλογος με τον σπουδαίο προπονητή που αφήνει πίσω του μεγάλη κληρονομιά. Η Ατλέτικο της περασμένης δεκαετίας και των πρώτων χρόνων της τρέχουσας θα μείνει στην ιστορία ως μια από τις πλέον σκληροτράχηλες ομάδες στη La Liga, αλλά και στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Ο Cholo μπορεί να είναι περήφανος για το δημιούργημά του κι εμείς τυχεροί που παρακολουθήσαμε αυτή την ομάδα, με αυτό το αγωνιστικό πνεύμα κι αυτή την ταυτότητα μέσα στον αγωνιστικό χώρο.

Exit mobile version