Ο Μπερλουσκόνι, η Μίλαν, η μαφία και το Forza Italia
AP PHOTO
ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ

Ο Μπερλουσκόνι, η Μίλαν, η μαφία και το Forza Italia

SHARE THIS

Στο 64ο επεισόδιο του podcast Πελότα Λίμπρε μιλάμε για τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, την Μίλαν, το Forza Italia και το ξέπλυμα χρήματος.

Είναι Φεβρουάριος του 1986 και η Μίλαν περνάει στα χέρια του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Όλοι στην Ιταλία τον γνωρίζουν: είναι 50 ετών και είναι ιδιοκτήτης μιας αυτοκρατορίας μέσων ενημέρωσης, που περιλαμβάνει εφημερίδες, τηλεοπτικά κανάλια και ένα μεγάλο διαφημιστικό γραφείο. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι είναι αυτοδημιούργητος, ότι στηρίζεται μόνο στο επιχειρηματικό του δαιμόνιο, όμως στην πραγματικότητα χρωστάει πολλά στον σοσιαλιστή πρωθυπουργό Μπετίνο Κράξι, ο οποίος το 1984 εξέδωσε ένα διάταγμα ειδικά για τη νομιμοποίηση των τηλεοπτικών καναλιών του Μπερλουσκόνι που του επέτρεπε να ανταγωνίζεται τη Rai, τη δημόσια τηλεόραση.

Όσοι έχουν εμβαθύνει λίγο παραπάνω στην περίπτωση Μπερλουσκόνι, γνωρίζουν και κάτι άλλο: ότι «έχτισε» την περιουσία του μέσα από αμφιλεγόμενες συμφωνίες με τράπεζες που συνδέονταν με την μαφία. Ο ίδιος φαίνεται ότι προσπάθησε να αγοράσει αρχικά την Ίντερ, αλλά βρέθηκε μπροστά σε κλειστές πόρτες, οπότε στράφηκε στην άλλη ομάδα της πόλης, λίγο πριν βυθιστεί στο σκοτάδι της χρεοκοπίας. Ο Μπερλουσκόνι έλεγε εδώ και εκεί ότι θα ξεπληρώσει όλα τα χρέη της ομάδας και θα φτιάξει μια μεγάλη, ασυναγώνιστη Μίλαν, που θα σαρώσει τα πάντα σε Ιταλία και Ευρώπη.

Η Polisportiva Milan είχε μπει επενδυτικά σε τεσσάρα διαφορετικά αθλήματα, οδηγώντας τις αντίστοιχες ομάδες του Μιλάνου σε επιτυχίες. Με αιχμή του δόρατος το ποδόσφαιρο, ο Μπερλουσκόνι αναζητάει για τον πάγκο της Μίλαν έναν προπονητή που θα μπορούσε να τον εμπιστευτεί με κλειστά μάτια, ένα πρόσωπο που ένιωθε «δικό του» και θα του έδινε τα ηνία του συλλόγου. Αυτό το πρόσωπο ήταν ο Φάμπιο Καπέλο, που είχε περάσει κι από την ομάδα νέων της Μίλαν. Ο «Καβαλιέρε» ήταν ο πρώτος που τον εμπιστεύτηκε ως προπονητή, αναλαμβάνοντας για λίγο την πρώτη ομάδα το 1987, μετά την απόλυση του Νιλς Λίντχολμ.

Στη συνέχεια, ο ιδιοκτήτης των Ροσονέρι πήρε μια αλλόκοτη απόφαση, τράβηξε τον Καπέλο από τον πάγκο της ομάδας και τον έστειλε στη σχολή διοίκησης της Fininvest. Το αποτέλεσμα ήταν να ανατεθεί τελικά στον Καπέλο ολόκληρη η διοίκηση του αθλητικού οργανισμού για να εποπτεύει την πορεία και εξέλιξη όλων των αθλημάτων. Ο Καπέλο δεν τα πήγε καλά με το μάνατζμεντ του ομίλου, αλλά θα τα πήγαινε καλά με το μάνατζμεντ της ποδοσφαιρικής ομάδας. Την επόμενη σεζόν, ο Αρίγκο Σάκι φτάνει στο Μιλάνο κι αναλαμβάνει την ομάδα, με τον Καπέλο να βρίσκεται δίπλα του. Το 1991, ο Καπέλο ανέλαβε πρώτος προπονητής και οδήγησε την ομάδα, που είχε τότε στις τάξεις της παικταράδες σαν τον Μάρκο φαν Μπάστεν, τον Ρουντ Γκούλιτ και τον Πάολο Μαλντίνι, σε τέσσερις κατακτήσεις πρωταθλήματος μέσα σε πέντε χρόνια. Κατέκτησε επίσης το Τσάμπιονς Λιγκ συντρίβοντας την Μπαρτσελόνα του Γιόχαν Κρόιφ με 4-0 και κατέκτησε και πάλι το πρωτάθλημα το 1996.

Η Polisportiva Milan είναι ακριβώς αυτό που ήθελε να είναι ο ιδιοκτήτης της: ένας αθλητικός όμιλος με ομάδες νικήτριες σε όλα τα αθλήματα. Ενώ η ομάδα ποδοσφαίρου συνεχίζει να  αποτελεί τη ναυαρχίδα του σχήματος, η ομάδα βόλεϊ κερδίζει το πρωτάθλημα το 1991, την ίδια χρονιά η ομάδα ράγκμπι κατακτά τον τίτλο μετά από 45 χρόνια αναμονής, με την ομάδα του μπέιζμπολ με τη σειρά της να προσθέτει το δεύτερο Κύπελλο Ιταλίας στη συλλογή της.

Ένα χρόνο αργότερα, μέσα στη μέθη των επιτυχιών, μια κορυφαία εξέλιξη κλονίζει την πολιτική ζωή της Ιταλίας και έρχεται να ανατρέψει τις ισορροπίες και τα «πατήματα» του Μπερλουσκόνι: Το σκάνδαλο Τατζεντόπολι ξεσπά στις 17 Φεβρουαρίου 1992, όταν ο δικαστής Αντόνιο Ντι Πιέτρο άσκησε δίωξη στον Μάριο Κιέζα, μέλος του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSI), για αποδοχή δωροδοκίας από εταιρεία καθαρισμού του Μιλάνου. Το κόμμα διέγραψε τον Κιέζα από μέλος του, με τον πρόεδρό του Μπετίτο Κράξι, να τον αποκαλεί μαριονέτα και «κακοποιό». Έκθετος από το κόμμα του και παρίας πλέον του συστήματος διαπλοκής, ο Κιέζα δεν έχει πια τίποτα να χάσει κι αρχίζει να προβαίνει σε αποκαλύψεις, εμπλέκοντας πολιτικούς, κρατικούς αξιωματούχους και επιχειρηματίες. Το σκάνδαλο Τατζεντόπολι έπληξε οριζόντια το πολιτικό σύστημα της Ιταλίας, με τους Χριστιανοδημοκράτες να ηττώνται μαζικά στις δημοτικές εκλογές, τους σοσιαλιστές να καταβαραθρώνονται και τον Μπετίτο Κράξι να κατηγορείται επίσημα για διαφθορά και να παραιτείται από πρόεδρος του σοσιαλιστικού κόμματος.

Η επιχείρηση «Καθαρά Χέρια» (Operazione Mani Pulite‎‎), όπως ονομάστηκε η κατακλυσμιαία δικαστική έρευνα που απλώθηκε χρονικά στο βάθος της δεκεατίες του 1990, είχε ως αποτέλεσμα την κατάρρευση της λεγόμενης «Πρώτης Δημοκρατίας» και την εξαφάνιση πολλών πολιτικών κομμάτων. Ορισμένοι πολιτικοί, βιομηχάνοι και επιχειρηματίες αυτοκτόνησαν μετά το πόρισμα των δικαστικών αρχών. Χιλιάδες στελέχη του δημοσίου κρίθηκαν ύποπτα, με πάνω από τα μισά μέλη του ιταλικού κοινοβουλίου να κατηγορούνται για εμπλοκή σε σκάνδαλο χρηματισμού για πάσης φύσεως εξυπηρετήσεις, ενώ περισσότερα από 400 δημοτικά συμβούλια διαλύθηκαν λόγω κατηγοριών διαφθοράς. Η εκτιμώμενη αξία των δωροδοκιών που υπολογίστηκαν από τη δεκαετία του 1980 και μετά, από ιταλικές και ξένες εταιρείες που υπέβαλαν προσφορές για την εκτέλεση ευρείας κλίμακας συμβάσεων με το ιταλικό δημόσιο, έφτασαν συνολικά τα 4 δισεκατομμύρια δολάρια. Ένα ολόκληρο σύστημα εξυπηρετήσεων, διευκολύνσεων και νεποτισμού, μέσα στο οποίο ευδοκίμησε ο Μπερλουσκόνι, κατέρρευσε. Έτσι, ελλείψει μιας πολιτικής ασπίδας που να θα τον προστατεύει από τις δικαστικές «φουρτούνες», ο Καβαλιέρε αρχίζει να σκέφτεται ότι είναι καιρός να δημιουργήσει το δικό του κόμμα.

Ακούστε το νέο επεισόδιο του podcast «Πελότα Λίμπρε»:

Μπορείτε να βρείτε και να κάνετε subscribe το Πελότα Λίμπρε, το Podcast με τον Ντιεγκίτο στο Spotify και στα Apple Podcasts

Exit mobile version