Πολ Γκασκόιν: Αμαρτωλός, χαβαλές, «μεσσίας», ο άνθρωπος που τα μίντια λάτρευαν να μισούν 
AP PHOTO
ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ

Πολ Γκασκόιν: Αμαρτωλός, χαβαλές, «μεσσίας», ο άνθρωπος που τα μίντια λάτρευαν να μισούν 

SHARE THIS

Στο νέο επεισόδιο του podcast της ROSA «Πελότα Λίμπρε» μιλάμε για τον Πολ Γκασκόιν, μία από τις προσωπικότητες του αγγλικού ποδοσφαίρου που λατρεύτηκε και μισήθηκε όσο λίγοι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990.

«Όταν τον πήραμε, θεέ μου, φαινόταν σαν να ερχόταν ο Ιησούς Χριστός». Αυτή ήταν η δήλωση εκστασιασμένου οπαδού της Λάτσιο σε ιταλικό Μέσο κατά την άφιξη στο αεροδρόμιο «Φιουμιτσίνο» της Ρώμης του τρομερού τύπου που άκουγε στο όνομα Πολ Γκασκόιν. «Έρχεται από την Γαλιλαία σαν μεσσίας, έτοιμος να μας σώσει, έτοιμος να μας λυτρώσει», θα προσθέσει ένας άλλος. 

Ο Gazza, όπως έμεινε το παρατσούκλι του, ήταν αυτό ακριβώς που αναζητούσαν οι Λατσιάλι, έναν τύπο ασυγκράτητο εντός κι εκτός αγωνιστικού χώρου, το πρώτο «θησαυρό» που «αλίευσε» ο πρόεδρος της ομάδας Sergio Cragnotti, μαγεμένος από τον ατίθασο χαρακτήρα του Άγγλου μύστη των γηπέδων που με ένα άγγιγμα άλλαζε τα πάντα. Ο Gazza του έλεγε ότι μοιάζει με τον Άγγλο κωμικό Bud Abbot, με τον Cragnotti στην αρχή να παρεξηγείται, αλλά στη συνέχεια να καταλαβαίνει το χαρακτήρα του εκρηκτικού Άγγλου. Είχε ήδη ψυλλιαστεί ότι κάτι παίζει με αυτόν τον τύπο, όταν έμαθε την φάρσα που έκανε την πρώτη κιόλας του βραδιά στο ξενοδοχείο που έμενε στη Ρώμη. Ο Gazza είχε μόλις υπογράψει συμβόλαιο με την Λάτσιο, άνοιξε το παράθυρο του δωματίου, τοποθέτησε στο πρεβάζι του μπαλκονιού τα παπούτσια του και κρύφτηκε στη ντουλάπα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι όταν επισκέφτηκε το δωμάτιο ο μάνατζέρ του, πίστεψε για λίγα λεπτά ότι ο είχε αυτοκτονήσει. Αυτή ήταν η πρώτη φάρσα επί ιταλικού εδάφους.


Σλάλομ του Gazza σε ντέρμπι με τη Ρόμα. / AP Photo

Σλάλομ του Gazza σε ντέρμπι με τη Ρόμα.

Παρά το γεγονός ότι υπέγραψε στη Λάτσιο το καλοκαίρι του 1992, οι φίλοι της ομάδας έπρεπε να περιμένουν μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου για το πολυαναμενόμενο ντεμπούτο του Gazza εναντίον της Τζένοα, όταν, για 41 λεπτά, έδειξε όψεις της λάμψης του. Ήταν μόλις 25 ετών, αλλά ήταν ταλαιπωρημένος, όχι στην καλύτερη φυσική κατάσταση, όμως οι τεχνικές του αρετές περίσσευαν και τον κρατούσαν ζωντανό ποδοσφαιρικά. Το ξεκίνημα στην Ιταλία ήταν δύσκολο και, μέσα από σειρά αδιάφορων και βαρετών εμφανίσεων, κινδύνευσε να προκαλέσει την οργή των διαβόητων ultras της Curva Nord. Μέχρι που έγινε ένας από τους πλέον αγαπητούς παίκτες των Biancocelesti με το γκολ της ισοφάρισης στο 86ο λεπτό εναντίον της «αιώνιας» αντιπάλου, της Ρόμα, στις 29 Νοεμβρίου του 1992. Ο ίδιος γνώριζε ότι εκείνο το ντέρμπι ήταν κρίσιμο τόσο για την ομάδα, όσο και προσωπικά για τον ίδιο, δηλώνοντας πριν το ματς ότι «Για μένα, αυτή την Κυριακή θα είναι σαν ένα παιχνίδι ζωής και θανάτου. Ελπίζω, μετά το σφύριγμα της λήξης, να είμαι ακόμα ζωντανός».

Ο Γκασκόιν θα έφευγε από την Ιταλία στο τέλος της τρίτης σεζόν του μετά από μια επική σύγκρουση με τον Τσέχο σκληροπυρηνικό προπονητή, λάτρη του αθλητικού παιχνιδιού και της δύναμης, Zdenek Zeman, ο οποίος όταν έφτασε στη Λάτσιο ξεκαθάρισε ευθύς αμέσως στον Άγγλο όταν αν δεν «σουλουπωθεί», όπως ανέφερε, δεν θα έμενε για πολύ καιρό στην ομάδα. 

Έτσι και έγινε. Ποδοσφαιρικά άπατρις, με τις αγγλικές ομάδες να μην θέλουν καν να τον δουν μπροστά τους, ο Gazza αναζητούσε εναγωνίως την αναγέννησή του. Είδε κλειστές πόρτες παντού, μέχρι να έρθουν οι Προτεστάντες της Glasgow Rangers στη Σκωτία για να του προσφέρουν «άσυλο». Θέλοντας να επιστρέψει σε καλή φυσική κατάσταση για το επερχόμενο Euro ‘96, που θα διεξαγόταν στα γήπεδα της Αγγλίας, η λαχτάρα του να φορέσει το εθνόσημο έγινε ακόμη μεγαλύτερη μετά την αποτυχία της εθνικής ομάδας να προκριθεί στο Παγκόσμιο Κύπελλο των ΗΠΑ το 1994. 

Η Ρέιντζερς αποτέλεσε το τέλειο λιμάνι για εκείνον. Η ομάδα επιδίωκε να συνεχίσει ένα άνευ προηγουμένου σερί δέκα συνεχόμενων κατακτήσεων πρωταθλημάτων, ένα κατόρθωμα που δεν είχε επιτευχθεί ποτέ στο σκωτσέζικο ποδόσφαιρο. Μόλις προσγειώθηκε στη Γλασκώβη, ο Γκασκόιν δέχθηκε θερμότατη υποδοχή από τους «Gers». Όταν πάτησε στο χορτάρι, στο πρώτο του ντέρμπι απέναντι στην Σέλτικ, στο γνωστό σε όλο τον κόσμο «Old Firm», ο Gazza ένιωσε από την πρώτη στιγμή ότι μύριζε μπαρούτι σε κάθε γωνιά του γηπέδου, μέσα και έξω από τον αγωνιστικό χώρο. Ήταν ψύχραιμος, δεν παρασύρθηκε από το τοπικό μίσος που έλκει τις ρίζες του πίσω στη θρησκευτική μεταρρύθμιση στην Αγγλία και την βαθιά κόντρα Καθολικών και Προτεσταντών που τόσο έχει ταλαιπωρήσει και τα δύο νησιά, και την Ιρλανδία δηλαδή. Ο Gazza αφοσιώθηκε στο παιχνίδι, έμπαινε πυροσβεστικά σε πολλές φάσεις, «όργωνε» το γήπεδο και είχε άψογες συνεργασίας με τους Σαλένκο και ΜακΚόιστ, με τους οποίους βρισκόταν από ένα σημείο και έπειτα με κλειστά μάτια.

Κινητήρια δύναμη στη μεσαία γραμμή, οι Ρέιντζερς βρήκαν έναν παίκτη που φαίνεται ότι μπορούσε να εμπνεύσει, να ευχαριστήσει και να διασκεδάσει εξίσου. Όταν δεν έφτιαχνε ευκαιρίες για τους συμπαίκτες του με τα σλάλομ του, τα τρεξίματα και τις επιδέξιες πάσες του, επωμιζόταν το βάρος των γκολ. Έκανε χατ-τρικ κόντρα στις Κίλμαρνοκ και Μάδεργουελ και η φόρμα του συνέβαλε στο να κερδίσει η Ρέιντζερς σημαντικά εκτός έδρας παιχνίδια. Στην πρώτη σεζόν έλαβε τον τίτλο του «Παίκτη της Χρονιάς» στην Σκωτία, τίτλο που είχε λάβει άλλη μία φορά, με τη φανέλα της Τότεναμ, εκείνα τα τρία χρόνια μεταξύ 1988-1991, «τα καλύτερα χρόνια στην στην ποδοσφαιρική του πορεία», όπως έχει δηλώσει πολλές φορές και ο ίδιος. 

Αν και είχε ξεφύγει από τα νύχια της αβύσσου στην Ιταλία, όπου ο τοπικός Τύπος τον είχε βάλει στο στόχαστρο, η επιστροφή του σε φόρμα στη Σκωτία δεν ήταν χωρίς εμπόδια. Ο Walter Smith, προπονητής της Ρέιντζερς, ασχολιόταν όλο και περισσότερο με την εξάρτηση του Γκασκόιν με το αλκοόλ, ένα θέμα που θα συνέχιζε να τον ταλαιπωρεί για το υπόλοιπο της καριέρας του, αλλά και μετά από αυτή. Ήταν επίσης κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου που άρχισε να κάνει προκλητικές δηλώσεις για το ζήτημα της Ιρλανδίας, ξεχνώντας τις ισορροπίες που είχε κρατήσει μέχρι τότε, οδηγώντας τον IRA, τον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό, να προχωρήσει σε απειλές κατά της ζωής του και τους οπαδούς της Σέλτικ να τον μισήσουν πραγματικά και να τον βρίζουν στους δρόμους της Γλασκώβης. «Έχασε τον σεβασμό μας ως άνθρωπος πρωτίστως – κι αυτό δεν αλλάζει, υπέγραψε την καταδίκη του», έλεγαν σε δηλώσεις τους οπαδοί των Καθολικών σε τοπικά Μέσα. 


Με την φανέλα της Ρέιντζερς / AP Photo

Με την φανέλα της Ρέιντζερς

Ο Γκασκόιν έριξε κι άλλο λάδι στη φωτιά της κόντρας με τη Σέλτικ όταν, αφότου σκόραρε στο «Old Firm» το 1998, έσπευσε στο πέταλο των οργανωμένων και προσποιήθηκε ότι έπαιζε φλάουτο πανηγυρίζοντας και γελώντας προκλητικά, σε μία ενέργεια με αναφορά στο «Orange Order», την οργάνωση των σκληρών προτεσταντών του Ulster της Βορείου Ιρλανδίας, φανατικών της ένωσης με την Μεγάλη Βρετανία. Αμέσως μετά τη λήξη του ματς, η σκωτσέζικη ποδοσφαιρική ομοσπονδία του επέβαλε πρόστιμο 20.000 λιρών σε μια σεζόν που ήδη αποδεικνυόταν αποτυχημένη για την ομάδα, χωρίς τρόπαιο και με συνολικά πολύ μέτρια αγωνιστική εικόνα. Ο Γκασκόιν έφυγε άρον άρον για τη Μίντλεσμπρο εκείνο το καλοκαίρι και έκτοτε δεν κατάφερε να ορθοποδήσει και να ξαναπαίξει καλή μπάλα. Ήταν 31 ετών.  

«Η σχέση του Πολ Γκασκόιν με τα αντίπαλα δίχτυα ήταν εθιστική, ερωτική. Το ίδιο, αν όχι περισσότερο, ήταν και με το ποτό και τις ουσίες. Σε αυτή την μάχη, διαρκή κι άνιση -εξαιτίας του επιρρεπούς χαρακτήρα του- το ποτό ήταν αυτό που νικούσε στις περισσότερες των περιπτώσεων». Αυτά είπε ο Γκάρι Λίνεκερ, συμπαίκτης του σε εκείνη την τρομερή Τότεναμ στα τέλη της δεκαετίας του 1980. «Τον Gazza τον αγαπώ, όπως τον αγαπά και όλη η Αγγλία, παίκτες και οπαδοί, παρά το γεγονός ότι όταν έπαιζε ήταν παραξηγημένος. Τον αγαπούσαν όλοι, για να μην πω όλοι όσοι είδαν σε εκείνον ένα χαρακτήρα που δεν σταμάτησε ποτέ να παλεύει μέσα και έξω από το γήπεδο, σκορπώντας όμορφες ποδοσφαιρικές στιγμές κι άφθονο γέλιο – τόσο γέλιο που και τώρα που τον βλέπουμε σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση, θυμόμαστε τις όμορφες στιγμές και τις φάρσες του και γελάμε», θα προσθέσει ο Λίνεκερ.

Ακούστε το νέο επεισόδιο του podcast «Πελότα Λίμπρε»:

Exit mobile version