Από την Ισπανία και την Ελλάδα προς όλη την Ευρώπη: Ολοταχώς δεξιότερα κινούνται οι ψηφοφόροι
AP PHOTO MANU FERNANDEZ
EDITORIAL

Από την Ισπανία και την Ελλάδα προς όλη την Ευρώπη: Ολοταχώς δεξιότερα κινούνται οι ψηφοφόροι

SHARE THIS

Το εκλογικό σώμα σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη κινείται όλο και δεξιότερα, με τους πολιτικούς και ιδεολογικούς συσχετισμούς στην Ευρώπη να αλλάζουν σημαντικά.

«Παρότι οι εκλογές είχαν τοπικό και περιφερειακό χαρακτήρα, το νόημα της ψηφοφορίας μεταφέρει ένα μήνυμα που υπερβαίνει αυτό τον χαρακτήρα. Αυτός είναι και ο λόγος που, ως πρωθυπουργός και γενικός γραμματέας του PSOE, αναλαμβάνω προσωπικά την ευθύνη των αποτελεσμάτων», σημείωσε ο Ισπανός πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ σε τηλεοπτικό του μήνυμα προς τους Ισπανούς πολίτες το βράδυ της Κυριακής.

Ο Σάντσεθ ανέλαβε την ευθύνη της ήττας των σοσιαλιστών στις αυτοδιοικητικές εκλογές και προκήρυξε πρόωρες εκλογές, έξι μήνες νωρίτερα από τη συνταγματική πρόβλεψη, καλώντας τους πολίτες να αποφασίσουν την πολιτική κατεύθυνση και τις δυνάμεις που θέλουν στην κυβέρνηση. Πρόκειται για μία κίνηση ασυνήθιστη για τα δεδομένα της πολιτικής ζωής στην Ισπανία, με τον Σάντσεθ να επιχειρεί να σταματήσει το κύμα ανόδου της δεξιάς και της ακροδεξιάς, θέτοντας ένα ξεκάθαρο δίλημμα στην κοινωνία: Είτε ενίσχυση και κυριαρχία του προοδευτικού χώρου, είτε κυριαρχία της δεξιάς και ακροδεξιάς.

Το Λαϊκό Κόμμα του Αλβέρτο Νούνεθ Φέιχο κέρδισε 9 μονάδες παραπάνω στις προχθεσινές δημοτικές και περιφερειακές εκλογές κι από το 22,62% του 2019 έφτασε το 31,5% φέτος. Μία, αναμφίβολα, πολλή σημαντική ενίσχυση των ποσοστών του και της εκλογικής δύναμης του κόμματός του που το έφερε στην πρώτη θέση. Εντυπωσιακή, όσο κι ανησυχητική όμως είναι η άνοδος του ακροδεξιού Vox που διπλασίασε τη δύναμή του κι από 3,56% του 2019 απέσπασε το 7,18% των ψήφων, υπερδιπλασιάζοντας το ποσοστό του, ενώ σε εθνικό επίπεδο από το 0,2% στις εθνικές εκλογές του 2016 έφτασε στο 15,08% τον Νοέμβριο του 2019. Το κυβερνών Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα του Σάντσεθ έχασε λίγο πάνω από μία μονάδα (πήρε 28,11% έναντι 29,38% το 2019), διατηρώντας τις δυνάμεις του, ωστόσο τα άλλα δύο κόμματα της αριστεράς, οι Podemos και το νεοσύστατο Sumar, πήραν πολύ λιγότερες ψήφους απ’ότι προέβλεπαν οι δημοσκοπήσεις.

Αν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις των δημοσκοπήσεων για τις πρόωρες εκλογές, που είναι προγραμματισμένες για την 23η Ιουλίου, το Λαϊκό Κόμμα θα μπορούσε, διαμορφώνοντας συμμαχία με το Vox, να σχηματίσει κυβέρνηση πλειοψηφίας. Αυτή ακριβώς την επικίνδυνη για τα κοινωνικά συμφέροντα προοπτική προβάλλει ο Σάντσεθ ως προεκλογικό επιχείρημα προς τους κεντρώους ψηφοφόρους, τους οποίους θέλει να φέρει στο PSOE, «πατώντας» στην στρατηγική που ακολούθησε ο ομόλογός του στην Πορτογαλία, σοσιαλιστής πρωθυπουργός Αντόνιο Κόστα, ο οποίος εξασφάλισε την απόλυτη πλειοψηφία για το κόμμα του στο κοινοβούλιο, στις εκλογές του Ιανουαρίου 2022. Το ενδιαφέρον είναι, επίσης, ότι εν μέσω της προεκλογικής περιόδου, την 1η Ιουλίου, η Ισπανία αναλαμβάνει την εκ περιτροπής προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου, με βάση τις ισορροπίες και τους εκλογικούς συσχετισμούς όπως αποτυπώνονται μέχρι τώρα, η προεδρία μπορεί να ξεκινήσει με τον Σάντσεθ πρωθυπουργό και να καταλήξει στα χέρια του συντηρητικού Νούνεθ κάποιες εβδομάδες αργότερα.

Οι ισορροπίες στο πολιτικό σκηνικό της Ισπανίας ακολουθούν τις εξελίξεις στο σύνολο της αριστεράς και του προοδευτικού χώρου σε πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις σε πολλά άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Στη Σουηδία και στις εθνικές εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου, οι κυβερνώντες σοσιαλδημοκράτες βγήκαν εκτός κυβέρνησης και στη θέση τους βρίσκεται πλέον μία κυβέρνηση μειοψηφίας, με πρωθυπουργό τον Ουλφ Κρίστερσον, με εταίρους το συντηρητικό κόμμα των «Μετριοπαθών» και την ακροδεξιά παράταξη των Σουηδών Δημοκρατών του Τζίμι Άκεσον, η οποία για πρώτη φορά συγκέντρωσε ποσοστό άνω του 20%.

Αντίστοιχα στην Φινλανδία, στις εκλογές της 2ας Απριλίου 2023 οι κυβερνώντες Σοσιαλδημοκράτες (SDP) της απερχόμενης πρωθυπουργού Σάνα Μάριν βρέθηκαν στη τρίτη θέση πίσω από την κεντροδεξιά Εθνική Συμμαχία (NCP) του Πέτερι Όρπο και το ακροδεξιό κόμμα των Φινλανδών (Finns) της Ρίικα Πούρα.

Στα δικάς μας, στον ευρωπαϊκό Νότο, η Ιταλία διοικείται από ένα θολό σύνολο δεξιών κι ακροδεξιών δυνάμεων με επικεφαλής την Τζόρτζια Μελόνι, η οποία βλέπει τα ποσοστά της δημοτικότητάς της να ανεβαίνουν, ενώ και το κόμμα της, οι «Αδελφοί της Ιταλίας», σταθεροποιούνται δημοσκοπικά κοντά στο 29%- 30%, διατηρώντας περίπου ένα προβάδισμα 10% έναντι του Δημοκρατικού Κόμματος (PD) της Έλλη Σλάιν.

Στη Γαλλία, η Μαρίν Λεπέν και ο «Εθνικός Συναγερμός» (Rassemblement National) φαίνεται ότι αποτελούν την εναλλακτική λύση για την επόμενη μέρα στη μετά-Μακρόν εποχή, όντας η ισχυρότερη πολιτική δύναμη στην γαλλική Εθνοσυνέλευση, με τον συνασπισμό κομμάτων του Μελανσόν να χωλαίνει και να χάνει το παρεμβατικό του στίγμα. Νεοφασιστικά κόμματα σε όλα τα παραπάνω κράτη κι αλλού στην ήπειρο «ρετουσάρουν» την εικόνα τους σε μια προσπάθεια να απευθυνθούν σε ευρύτερα ακροατήρια και πολλές φορές τα καταφέρνουν, αυξάνοντας τα ποσοστά τους, μπαίνοντας στη Βουλή και στα τοπικά κοινοβούλια ή συμμετέχοντας σε κυβερνήσεις συνεργασίας.

Ποια είναι η απάντηση των προοδευτικών δυνάμεων απέναντι σε αυτή την μετατόπιση πολιτικής και ιδεολογικής ισχύος; Καμία προς το παρόν, με τους επικεφαλής δεξιών και συντηρητικών κομμάτων, όπως συμβαίνει και στην Ελλάδα με την ΝΔ, να υιοθετούν και να οικειοποιούνται τη ρητορική και τις πολιτικές της αριστεράς, τις οποίες στη συνέχεια, όταν εκλεγούν, πετούν στο καλάθι των αχρήστων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο κ. Μητσοτάκης, ο οποίος με συνέπεια υπογραμμίζει σε ομιλίες του ότι η ΝΔ είναι ο κύριος εκφραστής των προοδευτικών και λαϊκών δυνάμεων στη χώρα, όπως έκανε και στις εκλογές του 2019, τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ δίνει τη μάχη για να αποφύγει την περαιτέρω αποσύνθεσή του και οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις του χώρου είτε εποφθαλμιούν την καταβαράθρωσή του, είτε κοιτούν από απόσταση.

Την στρατηγική Μητσοτάκη, βγαλμένη από τα κιτάπια της αlt-right, ακολουθεί και η Μελόνι στην Ιταλία, η Λεπέν στη Γαλλία, ο Όρμπαν στην Ουγγαρία, ακόμα και ο Ερντογάν στην Τουρκία: Όλοι τους «λανσάρονται» ως γνήσιοι λαϊκοί εκφραστές των αιτημάτων των πολιτών, ως εκφραστές των προοδευτικών και λαϊκών αιτημάτων, ως θεματοφύλακες του κράτους δικαίου, των συμφερόντων των εργαζομένων και της ασφαλείας της κοινωνίας, ενώ στην πράξη κάνουν το ακριβώς αντίθετο, υπονομεύοντας κάθε πρόοδο στον τομέα της κοινωνικής ανάπτυξης, της εργασιακής αξιοπρέπειας και της προστασίας των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών.

Βιώνουμε μία εξαιρετικά δύσκολη συνθήκη και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, με τις ευρωεκλογές του 2024 να αποτελούν μία κρίσιμη ευκαιρία για τις προοδευτικές δυνάμεις για να ανασυνταχθούν και να αλλάξουν πολλά τόσο στην στρατηγική τους, όσο και στον τρόπο με το οποίο «διαβάζουν» και ερμηνεύουν τις ανάγκες και τις προκλήσεις της κοινωνίας. Οι δομικές αλλαγές στη στρατηγική και την οργάνωση των κομμάτων του προοδευτικού χώρου είναι κρίσιμες, είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητες για να μην παραδοθούν οι κοινωνίες στο σκοτάδι του αυταρχισμού και της βαθιάς οπισθοδρόμησης για τα επόμενα πολλά χρόνια. Σε αυτές τις αλλαγές δεν χωρούν συμβιβασμοί και υποχωρήσεις, αλλά καθαρές γραμμές και πρόσωπα που μπορούν να τις φέρουν σε πέρας και να τις υπηρετήσουν με συνέπεια και εργατικότητα.

Exit mobile version