Οι «υπεράνω υποψίας» και η ανάγκη υπεράσπισής τους
EUROPEAN UNION 2023 PHILIPPE BUISSIN
EDITORIAL

Οι «υπεράνω υποψίας» και η ανάγκη υπεράσπισής τους

SHARE THIS

Ένα τμήμα του σώματος των εκλογέων του ΣΥΡΙΖΑ που σπεύδει να στηρίξει τον ευρωβουλευτή με σχόλια όπως «του την φέρανε», είναι «όμορφος, πλούσιος, επιτυχημένος, τι ανάγκη έχει;», επί της ουσίας τροφοδοτεί κι αναπαράγει το victim blaming και δίνει πάσα σε συνηγόρους υπεράσπισης βιαστών και κακοποιητών, ακυρώνοντας τις καταγγελίες του θύματος ή των θυμάτων.

Τις τελευταίες ώρες βλέπουμε σειρά υποστηρικτικών σχολίων στα social media από υποψήφιους και φίλους της αξιωματικής αντιπολίτευσης προς το πρόσωπο του Αλέξη Γεωργούλη. Το είδαμε και με άλλα πρόσωπα στο πρόσφατο παρελθόν που βρέθηκαν ενώπιον της δικαιοσύνης, όπως ο Λιγνάδης και ο Φιλιππίδης για παράδειγμα, και κάπως έτσι άρχισε να δυναμώνει το κίνημα #MeToo στη χώρα μας και να συμμετέχει στη διαμόρφωση της δημόσιας συζήτησης, ώστε να αντικρούσει τέτοιες τοποθετήσεις και να στέκεται στο πλευρό των θυμάτων.

Για έναν περίεργο λόγο, στην περίπτωση Γεωργούλη δεν φαίνεται να υπάρχει ανάλογη ζέση για την υπεράσπιση του θύματος (ή των θυμάτων – αυτό αναμένεται να το μάθουμε το επόμενο διάστημα), με τη συζήτηση να ισορροπεί πάνω σε ένα εκκρεμές: από τη μία πλευρά η κυβέρνηση που θέλει όσο τίποτα άλλο να «πάρει εκδίκηση» από την αξιωματική αντιπολίτευση για πρόσωπα που βρέθηκαν ενώπιον της δικαιοσύνης τα οποία θεωρήθηκαν «δικά της», όπως ο Λιγνάδης, με την αντιπαράθεση να κινείται σε καθαρά μικροκομματικό/προεκλογικό επίπεδο, κι από την άλλη πλευρά ένα τμήμα του σώματος εκλογέων του ΣΥΡΙΖΑ που σπεύδει να στηρίξει τον ευρωβουλευτή με σχόλια όπως «του την φέρανε», είναι «όμορφος, πλούσιος, επιτυχημένος, τι ανάγκη έχει;», «τι ανάγκη είχε να δείρει, να βιάσει, να κακοποιήσει;».

Τέτοιες τοποθετήσεις, τέτοια απλοϊκά σχήματα και οι όποιες παραλλαγές τους εργαλειοποιούνται από συνηγόρους υπεράσπισης βιαστών και κακοποιητών, ακυρώνοντας τις καταγγελίες του θύματος ή των θυμάτων, οδηγούν σε victim blaming, τροφοδοτώντας σχεδόν συνωμοσιολογικές διαστάσεις στην υπόθεση. Μας φέρνουν επίσης -ως κοινωνία- ενώπιον της μυωπικής προσέγγισης που καλλιεργεί συνειδητά ή ασυνείδητα η υπεράσπιση της «κομματικότητας», της ηθικής προσήλωσης στο κόμμα, με κάθε κόστος. Ειδικά για κάποιους της αριστεράς ή όσους νομίζουν ότι είναι αριστεροί ή αυτοπροσδιορίζονται ως τέτοιοι, υπάρχει μία επικίνδυνη στρέβλωση ότι πίσω από κάθε τέτοια, μεμονομένη και καταδικαστέα πράξη εκλεγμένου στελέχους ή βουλευτή της αξιωματικής αντιπολίτευσης βρίσκεται η ανάγκη των πολιτικών αντιπάλων να πλήξουν το «ηθικό πλεονέκτημα» της αριστεράς.

Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, η άρνηση αποδοχής των αποκαλύψεων για τον Αλέξη Γεωργούλη δείχνει την έκδηλη δυσκολία κάποιου τμήματος των ψηφοφόρων ή στελεχών του κόμματος να αναγνωρίσουν ότι ένας «δικός τους» μπορεί να μην είναι καλός και δίκαιος και ότι όλη αυτή η ιστορία αποτελεί μία προσπάθεια του «συστήματος» να εμποδίσει τον ΣΥΡΙΖΑ να ξανακυβερνήσει, συκοφαντώντας στελέχη του.

Η αλήθεια ωστόσο είναι ότι αν πράγματι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καταφέρει να κυβερνήσει, δεν θα του φταίει (μόνο) ο Γεωργούλης, δεν θα του φταίει κανένα στέλεχος, βουλευτής ή ευρωβουλευτής μεμονωμένα. Η εκλογική συμπεριφορά είναι μία σύνθετη υπόθεση, διαμορφώνεται μέσα από μία σύνθετη διαδικασία – είναι επί της ουσίας μία μεγάλη αλυσίδα με πολλούς κρίκους που δεν καθορίζεται και δεν μεταλλάσσεται με τρόπο τόσο ρηχό και γρήγορο. Αν, πράγματι, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καταφέρει να κερδίσει τις εκλογές και να σχηματίσει κυβέρνηση, η ευθύνη θα είναι συλλογικά του κόμματος, της ηγεσίας, των στελεχών, όλου του μηχανισμού. Και η ήττα δεν θα ήταν απόρροια ενός γεγονότος, αλλά αποτέλεσμα σειράς αστοχιών στην πολιτική στρατηγική, τμήμα της οποίας είναι και το αξιακό πλαίσιο και οι κατευθυντήριες ιδεολογικές «γραμμές» που μπορεί να «ξεχειλώθηκαν» στο βάθος αυτής της τετραετίας.

Exit mobile version