Πέρασαν περίπου 15 χρόνια και πολλοί γύροι διαπραγματεύσεων μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου μέχρι να φτάσουμε χθες στο σημείο να υπογράψουν οι δύο πλευρές συμφωνία οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών.
Του Δημήτρη Ραπίδη
Η συμφωνία ωστόσο είναι τμηματική, αφορά δηλαδή τη μερική οριοθέτηση της ΑΟΖ, με πολλά «γκρίζα» σημεία που μένουν προς διερεύνηση. Η σπουδή της πολιτικής ηγεσίας να κλείσει τη συμφωνία με την Αίγυπτο, όπως επίσης και η σπουδή για να κλείσει αντίστοιχη συμφωνία πριν λίγο διάστημα με την Ιταλία, αντανακλά τον προβληματισμό, τη βιασύνη και νευρικότητα της δικής μας πλευράς απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα, στην κινητικότητα της Άγκυρας στο Αιγαίο και στο τουρκολιβυκό σύμφωνο. Η χθεσινή συμφωνία χρειαζόταν περαιτέρω χρόνο και διαπραγματεύσεις για να ολοκληρωθεί, ωστόσο επισπεύθηκε γιατί η Αθήνα νιώθει μια απειλή και επιχειρεί να «χτίσει» συμμαχίες. Συμμαχίες όμως που φαίνεται να μην έχουν γερές βάσεις, συμμαχίες που ίσως δεν εξυπηρετούν σε βάθος χρόνου το εθνικό συμφέρον, αλλά πρόσκαιρες συμμαχίες που λειτουργούν αντανακλαστικά απέναντι στην τουρκική κινητικότητα.
Στα εθνικά θέματα δεν χρειάζονται εξαλλοσύνες, φανατισμοί και εθνικιστικές κορώνες. Όπως δεν χρειάζονται και ανέξοδοι πατριωτισμοί. Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΙΝΑΛ, του ΚΚΕ και του ΜέΡΑ25 κινείται ακριβώς στη «γραμμή» της εποικοδομητικής κριτικής, στην παραγωγική αντιπολίτευση που χρειάζεται να έχει τόπος. Αντίθετα δηλαδή με το εμπόριο πατριωτισμού της ΝΔ ως αξιωματική αντιπολίτευση στο Μακεδονικό, που δίχασε βαθιά την κοινωνία.
Το περιεχόμενο της συμφωνίας Ελλάδας και Αιγύπτου θα έπρεπε να γνωστοποιηθεί πριν τη συμφωνία σε επίπεδο Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών, το οποίο η κυβέρνηση αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι. Μια συνάντηση των πολιτικών αρχηγών θα μπορούσε να έχει προετοιμάσει καλύτερα την κυβέρνηση, να λειτουργούσε δηλαδή θετικά και προσθετικά για τη στήριξη των εθνικών μας συμφερόντων. Θα μπορούσαν να είχαν τεθεί με σαφήνεια ζητήματα όπως η αρχή της μέσης γραμμής, που αξιοποιήθηκε στην αντίστοιχη συμφωνία Κύπρου και Αιγύπτου, και όχι η αρχή της αναλογικότητας όπως συνέβη στη δική μας περίπτωση. Θα μπορούσε επίσης η συμφωνία να είναι συνολική και όχι τμηματική, τα νησιά Ρόδος, Κάρπαθος και Κάσος να μην έχουν περιορισμένη επήρεια, όπως επίσης να μπουν και να κερδηθούν στη διαπραγμάτευση και επιμέρους ζητήματα που έχουν τεθεί και από την προηγούμενη κυβέρνηση, επί ημερών Νίκου Κοτζιά στο ΥΠΕΞ.
Μέσα στο σημερινό πλαίσιο συσχετισμών, η συμφωνία έχει θετικά, αλλά περισσότερα είναι τα αρνητικά. Έχει πολλές περισσότερες υποχωρήσεις, παρά αμοιβαία επωφελείς συμβιβασμούς. Η ενόχληση της Τουρκίας μπορεί να συγκαταλέγεται στα θετικά, υπό την έννοια ότι η Άγκυρα προβληματίζεται με την απόφαση της Αθήνας να επισπεύσει τη συμφωνία με την Αίγυπτο, ωστόσο θα πρέπει να αναζητηθούν και άλλα μονοπάτια ώστε στις διμερείς μας σχέσεις να μην υιοθετούμε τη στρατηγικά κοντόφθαλμη προσέγγιση και στρατηγική της «δράσης-αντίδρασης» και «θέσης-αντίθεσης», κινούμενοι ανάλογα με το πως η γείτονα Τουρκία επιλέγει να κινηθεί σε σχέση με την εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων.