Μεγάλες θυσίες στον βωμό μιας αβέβαιης ανάπτυξης
AP PHOTO ALEX BRANDON
ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Μεγάλες θυσίες στον βωμό μιας αβέβαιης ανάπτυξης

SHARE THIS

Τις προηγούμενες μέρες κυκλοφόρησε ανάμεσά μας η είδηση για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το βιβλιοπωλείο Αμόνι. Το μικροσκοπικό πορτοκαλί μαγαζί στην πάνω γωνία της πλατείας Μερκούρη, που την τελευταία 20ετία έχει προσθέσει το δικό του στίγμα στη γειτονιά, παιδί του ίσκιου της και πινελιά στον καμβά της.

Μου έρχονται ωραία λόγια γι’ αυτό το μαγαζί γιατί γνωρίζω τους ανθρώπους πίσω από αυτή την προσπάθεια, τη γονεϊκή αγάπη πίσω από τις αποφάσεις, το μεράκι πίσω από τις ιδέες. Είναι το μαγαζί του Γιάννη που ήμασταν μαζί στη Φλωρεντία το 2002, στη Χαλκιδική το 2003, διακοπές στη Σούγια το 2012.

Το ενδιαφέρον είναι ότι δεν πρόκειται για φίλους, δεν είναι φίλοι μου οι άνθρωποι που έχτισαν με τον ιδρώτα και την αγωνία τους αυτό το μαγαζί. Απλά είναι άνθρωποι με τους οποίους συναντηθήκαμε στα ίδια τοπόσημα της νιότης μας, αποκτήσαμε κοινές εμπειρίες, ήπιαμε τους καφέδες μας κάτω από τις ίδιες τέντες, μεθύσαμε πάνω στα ίδια σκαμπό, είδαμε ταινίες αριστουργήματα και ταινίες σκουπίδια στους ίδιους σινεμάδες, περπατήσαμε και τρέξαμε στις ίδιες μεγάλες στράτες, υπερασπιζόμενοι τις ιδέες και το δίκιο μας.

Αυτοί οι ίδιοι δρόμοι είναι που παραμορφώνονται τα τελευταία χρόνια κάτω από το βάρος μιας αμείλικτης ανάπτυξης, με τα τοπόσημα μας να χάνονται το ένα μετά το άλλο, λες και τα καταπίνει το οδόστρωμα, όπως κάποτε εκείνο το περίπτερο που το φαγε η Πανεπιστημίου.

Έχει πολλά κεφάλια αυτή η Λερναία Ύδρα της ανάπτυξης. Ο κινηματογράφος Όσκαρ στα Πατήσια, ας πούμε, έγινε σούπερ μάρκετ γιατί δεν έβγαζε πια τα λεφτά του, η αίθουσα άδειαζε αντί να γεμίζει. Το Ιντεάλ, ο Άστορ και η Ίριδα έχουν την κακοτυχία να βρίσκονται στο κέντρο της πόλης, στο κέντρο των εξελίξεων που θέλουν κόσμο να πηγαινοέρχεται από τα μήκη και τα πλάτη της γης χωρίς σκοπό. (Κάποιος εδώ θα αντιτείνει ότι η επαφή με άλλους τόπους και πολιτισμούς λειτουργεί ως αυτοσκοπός, δε χρειάζεται επεξήγηση, αλλά πλέον δε μιλάμε για κάτι τέτοιο. Η Ερμού είναι όλη μια πολύγλωσση βαβούρα και οι δρόμοι της Πλάκας πού και πού διάσπαρτοι με κάτι 55χρονους Γερμανούς αρχαιολάτρες, είδος υπό εξαφάνιση).

Κάτω από αυτά τα φρέσκα ζητούμενα, σχεδόν διατάχτηκε ο «εξευγενισμός» του κέντρου, που χρόνια προσπαθώ να καταλάβω τι το ευγενικό κουβαλάει. Κάποιοι, θυμάμαι, μιλάγανε για τον κίνδυνο χρόνια πριν, από τις εποχές που κάτι χαζοχαρούμενοι τύποι με ταμπούρλα και σφυρίχτρες έκαναν reclaim τους δρόμους του υποβαθμισμένου κέντρου. Βλέπανε πολύ μπροστά αυτοί οι τύποι -οι πρώτοι- και μπορούσαν να διακρίνουν τους άλλους που έβλεπαν επίσης μπροστά,προς άλλη κατεύθυνση, αυτούς που πάντα κάνουν την κρίση ευκαιρία και πίσω από τα έρμα τα πρεζάκια -που κάποια στιγμή εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας από τα γνωστά τους στέκια- και τη βρωμιά της πόλης, έβλεπαν μπίζνες, ξενοδοχεία και εναλλακτικούρα.

Όχι βέβαια ότι εξαλείφτηκε η βρωμιά. Μόνο στους τοξικομανείς, στους απόκληρους, τους ζητιάνους και τους άστεγους μπαίνει κάθε τόσο σκούπα. Η βρωμιά την πόλης, όχι μόνο παραμένει, αλλά με τα χρόνια αυγατίζει. Προσφάτως προστέθηκαν στα απορρίμματα και τα μπάζα από τα lego του διαδόχου. Καλά που υπάρχει και ο Μεγάλος Περίπατος, με τον σουρεαλισμό και την ιλαρότητά του, αλλά και τη αγανάκτηση που μας δημιουργεί και μας σώζει κάπως από τη μελαγχολία. Αυτό είναι το κυρίαρχο συναίσθημα, καθώς και μια ανημποριά ότι η κατάσταση θα συνεχίσει να γλιστράει μέσα από τα χέρια μας. Και δυστυχώς έχω την αίσθηση ότι αυτό το φίλινγκ κυριεύει, έστω και ηπιότερα, ανθρώπους αρκετά μικρότερους από όσους μαστίζονται από νοσταλγία.

Υπάρχει, όμως, ένα ακόμα συναίσθημα, κάτι που προσωπικά τουλάχιστον με προβληματίζει και με το παραπάνω. Υπάρχει κάπου μέσα μου ένας προβληματισμός, μια διχογνωμία, που πηγάζει από την ανάγκη κάθε προοδευτικού ανθρώπου να ταυτιστεί με το καινούργιο, την αλλαγή, την πρόοδο. Μήπως όσοι δυσανασχετούμε απέναντι σε αυτή την τεράστια κοσμογονία που σταδιακά αλλάζει το τοπίο της πόλης και των ζωών μας, γινόμαστε αυτόματα αντιδραστικοί και οπισθοδρομικοί; Μήπως υπάρχει κάτι θετικό σε όλο αυτό; Στο κάτω κάτω, η ανοικοδόμηση των δεκαετιών μετά τον πόλεμο άλλαξε τα φώτα στην πόλη, αλλά προσέφερε καλύτερες συνθήκες διαβίωσης σε εκατομμύρια ανθρώπους.

Ενίοτε το μυαλό μου καθαρίζει και απαντώ η ίδια στον εαυτό μου. Και στις δυο περιπτώσεις ο πυρήνας του προβλήματος είναι ο ίδιος, διαχρονικός και βαθύτατα ελληνικός: ο,τι γίνεται, δε βασίζεται σε κανένα οργανωμένο σχέδιο. Είναι όλα άρπα κόλλα, ή μάλλον άρπα όσα μπορείς. Όλα είναι απίστευτα ευκαιριακά και θα έβαζα το χέρι μου στη φωτιά ότι απ’ όλη αυτή τη φρενίτιδα, τη βαβούρα, την ρυπαρότητα, δεν θα προκύψει κανένα μακροπρόθεσμο κέρδος. Το μόνο που θα μείνει πίσω θα είναι μια κατεστραμμένη, στραγγισμένη πόλη με στραγγισμένους ανθρώπους.

Όχι, δεν είναι ούτε πρόοδος, ούτε αλλαγή αυτό που μας πετάει έξω από τα σπίτια μας, που κλείνει τα μαγαζιά μας, που εξαλείφει καθετί χαρακτηριστικό, σβήνοντας το παρελθόν και το μέλλον της πόλης και το δικό μας. Δεν είναι καν ανάπτυξη. Είναι μια ασύμμετρη απειλή.

Exit mobile version