Το σπίτι του συγγραφέα
UNSPLASH
ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ

Το σπίτι του συγγραφέα

SHARE THIS

Πριν αρκετούς μήνες, υπέπεσε στην αντίληψή μου μια δημοσίευση σε ένα γυναικείο ηλεκτρονικό περιοδικό με σχετικά μεγάλη επισκεψιμότητα, μια από αυτές τις σελίδες με τις υψηλές χορηγίες από το μοίρασμα της πίτας, που προκάλεσε και το δικό μου κλικ, πράγμα σπάνιο για κάποια που δεν έδειξε ποτέ ιδιαίτερη έφεση σε ξεφυλλίσματα χωρίς μελέτη. Ήταν ένα άρθρο για το πολυτελές διαμέρισμα ενός συγγραφέα και την υπέροχη -τω όντι- δουλειά που είχε επιτελέσει μια ομάδα αρχιτεκτόνων στην ανακαίνιση του σπιτιού.

Για να μη γίνομαι άδικη, το άρθρο σαν άρθρο γύρω από την αρχιτεκτονική και μια χαρά εξυπηρετούσε την ανάδειξη της εξέλιξης αυτής της τέχνης. Αλλά πώς να το κάνουμε, όταν ασχολείσαι έστω και με το σπίτι ενός συγγραφέα, η μπάλα παίρνει αναγκαστικά και τη λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα και τις συνθήκες μέσα στις οποίες ευδοκιμούν. Και από δίπλα ξεφυτρώνουν και ταξικές συνδηλώσεις, γιατί όπως έχουμε πολλάκις διαπιστώσει από αυτή τη στήλη όλα ταξικά είναι, ειδικά αν τα διαχειρίζεσαι ως τέτοια.

Ήταν αδύνατον να αποφύγω τέτοιες σκέψεις διαβάζοντας για το διαμέρισμα του Ψυχικού που “θα λάτρευε κάθε φανατικός της λογοτεχνίας”. Ο συγγραφέας ζήτησε από τους σχεδιαστές μια τεράστια βιβλιοθήκη για να χωρέσουν τα αμέτρητα βιβλία του, ενώ το καθιστικό “αναπτύσσεται μπροστά από τα μεγάλα ανοίγματα και το τζάκι, δημιουργώντας το ιδανικότερο καταφύγιο για ώρες ατελείωτης ανάγνωσης”. Στο βάθος, το βασίλειο του δημιουργού, ένας χώρος υπερυψωμένος ώστε να δίνεται “η απαραίτητη σημασία στο περιβάλλον όπου ένας συγγραφέας εξωτερικεύει την έμπνευσή του”. Τέλος, πολλά επιμέρους στοιχεία, όπως η μεγάλη τζαμαρία ώστε να μπαίνει ανεμπόδιστα το απαραίτητο για την όραση φως και ώστε “ο ιδιοκτήτης πλέον να απολαμβάνει τη θέα προς το πράσινο που περικλείει την πολυκατοικία”, καθώς και τα έπιπλα  που επιλέχθηκαν με γνώμονα όχι μόνο τις ανάγκες αλλά και την αισθητική, προσφέρουν το ιδανικό περιβάλλον συγγραφής, ένα πνευματικό εργαστήρι 90 τ.μ. που “θα λατρέψουν λογοτέχνες και βιβλιοφάγοι”.

Ο άνθρωπος που διαθέτει ένα τέτοιο σπίτι, χωρίς να γνωρίζω για ποιον πρόκειται, είναι σίγουρα ένας πολύ τυχερός άνθρωπος, η πολυτέλεια και η άνεση υποθέτω ότι δημιουργούν ιδανικές συνθήκες διαβίωσης.

Παράλληλα, όμως, είναι αδύνατον να μην αναρωτηθώ πώς τα κατάφεραν τόσοι και τόσοι θρυλικοί και ταπεινοί υπηρέτες του πνεύματος σε συνθήκες που ουδεμία σχέση είχαν με όσα περιγράφηκαν τόσο γλαφυρά παραπάνω. Αδύνατον να μη φέρω στο μυαλό την κλασική φωτογραφία του αγαπημένου μου Νίκου Καρούζου, χαμογελαστού κάτω από το παράθυρο του υπόγειου μονοκάμαρου με τους φουσκωμένους τοίχους και την ξεχαρβαλωμένη βιβλιοθήκη ακριβώς δίπλα, απιθωμένη όπως όπως στο πάτωμα. Τον Καββαδία να τον τρώει η αλμύρα, τον Βάρναλη η μίζερη ζωή του δασκάλου, τον Καρυωτάκη το ασφυκτικό περιβάλλον της επαρχίας και τα καταγώγια, την Πολυδούρη η αγωνία του σανατορίου. Σκέφτομαι όλο εκείνο το τεράστιο φυτώριο μεγάλων καλλιτεχνών που ξεφύτρωσαν στα νταμάρια της Μακρονήσου σαν πουρνάρια, αλλά και άλλους παλιότερους, που ξεπήδησαν μέσα από τις στάχτες του πολέμου και της καταστροφής. Τον Ντοστογιέφσκι να τρώει τα ελάχιστα του στον τζόγο, τον Μπουκόφσκι να κλέβει καλαμπόκια, τους αλήτες του Ντάρμα, φυγάδες σε βαγόνια, να κοιμούνται κάτω από γέφυρες, όλους όσοι άνοιξαν το μυαλό τους με δανεικά βιβλία από βιβλιοθήκες και φίλους ή ακόμα και κλέβοντας τα, υπερυψώθηκαν μόνο μέσα στις ψυχές του κοινού, έστω και μετά θάνατο, φωτίστηκαν και ζεστάθηκαν από τη φωτιά που έκαιγε μέσα τους, όλους τους φτωχούς και κουρελήδες μέ βαθουλωμένα μάτια, πού φτιαγμένοι ξενυχτούσαν καπνίζοντας στό υπερφυσικό σκοτάδι παγωμένων διαμερισμάτων*, που μεγαλούργησαν κάνοντας την απόγνωση τέχνη και την τέχνη απόγνωση.

Προς θεού, οι ανάγκες της ψυχής είναι ασύμβατες με τις δυνατότητες της τσέπης και αλίμονο αν δεν ήταν έτσι. Ο πόνος είναι πόνος και τα μεράκια, μεράκια και η χαρά, χαρά και έχουν υπάρξει ανά τους αιώνες πολύ ωραίοι τύποι με καλή και ευχάριστη ζωή που μας άφησαν προίκα ανεκτίμητη. Απλά υπάρχει μια παλιά όσο και η πάλη των τάξεων άποψη που θέλει τους φτωχούς ανίκανους να εκφράζονται, και, αν εκφράζονται, να μην πιάνουν στα χαλασμένα δόντια τους τις ευγενείς, ελευθέριες τέχνες. Που ταυτίζει την υψηλή λογοτεχνία με την καλλιέπεια και την καλλιέπεια με την υψηλή αισθητική και την υψηλή αισθητική με το ακριβοπληρωμένο και προσεγμένο life style. Μια λογική που έχει μείνει κολλημένη στα λογοτεχνικά σαλόνια των κυριών της υψηλής κοινωνίας και δεν έχει πάρει χαμπάρι τον εκδημοκρατισμό της Τέχνης.

H τέχνη της γραφής είναι συνάμα δημοκρατική και ολιγαρχική. Δημοκρατική γιατί είναι ανοιχτή σε όλους, χωρίς να κάνει καμιά είδους διάκριση και ολιγαρχική γιατί ελάχιστοι είναι αυτοί που θα κερδίσουν τη διαρκή και ανεξίτηλη στάμπα του ‘’συγγραφέα’’. Όποιο κι αν είναι το εγκώμιο που πλέκεται γύρω από το πρόσωπο του καθενός, μόνο ο χρόνος είναι ικανός να κρίνει, κύριε Μαλακάση, ποιος τελευταίος θα γελάσει.

*Από το ποίημα του Allen Ginsberg Ουρλιαχτό, μτφρ. Άρης Μπερλής

Exit mobile version