«Δεν είμαστε απειλή»: Τέσσερις ιστορίες προσφύγων που κυνηγούν το όνειρό τους και τα καταφέρνουν
ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ

«Δεν είμαστε απειλή»: Τέσσερις ιστορίες προσφύγων που κυνηγούν το όνειρό τους και τα καταφέρνουν

SHARE THIS

Στον ιταλικό Νότο έχουν βρει καταφύγιο και πεδίο δημιουργίας και προσωπικής ανάπτυξης πολλοί πρόσφυγες, με την Νάπολη να αποτελεί έναν από τους πλέον φιλόξενους τόπους.

Κομμάτια υφάσματος διαφόρων ζωηρών αποχρώσεων γεμίζουν το στούντιο στη Νάπολι της Ιταλίας, όπου ο Παμπόι Μπογιάνγκ και η τετραμελής ομάδα του εργάζονται αδιάλειπτα για να ράψουν μαζί 250 μαξιλάρια για τις παραγγελίες που έχουν για το Selfridges και το Paul Smith.

Ο Μπογιάνγκ, 29 ετών, είναι μεταξύ των χιλιάδων ανθρώπων που έχουν αποβιβαστεί στις ακτές της Ιταλίας την τελευταία δεκαετία. Έφυγε από τη δικτατορία στη Γκάμπια, είδε τη φρίκη στη Λιβύη και επέζησε από ένα επικίνδυνο ταξίδι στη Μεσόγειο. Βρήκε καταφύγιο στη νότια Ιταλία, σε μια πόλη της οποίας η ζεστή αγκαλιά έδωσε τη δυνατότητα στον ίδιο και σε άλλους πρόσφυγες να ευδοκιμήσουν παρά το απαράδεκτο σύστημα ασύλου της ΕΕ.

«Η πρώτη χρονιά ήταν δύσκολη και τη δεύτερη χρονιά, όταν γνώρισα περισσότερους ανθρώπους και έκανα φίλους που με νοιάζονταν, άρχισα να ερωτεύομαι τη Νάπολη» δήλωσε στον Guardian ο Μπογιάνγκ. «Έχω έμπνευση εδώ, μπορώ να δημιουργώ».

Η επιτυχία του είναι αξιοσημείωτη. Αναζητώντας κάτι να κάνει κατά τη διάρκεια του αυστηρού lockdown του κορωνοϊού στην Ιταλία την άνοιξη του 2020, άρχισε να ράβει. Λίγους μήνες αργότερα δημοσίευσε μια εικόνα από το πρώτο του χειροποίητο μαξιλάρι στο Instagram. Είχε άμεση επιτυχία, καθώς τα μηνύματα γέμιζαν το inbox, ακολούθησε η ίδρυση της επιχείρησής του, του «In Casa by Paboy».

Δειγματοληψία μαξιλαριών και υφασμάτων από τον Μπογιάνγκ

Σήμερα απασχολεί τρεις πρόσφυγες που δουλεύουν μαζί του φτιάχνοντας τα μαξιλάρια, τα οποία πωλούνται στα 160 ευρώ λιανική, απασχολώντας κι έναν νεαρό Ιταλό ως brand manager. «Δεν ήταν καθόλου αυτό που περίμενα. Το όνειρό μου τώρα είναι να αναπτύξω την εταιρεία και να απασχολήσω περισσότερους μετανάστες. Θέλω να δείξω στους ανθρώπους ότι έχουμε ταλέντο, έχουμε γνώσεις, φτιάχνουμε όμορφα πράγματα, δεν πρέπει να εργαζόμαστε μόνο σε αγροκτήματα και να είμαστε κακοπληρωμένοι».

Ο Μπογιάνγκ μεγάλωσε με τη γιαγιά του στη γενέτειρά του τη Σερεκούντα, όπου έμαθε να ράβει σε ηλικία 13 ετών, αφού τον έστειλε να δουλέψει στο ραφείο του θείου του. Έφηβος, όταν πέθανε η γιαγιά του, έφυγε για την Ευρώπη, διασχίζοντας πολλές χώρες πριν φτάσει στην Τρίπολη της Λιβύης, όπου ταλαιπωρήθηκε πολύ για 18 μήνες, βρισκόμενος πολλές φορές χωρίς φαγητό και νερό. «Κοιμήθηκα στο δρόμο, σε γκαράζ, κάτω από αυτοκίνητα… Η Λιβύη ήταν απαίσια, πέρασα πολλά εκεί» εξομολογείται.

Ο Μπογιάνγκ πλήρωσε τρεις φορές διακινητές για μια θέση σε ένα σκάφος για να φτάσει στην Ευρώπη. Στην τελευταία προσπάθεια, είδε επιβάτες να πυροβολούνται από τη λιβυκή ακτοφυλακή. «Μερικές φορές είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσω αυτό που έζησα στη Λιβύη, ήταν σαν ταινία. Δεν έχω ξαναδεί τέτοια απαίσια πράγματα στη ζωή μου. Δεν τους ένοιαζε ποιοι ήμασταν, ήταν σαν να ήμασταν ζώα» προσθέτει. Ο ίδιος βρισκόταν σε ένα γεμάτο σκάφος για σχεδόν δύο ημέρες πριν φτάσει στη Λαμπεντούζα της Σικελίας το 2015. Από εκεί πήρε το δρόμο για τη Νάπολη, όπου τον πρώτο χρόνο έμεινε σε ένα άθλιο, υπερπλήρες κέντρο προσφύγων στα προάστια της πόλης.

Αρχικά εργάστηκε σε ένα εργοστάσιο πλακιδίων, αλλά έχασε τη δουλειά του αφού ο ακροδεξιός Ματέο Σαλβίνι, ως υπουργός Εσωτερικών, θέσπισε νόμο που καταργούσε την άδεια ανθρωπιστικής προστασίας. Η διετής αυτή άδεια, η οποία δόθηκε σε όσους δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις για το καθεστώς του πρόσφυγα, αλλά για διάφορους λόγους δεν μπορούσαν να σταλούν πίσω στην πατρίδα τους, επέτρεψε στους ανθρώπους να βρουν δουλειά και να ταξιδέψουν σε άλλο κράτος της ΕΕ για έως και για 90 ημέρες. Η κίνηση του Σαλβίνι συνέπεσε με το κλείσιμο πολλών κέντρων προσφύγων σε όλη την Ιταλία, αφήνοντας χιλιάδες πρόσφυγες άστεγους.

Η ζωή του Μπογιάνγκ άρχισε να αλλάζει όταν συνάντησε τη Sophia Seymour, μια Βρετανίδα δημοσιογράφο και δημιουργό ντοκιμαντέρ, έξω από το Teranga, ένα νυχτερινό κέντρο διασκέδασης Afrobeat στη Νάπολη που διευθύνεται από μετανάστες. Η Seymour του πρόσφερε ένα δωμάτιο στο σπίτι της, του δάνεισε τη ραπτομηχανή της και τον ενθάρρυνε να δημιουργήσει. Τον καθοδήγησε στη δημιουργία μιας επιχείρησης, αν και ο Μπογιάνγκ περιμένει ακόμα την ανανέωση της άδειας εργασίας του και μια αντίστοιχη άδεια που ελπίζει ότι θα του επιτρέψει να διανέμει διεθνώς τα προϊόντα του.

«Κάθε βήμα του γραφειοκρατικού συστήματος μετανάστευσης δυσκολεύει τα πράγματα» δήλωσε η Seymour, η οποία σκηνοθέτησε ένα ντοκιμαντέρ που εξερευνά τις ελπίδες και τα όνειρα των αιτούντων άσυλο στη Νάπολη. «Η ταλαιπωρία ξεκινά από τη μακρά αναμονή για να επικυρωθούν τα έγγραφα, κάτι που οδηγεί πολλούς ανθρώπους σε ψυχολογικό και ψυχικό αδιέξοδο σε μια κρίσιμη φάση της ζωής τους. Χρειάζεσαι πολλούς ανθρώπους γύρω σου για να σε συμβουλεύουν και να σε καθοδηγήσουν. Όλα αυτά κοστίζουν χρήματα…Χρειάζεσαι επίσης τύχη και ανθρώπους που δεν θα σε εκμεταλλευτούν» προσθέτει η Seymour.

Το ντοκιμαντέρ της Sophia Seymour

Στη Νάπολη έχουν βρει καταφύγιο και πεδίο δημιουργίας και προσωπικής ανάπτυξης πολλοί πρόσφυγες. Ο Μοζέ Κεϊτά, 22 ετών από την Γκάμπια, με το συγκρότημά του Dozer Gang, του οποίου η μουσική έχει χιλιάδες ακροατές στο Spotify και στο YouTube, είδε την συμπάθεια των Ναπολιτάνων να αυξάνεται καθημερινά. Πολλοί τον σταματούν για να τον χαιρετήσουν, με τον ίδιο να εργάζεται ως μάγειρας για να τα βγάλει πέρα ​​ενώ το συγκρότημα ετοιμάζει τα επόμενα μουσικά βήματα. «Η μουσική ήταν πάντα το όνειρό μου. Οι στίχοι μου περιγράφουν πώς ζω, τα πράγματα που βλέπω και που οδεύει το σύστημα και ο κόσμος. Κάθε μέρα είναι μια διαφορετική ιστορία: κάποιες μέρες ξυπνάς νιώθοντας παγωμένος, άλλες νιώθεις άγχος» τονίζει.

Ο Κεϊτά με τον συνεργάτη του Ασού, από το συγκρότημα Dozer Gang

Ο Κεϊτά είναι ευγνώμων που βρίσκεται στη Νάπολη, μια πόλη όπου αισθάνεται ασφαλής ενώ μεγάλο μέρος της υπόλοιπης Ευρώπης αντιλαμβάνεται τους μετανάστες ως απειλή. Γνωρίζει, ωστόσο, πόσοι πολλοί έχουν πεθάνει προσπαθώντας να φτάσουν στην Ευρώπη ή παραμένουν εγκλωβισμένοι στο σύστημα ασύλου, αδυνατώντας να εργαστούν νόμιμα ή γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους εργοδότες. «Ήμασταν τυχεροί που τα καταφέραμε, αλλά δεν το καταφέρνουν όλοι όσοι έρχονται εδώ».

Ο Μαμέ Ντιαγέ, με καταγωγή από τη Σενεγάλη, ζει στη Νάπολη για περισσότερα από 12 χρόνια. Ως μουσικός παραγωγός βοηθά στην προώθηση μουσικών γκρουπ, όπως οι Dozer Gang και οι One Voice. «Δεν είναι εύκολο να ζεις από τη μουσική, οι περισσότεροι κάνουμε άλλες δουλειές» υπογράμμισε. «Αλλά στη Νάπολη οι περισσότεροι άνθρωποι είναι φιλόξενοι και έτσι ακόμα κι αν οι ευκαιρίες για εμάς είναι λίγες αν όχι σπάνιες, έχουμε αυτή την ηρεμία».

Ο Μαμέ Ντιαγέ

Ο Γιανκούμπα Φατί, 23 ετών, έφτασε στην Ιταλία με πλοίο το 2017 και κατάφερε να μπει στο πανεπιστήμιο και να σπουδάσει ιατρική, ωστόσο αντιμετώπισε προβλήματα με την υπηρεσία ασύλου και δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Δημιούργησε, ωστόσο, ένα διαδικτυακό σχολείο ξένων γλωσσών και τώρα διδάσκει αγγλικά σε ιδιωτικό σχολείο στη βόρεια Ιταλία, σπουδάζοντας παράλληλα βιοτεχνολογία. Είπε ότι ήταν τυχερός που βρήκε «τη σωστή χημεία» στη Νάπολη, συμπεριλαμβανομένου ενός Ιταλού δικηγόρου που τον βοήθησε να δημιουργήσει την επιχείρησή του.«Άλλοι πρόσφυγες θα έλεγαν το εντελώς αντίθετο, ότι διαφορετικές εικόνες από εμένα, πιο σκοτεινές» είπε, προσθέτοντας ότι «μερικοί είναι απλήρωτοι, δουλεύουν πολλές ώρες και οι εργοδότες τους φέρονται άσχημα».

«Ανοίξτε τις πόρτες, βοηθήστε αυτούς τους ανθρώπους, δώστε τους την ευκαιρία να αναδειχθούν. Θα μπορούσαν να βελτιώσουν την οικονομία σας – αυτοί οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να εργαστούν, είναι έτοιμοι να σπουδάσουν και να ενσωματωθούν στην κοινωνία, αλλά μπορούν να το κάνουν μόνο αν τους δώσετε την ευκαιρία» προσθέτει ο Φατί, με τον Μπογιάνγκ να σημειώνει ότι «Νομίζω ότι οι άνθρωποι πρέπει να ανοίξουν τα μάτια τους…Οι μετανάστες και οι πρόσφυγες δεν αποτελούν απειλή. Όλοι έχουμε στόχους, όνειρα, γνώσεις, είμαστε όλοι άνθρωποι. Ο κόσμος λέει ότι ερχόμαστε εδώ για να τους κλέψουμε τις δουλειές και τα πράγματά τους. Λέω να δώσουμε στους ανθρώπους μια ευκαιρία, να προσπαθήσουμε να τους βοηθήσουμε να μάθουν».

Exit mobile version