«Έμπαινε Γιούτσο!»: Όταν ο πολιτικός πρόσφυγας Νίκος Γιούτσος δίδασκε μπάλα και ήθος
ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ

«Έμπαινε Γιούτσο!»: Όταν ο πολιτικός πρόσφυγας Νίκος Γιούτσος δίδασκε μπάλα και ήθος

SHARE THIS

Στο νέο επεισόδιο του podcast της ROSA «Πελότα Λίμπρε» κάνουμε έναν ταξίδι στην ποδοσφαιρική πορεία του Νίκου Γιούτσου, στην προσφυγιά, την μπάλα, την υπερηχητική Ουγγαρία της δεκαετίας του 1950, τον Μπούκοβι και τον Γλέζο.

«Η πορεία του ξεκίνησε από ένα αντάρτικο χωριό στο πλευρό του Δημοκρατικού Στρατού (ΔΣΕ) και συνεχίστηκε με τα παιδικά του χρόνια στη σοσιαλιστική Ουγγαρία – μία πορεία δηλαδή παράλληλη με την κορυφαία στιγμή του ταξικού αγώνα στην Ελλάδα, τη συγκρότηση του ΔΣΕ και την τρίχρονη εποποιία του, καθώς και όσα ακολούθησαν για τους μαχητές του, τις οικογένειές τους και τους ανθρώπους γύρω από κομμουνιστικό κίνημα μετά το 1949».

Αυτά σημειώνει σε αφιέρωμά του η εφημερίδα «Ριζοσπάστης» για τον Νίκο Γιούτσο, ο οποίος «έφυγε» από τη ζωή την περασμένη Τρίτη σε ηλικία 81 ετών. Ο ίδιος αποτέλεσε μία από τις μεγαλύτερες μορφές στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, παρότι ακούγαμε ή διαβάζαμε ελάχιστα για τον ίδιο. Ταπεινός και μετριόφρων, φτιαγμένος από εκείνο το μέταλλο παικτών που αντέχουν στο χρόνο και δεν σπαταλώνται εδώ και εκεί, ο Νίκος Γιούτσος έβαλε τη δική του «σφραγίδα» στο ποδόσφαιρο της χώρας αγωνιζόμενος με τη φανέλα του Ολυμπιακού για μια δεκαετία, από το 1964 μέχρι το 1974, σε τέτοιο βαθμό που από το δικό του όνομα καθιερώθηκε το σλόγκαν «Έμπαινε Γιούτσο», εμπνευσμένο από τις «επελάσεις» του στους αγωνιστικούς χώρους της εποχής.


Ο Νίκος Γιούτσος το 1968 απέναντι στην ΑΕΚ / Eurokinissi

Ο Νίκος Γιούτσος το 1968 απέναντι στην ΑΕΚ

Ο ίδιος ένιωθε περηφάνια για τις ρίζες του και την καταγωγή του, αλλά και για το γεγονός ότι για πολλά χρόνια ήταν γνωστός με το όνομα Γιουτσόφ, παιδί πολιτικών προσφύγων στην Ουγγαρία. Ήξερε ότι αν δεν έπαιζε μπάλα, και μάλιστα αν δεν ήταν τέτοιος γκολτζής, δεν θα είχε τύχη σε μια Ελλάδα τυλιγμένη στο μίσος των μετεμφυλιακών παθών. Για την ακρίβεια, δεν θα πατούσε ποτέ ξανά το πόδι του σε ελληνικά χώματα.

Το ενδιαφέρον παραγόντων για ένταξη του Γιούτσου σε κάποια από τις μεγάλες ομάδες της πρωτεύουσας ξεκίνησε από την ελληνική πρεσβεία στη Βουδαπέστη. Στο κόλπο μπήκαν ο Μανώλης Γλέζος, ο Θεόδωρος Νικολαΐδης, εκδότης τότε της εφημερίδας «Φως των Σπορ», και ο Άρης Χρυσαφόπουλος, παλαίμαχος παίκτης του Ολυμπιακού, διεθνής με την εθνική Ελλάδας και μέλος της διοίκησης των Πειραιωτών, ο οποίος εκμεταλλεύεται μια γνωριμία που είχε με υψηλόβαθμο στέλεχος στην ιεραρχία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ουγγαρίας, από την εποχή που και οι δύο ήταν κρατούμενοι σε στρατόπεδο του Νταχάου στη Γερμανία.

Με τον  Χρυσαφόπουλου να στρώνει την κατάσταση, Γιούτσος και Ολυμπιακός ήρθαν σε συμφωνία, οι «ερυθρόλευκοι» του έβγαλαν διαβατήριο για να ταξιδέψει στην Ελλάδα και να υπογράψει, με τον αστικό μύθο εκείνης της εποχής να θέλει την ομάδα να χρησιμοποιεί για το διαβατήριο μια φωτογραφία του Γιούτσου κομμένη από ένα δημοσίευμα ουγγρικής εφημερίδας. Λίγο μετά την άφιξη του παίκτη στην Αθήνα, ο Χρυσαφόπουλος, πάντα μέσω της γνωριμίας του στην Ουγγαρία, καταφέρνει να φέρει και τον Μάρτον Μπούκοβι, με τον Ούγγρο προπονητή να φτάνει βράδυ στο αεροδρόμιο του Ελληνικού υπό τις επευφημίες 5.000 ερυθρόλευκων που τον υποδέχθηκαν μέσα σε φρενήρεις πανηγυρισμούς και συνθήματα ενθουσιασμού. Για την άφιξη του Μπούκοβι γράφτηκαν διθύραμβοι από την εφημερίδα «Αθλητική Ηχώ», και δικαίως, καθώς ο 62χρονος προπονητής κουβαλούσε μαζί του μία σπουδαία ποδοσφαιρική και προπονητική πορεία και μία πλούσια τροπαιοθήκη, με την εφημερίδα να προσθέτει εμφατικά στο δημοσίευμά της ότι «Ο Μπούκοβι ήλθε τη νύχτα και υπήρξε πρωτοφανής αποθέωσις του λαού».

Ο Μάρτον Μπούκοβι, ο εμβληματικός Ούγγρος προπονητής του Ολυμπιακού την διετία 1965-67.

Το πρώτο πρωτάθλημα με τον Μπούκοβι στο πάγκο ήρθε δύσκολα, παρότι στην πρεμιέρα ο Ολυμπιακός ξεκίνησε φουριόζος, «σκορπώντας» με 5-0 τον συμπολίτη Εθνικό. Παναθηναϊκός και ΑΕΚ κυνηγούσαν κατά πόδας και την 28η αγωνιστική κόντρα στον Πανσερραϊκό, ο Ολυμπιακός προηγήθηκε γρήγορα με γκολ του Γιώργου Σιδέρη, όμως οι Σερραίοι θα ισοφαρίσουν στο 19’ με τον Μπιτζίδη. Επί 70 λεπτά ο Ολυμπιακός «βομβάρδιζε» την εστία του αντιπάλου και ο Νίκος Γιούτσος έδωσε τη νίκη στις καθυστερήσεις. Στο προτελευταίο ματς συνέτριψε με 5-0 τα Τρίκαλα, σε μια ιστορική εκδρομή 20.000 οπαδών που κοιμήθηκαν στους αγρούς και στις όχθες του ποταμού Ληθαίου. Το επισφράγισμα στην κατάκτηση του πρωταθλήματος ήρθε στην τελευταία αγωνιστική, με το 3-0 επί του Απόλλωνα Αθηνών, και τους Πειραιώτες να φτάνουν έτσι στο πρώτο τίτλο τους στην Α’ Εθνική έπειτα από έξι ολόκληρα χρόνια, στο πρώτο πρωτάθλημα για τον Γιούτσο και τον Μπούκοβι, με τον πρόεδρο Ανδριανόπουλο να κατεβαίνει κάτω και να σπάει ένα κόκκινο αυγό με τον Ούγγρο προπονητή για να σηματοδοτήσει την… ανάσταση του Ολυμπιακού. Ήταν 18 Ιουνίου 1966. Το γλέντι της κατάκτησης του πρωταθλήματος έγινε στο μαγαζί του Γιώργου Ζαμπέτα και με προτροπή του Θεόδωρου Νικολαΐδη, ο Ζαμπέτας να παίζει συνεχώς το σουξέ της εποχής «πάει, πάει, πάει και δεν γυρίζει πια», για να πικάρουν τους Παναθηναϊκούς που είχαν χάσει το πρωτάθλημα.

«Είμαι ο πιο ήρεμος ποδοσφαιριστής του κόσμου. Ολοι οι αντίπαλοί μου με βρίζουν χυδαία, αλλά εγώ κατορθώνω να συγκρατώ τα νεύρα και την αγανάκτησή μου. Πάντως πικραίνομαι γιατί ακούω να μου λένε πολλές απαράδεκτες χυδαιότητες, όπως “Παλιοκομμουνιστή, σήμερα θα πεθάνεις” και κάτι άλλες βρωμιές που ντρέπομαι να τις πω. Βέβαια, πολλοί παίκτες προσπαθούν με κάθε τρόπο να εκνευρίσουν τους αντιπάλους τους, αλλά δεν νομίζω ότι αυτό που συμβαίνει με μένα έχει προηγούμενο. Σε κάθε παιχνίδι ακούω φοβερά πράγματα. Πάντως, τους προειδοποιώ όλους: Ας λένε ό,τι θέλουν! Δεν πρόκειται να με νευριάσουν!», είχε δηλώσει σε μία από τις συνεντεύξεις του. Ο ίδιος δεν άφησε ποτέ τον Πειραιά μετά την αποχώρηση από την ενεργό δράση, μπήκε σε ψηφοδέλτια χωρίς φανφάρες, στήριξε τον Παναγιώτη Φασούλα για τη δημαρχία του λιμανιού το 2006 και τον Χρήστο Σαλαλέ στο Κερατσίνι, ταπεινός και πάντοτε γλυκομίλητος, κοντά στο ποδόσφαιρο και στα παιδιά που αγαπούν την μπάλα.

Ακούστε το νέο επεισόδιο του podcast «Πελότα Λίμπρε»:

Exit mobile version