Μουντιάλ Κατάρ: Άλλοτε μας απασχολούν κι άλλοτε όχι τα ανθρώπινα δικαιώματα;
AP PHOTO AMRAN JEBREILI
ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ

Μουντιάλ Κατάρ: Άλλοτε μας απασχολούν κι άλλοτε όχι τα ανθρώπινα δικαιώματα;

SHARE THIS

Η κάλυψη του Παγκοσμίου Κυπέλλου από τα ΜΜΕ ανέδειξε τις φρικτές συνθήκες εργασίας των μεταναστών εργατών. Πρέπει να συμπεριλάβουμε όμως στην ανάλυσή μας και το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, όπως θα έλεγε και η φιλόσοφος Hannah Arendt, που ανάγκασε χιλιάδες ανθρώπους να δουλέψουν στο Κατάρ έναντι πινακίου φακής για να δούμε τη συνολική εικόνα.

Η υπερβολή, η απληστία, η άγρια ιδιοτέλεια και οι έντονες ανισότητες είναι οι κατευθυντήριες αρχές του ποδοσφαίρου που προωθεί η FIFA. Αυταρχικά κράτη κι εμιράτα «μεθυσμένα» από τα οφέλη του ορυκτού κεφαλαίου χρησιμοποιούν το άθλημα ως πιόνι στο γεωπολιτικό τους παιχνίδι, με παίκτες να εμπορεύονται άχρηστα και ηθικά διεφθαρμένα προϊόντα προς τα εκατομμύρια των οπαδών τους.

Μπροστά σε αυτό το καταθλιπτικό σκηνικό, ήταν ενθαρρυντικό ότι είδαμε σημαντικό μέρος του οπαδικού κινήματος, αρκετές επαγγελματικές και ερασιτεχνικές ποδοσφαιρικές ενώσεις και διεθνείς παίκτες να παίρνουν θέση για τα ανθρώπινα δικαιώματα κατά την προετοιμασία για το Παγκόσμιο Κύπελλο στο Κατάρ. Κανείς δεν μπορεί να πει σήμερα ότι δεν ξέρει. Κανείς δεν μπορεί να παρακολουθήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο χωρίς να γνωρίζει για την απελπιστική κατάσταση των μεταναστών εργατών, τις χιλιάδες των θανάτων αθώων ανθρώπων για ένα μεροκάματο, την καταπίεση των γυναικών στην καθημερινή ζωή, την καταστολή της ελευθερίας του Τύπου και τις διώξεις των ΛΟΑΤΚΙ+ από την ηγεσία του εμιράτου.

Η FIFA, βέβαια, θα προτιμούσε να επικεντρωθούμε όλοι στο παιχνίδι, όπως τόνισε και ο Τζιάνι Ινφαντίνο, σαν το ποδόσφαιρο να είναι αποκομμένο από τις μηχανορραφίες του παγκόσμιου καπιταλισμού και τις συνέπειές του. Το ανώτατο διοικητικό όργανο του ποδοσφαίρου έχει δικαίως κατακεραυνωθεί για την προσπάθειά του να εμποδίσει τις ενώσεις, τους παίκτες και τους φιλάθλους να εκφράσουν τη γνώμη τους σχετικά με τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Κατάρ. Αλλά ένα πιο δύσκολο ερώτημα παραμονεύει στο παρασκήνιο: Τι σημαίνει πραγματικά η διατύπωση «ανθρώπινα δικαιώματα για όλους»;

Τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν μία, θα λέγαμε, «αμφισβητούμενη» και περίπλοκη ιστορία. Στο θεμελιώδες βιβλίο της «The Origins of Totalitarianism» (Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού) του 1951, η φιλόσοφος Hannah Arendt εντόπισε αυτό που ονόμασε «δικαίωμα στο να έχεις δικαιώματα», το οποίο, στο πλαίσιο των εβραϊκών διώξεων κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, προέκυψε μόνο όταν ξαφνικά εμφανίστηκαν εκατομμύρια άνθρωποι που είχαν χάσει και δεν μπορούσαν να ανακτήσουν αυτά τα δικαιώματα λόγω της νέας παγκόσμιας πολιτικής κατάστασης. Η Arendt είχε προσωπική εμπειρία κι είχε βιώσει στο πετσί της, όπως και εκατομμύρια άλλοι, τι σημαίνει να είσαι στερημένη δικαιωμάτων. Ως Εβραία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Γερμανία και να μεταβεί στο Παρίσι το 1933. Μετά τη ναζιστική εισβολή στη Γαλλία το 1940, κατάφερε να ξεφύγει στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου της δόθηκε η αμερικανική υπηκοότητα το 1951. Η άποψή της σχετικά με το «δικαίωμα να έχει κανείς δικαιώματα» ήταν ότι για να έχει πραγματικά ένας άνθρωπος ανθρώπινα δικαιώματα, να είναι «entitled» όπως με ακρίβεια γράφει, πρέπει να ανήκει σε κάποιου είδους πολιτική κοινότητα, να έχει δηλαδή τουλάχιστον την ιθαγένεια ενός κράτους. Το να είσαι απλώς ένας άνθρωπος δεν αρκεί από μόνο του για να σου εξασφαλίσει ότι έχεις δικαιώματα και πρόσβαση σε δικαιώματα, ότι μπορείς να τα επικαλεστείς για να προστατευτείς.

Η ανατριχιαστική αλήθεια του ισχυρισμού της Arendt είναι εμφανής σήμερα, ιδίως στα σύνορα των εθνικών κρατών, όπου όσοι διασχίζουν επικίνδυνα τις θάλασσες ή επικίνδυνες παραμεθόριες περιοχές θεωρούνται πολλές φορές «στερημένοι δικαιωμάτων», σε limbo, και συνεπώς αναλώσιμοι κι απελάσιμοι κατά βούληση από τις αρχές. Συνήθως, είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι που έχουν απεγνωσμένη ανάγκη από δικαιώματα και στερούνται το ίδιο το δικαίωμα να έχουν δικαιώματα. Αναμφισβήτητα, πολλοί από τους αδικημένους ανθρώπους που αναζητούν ένα καλύτερο αύριο έχουν εργαστεί στα εργοτάξια των γηπέδων στο Κατάρ όλα αυτά τα χρόνια.

Η Arendt σημειώνει ότι η έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν είναι τόσο απλή όσο θέλουμε, καλοπροαίρετα, να την παρουσιάζουμε και ότι οι τρόποι με τους οποίους χρησιμοποιούμε σήμερα τη γλώσσα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι ιστορικά εξαρτημένοι, έχουν δηλαδή αναπτυχθεί μέσα σε ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο. Τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι «τυλιγμένα» με ιδεολογικούς και πολιτικούς αγώνες του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα κι έχουν αναπτυχθεί στους κόλπους συλλογικών και ατομικιστικών κοσμοθεωριών, κοινωνικής πρόνοιας και ελευθερίας της αγοράς, σοσιαλδημοκρατίας και νεοφιλελευθερισμού. Η Arendt, ωστόσο, προσθέτει και κάτι ακόμα κρίσιμο, ότι ακόμα και εμείς οι ίδιοι ως πολιτικά υποκείμενα, διαχωρίζουμε και ταξινομούμε τα ανθρώπινα δικαιώματα ακόμα και ακούσια, χωρίς να το θέλουμε πολλές φορές ή επειδή αντιλαμβανόμαστε μία ματαιότητα στην προσπάθεια στήριξής τους. Άλλοτε, δηλαδή, μας αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και κινητοποιούμαστε μαζικά και παίρνουμε πρωτοβουλίες, όπως στην περίπτωση του Κατάρ, άλλοτε τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν μας αφορούν και τόσο κι επιλέγουμε να μην κινητοποιηθούμε τόσο μαζικά, όπως στο προσφυγικό για παράδειγμα ή το ζήτημα της αστεγίας, όπου βλέπουμε τι ακριβώς συμβαίνει, πονάμε και θλιβόμαστε, αλλά στην πράξη δεν κάνουμε κάτι.

Η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΟΔΑΔ) υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών το 1948, μετά τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η μη δεσμευτική Διακήρυξη ξεκίνησε αναγνωρίζοντας ότι «η εγγενής αξιοπρέπεια και τα ίσα και αναφαίρετα δικαιώματα όλων των μελών της ανθρώπινης οικογένειας αποτελούν το θεμέλιο της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ειρήνης στον κόσμο». Η ΟΔΔΑ καθόρισε τα γενικά πρότυπα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Για πρώτη φορά αυτά περιλάμβαναν οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στη στέγαση, την τροφή και την εκπαίδευση. Η συμπερίληψη αυτών των δικαιωμάτων στην Διακήρυξη όχι μόνο υποδήλωνε την έμφαση στην κοινωνική πρόνοια στον απόηχο της «Μεγάλης Ύφεσης» και του πολέμου, αλλά αντανακλούσε επίσης τη δύναμη και τη δυναμική των εργατικών κινημάτων στα μέσα του εικοστού αιώνα.

Τις επόμενες δύο δεκαετίες, οι διεθνείς επιτροπές που ασχολήθηκαν με το μέγα αυτό θέμα κατάφεραν να μετατρέψουν αυτά τα πρότυπα σε δεσμευτικές υποχρεώσεις, ενώ η σύνθεση των ίδιων των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) μεταβλήθηκε ραγδαία ως αποτέλεσμα της αποαποικιοποίησης. Στη συνέχεια, τα ανθρώπινα δικαιώματα χωρίστηκαν σε δύο ξεχωριστά Σύμφωνα, τα οποία υπογράφηκαν τον Δεκέμβριο του 1966, το ένα για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και το άλλο για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα. Με την ένταξη των νέων μετα-αποικιακών κρατών στον ΟΗΕ, ήταν σημαντικό και τα δύο Σύμφωνα να αναγνωρίζουν το δικαίωμα όλων των λαών στην αυτοδιάθεση.

Το διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα ασχολήθηκε με αυτό που μπορούμε σε γενικές γραμμές να περιγράψουμε ως «ατομικά δικαιώματα» – για παράδειγμα, την ελευθερία από τα βασανιστήρια και τη δουλεία, την ελευθερία της έκφρασης, το δικαίωμα νομικής εκπροσώπησης ενώπιον του νόμου και την ελευθερία της μετακίνησης, της σκέψης και του λόγου. Αυτά ήταν σε μεγάλο βαθμό δικαιώματα που θα μπορούσαν να διασφαλιστούν μέσω νομικών πλαισίων και μπορούσαν να λάβουν οικουμενικές διαστάσεις, πέρα από τα εθνικά σύνορα.

Το διεθνές Σύμφωνο για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα επικεντρώθηκε σε συλλογικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στη δωρεάν εκπαίδευση και την υγειονομική περίθαλψη, στην ένταξη σε εργατικά συνδικάτα, και στην κοινωνική ασφάλιση, στην αμειβόμενη γονική άδεια και στον ορισμό ενός επαρκούς βιοτικού επιπέδου. Η επιβολή αυτών των δικαιωμάτων απαιτούσε από τις κυβερνήσεις να παρεμβαίνουν στην ελεύθερη αγορά για να κατανέμουν τους πόρους με δίκαιους και ισότιμους τρόπους. Εξαιτίας αυτής της απαίτησης, τα δικαιώματα αυτά ήταν πολύ περισσότερο υποκείμενα σε πολιτικές κατευθύνσεις της εκάστοτε κυβέρνησης κάθε κράτους σε σύγκριση με τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Αξίζει να σημειωθεί ότι, στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν επικύρωσαν το διεθνές Σύμφωνο για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα και εξακολουθούν να μην το έχουν επικυρώσει μέχρι σήμερα.

Οι εκκλήσεις για τον τερματισμό των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Κατάρ επικεντρώνονται στις περιπτώσεις καταστολής χωρίς να εξετάζουν τις διαρθρωτικές αιτίες αυτής της καταστολής. Υπάρχει πολύ λιγότερη συζήτηση στα μέσα ενημέρωσης, για παράδειγμα, για το παγκόσμιο κεφάλαιο και το εργατικό δυναμικό που απαιτεί και διεκδικεί ένα ασφαλές εργασιακό περιβάλλον και βιοτικό επίπεδο. Το πρόβλημα, δηλαδή, δεν είναι μόνο η κατασταλτική φύση του εμιράτου του Κατάρ, αλλά ο τρόπος με τον οποίο το παγκόσμιο κεφάλαιο οργανώνει και εκμεταλλεύεται την εργασία.

Αυτό μας φέρνει σε ένα ευρύτερο σημείο σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα που μας οδηγεί πέρα από το πλαίσιο του Κατάρ και του φετινού Παγκοσμίου Κυπέλλου. Δεν μπορούμε να ασκήσουμε αποτελεσματική κριτική και να αντιμετωπίσουμε τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων χωρίς να απαιτήσουμε ένα ριζικό, οικονομικό και κοινωνικό μετασχηματισμό των κοινωνιών μας. Η ιστορία του διαχωρισμού των πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων από τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα – ή, πιο χονδροειδώς, των ατομικών δικαιωμάτων από τα συλλογικά δικαιώματα – είναι θεμελιώδης για τη λειτουργία των σύγχρονων καπιταλιστικών δημοκρατιών. Χρήσιμο να το έχουμε κατά νου και για τη  συζήτηση και τις πρωτοβουλίες που θα ακολουθήσουν μετά το πέρας του Παγκοσμίου Κυπέλλου.

Exit mobile version