Το γέλιο, η χαρά και ο πόνος του Μανέ Γκαρίντσα
AP PHOTO
ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ

Το γέλιο, η χαρά και ο πόνος του Μανέ Γκαρίντσα

SHARE THIS

Ο Μανέ, όπως και εκατομμύρια άλλοι Βραζιλιάνοι, προσπαθούσαν να βγάλουν τα προς το ζην. Ο ίδιος είχε τα μαγικά του πόδια, που αποτέλεσαν ευχή και κατάρα.

Πατέρας 14 παιδιών με 5 διαφορετικές γυναίκες, ερωτύλος και μικροαπατωνίσκος, με μια επώδυνη ιδιαιτερότητα στα γόνατά του, αλλά και μια αέρινη πατημασιά μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Μια μέρα πέρασε πάνω από τον πατέρα του με το αυτοκίνητο ενώ οδηγούσε πιωμένος, με πολλές ιστορίες να έχουν «ντύσει» το προφίλ του Μανουέλ Φρανσίσκο ντος Σάντος, γνωστού ως Γκαρίντσα και γνωστότερου στη Λατινική Αμερική ως Μανέ Γκαρίντσα – «τρελόπουλο» δηλαδή, καθώς «Γκαρίντσα» σημαίνει «μικρό πουλί» στα πορτογαλικά.

Γεννήθηκε στο Πάου Γκράντε, ένα χωριό έξω από το Ρίο ντε Τζανέιρο, εκεί όπου ξεκίνησε η πρώτη βιοτεχνία της América Fabril. Δούλεψε για κάποια χρόνια για να βγάνει το μεροκάματο, έπαιξε μπάλα στις αλάνες με τους συναδέλφους και τους συντοπίτες του, πριν θαμπωθεί από τα προσόντα του η Μποταφόγκο. Ο ίδιος έστειλε τους συμπατριώτες του στον έβδομο ουρανό με την κατάκτηση του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1958, φτάνοντας στο απόγειό του τέσσερα χρόνια αργότερα, επαναλαμβάνοντας τον ίδιο θρίαμβο. Μετά το 1962 άρχισε σταδιακά να παίρνει την κάτω βόλτα, βυθισμένος στο ποτό για να ανταπεξέλθει στους αβάσταχτους πόνους στο κορμί και τα πόδια του.

Το Brasilidade, η νέα τάξη και ταυτότητα που ήθελε να επιβάλλει ο Γετούλιο Βάργκας τη δεκαετία του 1930, με το ποδόσφαιρο και τη λαϊκή κουλτούρα να μπαίνουν στο επίκεντρο, αποτέλεσαν το περιβάλλον μέσα στο οποίο γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Μανέ. Το «Νέο Κράτος», το Estado Novo της Βραζιλίας, ήταν το εθνικιστικό αφήγημα του καθεστώτος, με την υπηρεσία προπαγάνδας να δουλεύει σαν καλοκουρδισμένη μηχανή,  να θέτει εκτός νόμου το κομμουνιστικό κόμμα και τη λογοκρισία να κορυφώνεται.

Ο Μανέ, όπως και εκατομμύρια άλλοι Βραζιλιάνοι, προσπαθούσαν να βγάλουν τα προς το ζην. Ο ίδιος είχε τα μαγικά του πόδια, που αποτέλεσαν ευχή και κατάρα. Τον αποκαλούσαν «Χαρά του Λαού» (Alegria do Povo) αλλά και «Άγγελο με τα Λυγισμένα Πόδια» (Anjo de Pernas Tortas), όταν πια το ποδοσφαιρικό κατεστημένο στη χώρα άρχισε να τον βάζει στο μικροσκόπιο. Από φτωχή, εργατική οικογένεια, ο Γκαρίντσα δούλευε από μικρός όπου έβρισκε, με την παραμορφωμένη σπονδυλική του στήλη, το δεξί του πόδι να κλίνει προς τα δεξιά και το αριστερό προς τα μέσα να ταλαιπωρούν την καθημερινότητά του. Κανείς δεν περίμενε ότι αυτός ο άνθρωπος θα γίνει ένας από τους μεγαλύτερους ντριμπλέρ όλων των εποχών, ξεπερνώντας τα ανθρώπινα όρια και αψηφώντας για αρκετά χρόνια του νόμους της ανατομίας. Απορρίφθηκε από πολλούς συλλόγους, στην αρχή τον πίστευαν μόνο οι φίλοι του που έπαιζαν μπάλα στην πλατεία της γειτονιάς, μέχρι να έρθει η Μποταφόγκο το 1953 και να του ζητήσει να δοκιμαστεί. Ήταν ήδη παντρεμένος και γονιός στα 20 του όταν σε μια από τις πρώτες προπονήσεις κλήθηκε να παίξει από την πλευρά του Νίλτον Σάντος, του κορυφαίου τότε αμυντικού μπακ της Εθνικής Βραζιλίας, τον οποίο ζάλισε με τις πιρουέτες του. Ο μύθος θέλει τον Σάντος αμέσως μετά την προπόνηση να σπεύδει στη διοίκηση και να ζητά να υπογράψει άμεσα τον Γκαρίντσα ώστε να μην χρειάζεται να παίζει εναντίον του σε ματς του πρωταθλήματος.

Οι φίλοι της ομάδας τον λάτρεψαν από την πρώτη στιγμή, αφού έκανε συνεχώς τα «δικά του», όχι για να ταπεινώσει τους αμυντικούς, αλλά για να διασκεδάσει το κοινό, έχοντας αυτό το αιώνιο χαμόγελο στο πρόσωπό του. Μετά γυρνούσε σπίτι, έπαιζε πάλι μπάλα με τα παιδιά και φίλους της περιοχής, κατέβαζε 1-2 μπουκάλια cachaça, κάπνιζε δύο πακέτα και «χανόταν» στον κόσμο του. Μια καθημερινότητα την οποία απολάμβανε, επιβαρύνοντας ωστόσο γοργά την υγεία του.

Μέσα σε λίγο διάστημα, στα καλά, πρώτα του χρόνια, κατάφερε να κάνει την Μποταφόγκο έναν από τους καλύτερους συλλόγους στη Βραζιλία, «φουντώνοντας» τη μάχη και τα ντέρμπι με τις συμπολίτισσες Φλουμινένσε και Φλαμένγκο. Με τον 17χρονο τότε Πελέ έκαναν το ντεμπούτο τους στην εθνική Βραζιλίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958 στη φάση των ομίλων απέναντι στην ΕΣΣΔ, σε ένα παιχνίδι που για πολλούς άλλαξε για πάντα το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο. Η ποδοσφαιρική ιδιοφυία αυτών των δύο παικτών φάνηκε ήδη μέσα στα πρώτα λεπτά με απανωτές φάσεις μπροστά από την εστία του Λεβ Γιασίν, τους Σοβιετικούς σαστισμένους να βλέπουν την μπάλα να είναι κολλημένη στα πόδια των αντιπάλων τους και να μην ξέρουν τι να κάνουν. Ήταν επίσης το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο που καλύφτηκε τηλεοπτικά, οπότε η απόδοση των παικτών εκείνης της ακαταμάχητης Βραζιλίας αποτυπώθηκε σε κάθε εγκεφαλικό κύτταρο μιας ολόκληρης γενιάς.

Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1962, απουσία του Πελέ λόγω τραυματισμού στο δεύτερο αγώνα της φάσης των ομίλων με την Τσεχοσλοβακία (την οποία η Βραζιλία νίκησε λίγες μέρες αργότερα στον τελικό με 2-1),  ο Γκαρίντσα ανέλαβε ηγετικό ρόλο, οδήγησε την ομάδα του στη δεύτερη συνεχόμενη κατάκτηση του, «καταβροχθίζοντας»άμυνες και τερματοφύλακες με χαρακτηριστική άνεση, παίζοντας ένα διαστημικό για την εποχή ποδόσφαιρο. Ήταν ίσως η καλύτερη ατομική απόδοση που είχε πραγματοποιηθεί ποτέ από ποδοσφαιριστή μέχρι εκείνο το σημείο της ιστορίας, μέχρι να πάρει τα σκήπτρα πενήντα πέντε χρόνια αργότερα ο Ντιέγκο Μαραντόνα, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986.

Μετά το 1962, με τη Βραζιλία για τα καλά πρωταγωνίστρια στον παγκόσμιο ποδοσφαιρικό χάρτη, ο Ρανιέρι Ματσίλι, πρόεδρος της χώρας, ελεγχόμενος από τη χούντα, περιέφερε τη θρυλική εκείνη ομάδα σε όλη την επικράτεια αλλά και σε άλλα κράτη της Λατινικής Αμερικής για φιλικά παιχνίδια και δημοσιότητα, σε αυτό που αποτελούσε πάγια τακτική των απολυταρχικών καθεστώτων: Την άσκηση προπαγάνδας μέσα από το ποδόσφαιρο.  Εκείνη η ομάδα της τριάδας Γκαρίντσα, Πελέ, Ζαϊρζίνιο δεν μακροημέρευσε καθώς αποκλείστηκε στους ομίλους του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1966, με τον Ματσίλι να απομακρύνεται και να αντικαθίσταται από τον αμερικανοθρεμμένο Εμίλιο Μεντίτσι, ο οποίος με το αυταρχικό καμτσίκι του άρχισε να σφίγγει ακόμη περισσότερο τον ζυγό όχι μόνο πάνω στο ποδόσφαιρο, αλλά και συνολικά πάνω στην βραζιλιάνικη κοινωνία.

Τον Μανέ δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα η πολιτική. Ήταν αφοσιωμένος στο παιχνίδι και στον ποδόγυρο, με μια αφέλεια παροιμιώδη. Λίγο πριν το ταξίδι στη Σουηδία για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958 έμαθε ότι είχε αφήσει έγκυο μία γειτόνισσά του, ενώ επιστρέφοντας από τη Στοκχόλμη η γυναίκα του έφερνε στη ζωή το πέμπτο τους παιδί. Η άστατη εξωγηπεδική του ζωή δεν απασχολούσε ιδιαίτερα τον τοπικό Τύπο, μέχρι να έρθει στη ζωή του η μεγάλη τραγουδίστρια Έλσα Σοάρες, όπου εκεί το δηλητήριο που έχυναν οι δημοσιογράφοι του ξερίζωσε την καρδιά.  Ήταν τέτοια τα αρνητικά δημοσιεύματα εναντίον του, που άρχισε να κλονίζεται ο θαυμασμός των Βραζιλιάνων προς το πρόσωπό του. Πριν προλάβει να ξαναχτίσει την εικόνα του, ήρθε ένας ακόμη σημαντικός τραυματισμός στο γόνατο που τον οδήγησε στην ποδοσφαιρική συνταξιοδότηση.

Ένας Γκαρίντσα χωρίς τα ελαττώματά του δεν θα ήταν καθόλου Γκαρίντσα. Ήταν ένα παιδί στο σώμα ενός άνδρα. Δεν έκανε δημόσιες σχέσεις για να δημιουργήσει και να επεκτείνει το μύθο του. Σηκωνόταν κι έπεφτε. Πάνω κάτω. Ασταμάτητα. Δεν ήταν όμορφος, ούτε καν γοητευτικός με τα δυτικά πρότυπα, αλλά για τους Βραζιλιάνους ήταν εκείνο το σύμβολο της γενναιότητας μπροστά στις αντιξοότητες, το πνεύμα που συμπυκνώνει το πώς το τραγούδι, ο χορός και οι ντρίμπλες μπορούν να ξεπεράσουν τα μυτερά καρφιά της μοίρας – κι αυτό για πολλούς συμπατριώτες του αυτούς ήταν κάτι άγρια όμορφο. Έφυγε μόλις στα 49 του χρόνια, άρρωστος και εθισμένος στο ποτό. Τυχεροί όσοι τον είδαν να παίζει, άτυχοι εμείς οι νεότεροι που δεν μπορούμε να βρούμε παρά ελάχιστα βίντεο της προκοπής στο διαδίκτυο.

Exit mobile version