ΕΡΕΥΝΑ ROSA
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία άνοιξε την όρεξη στις ευρωπαϊκές αμυντικές βιομηχανίες
Εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ θα δαπανηθούν για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας τα επόμενα χρόνια χωρίς κανέναν μηχανισμό λογοδοσίας και χωρίς να ερωτηθούν οι Ευρωπαίοι πολίτες.
-
02.04.2022 Δημήτρης Ραπίδης

Εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ θα δαπανηθούν για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας τα επόμενα χρόνια χωρίς κανέναν μηχανισμό λογοδοσίας και χωρίς να ερωτηθούν οι Ευρωπαίοι πολίτες.
-
02.04.2022 Δημήτρης Ραπίδης
Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) στα ιδρυτικά της κείμενα αναφέρει ότι στόχος της είναι να προωθήσει την ειρήνη στην κόσμο και κατά συνέπεια το ίδιο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα να είναι ένα «σχέδιο ειρήνης».
Η ΕΕ έχει επίσης λάβει το Νόμπελ Ειρήνης, ωστόσο έχει πλέον αλλάξει προσανατολισμό και από δύναμη ειρήνης και σταθερότητας έχει καταστεί ένας χώρος κολοσσιαίων στρατιωτικών και αμυντικών δαπανών. Τα πιο ισχυρά κράτη-μέλη της ΕΕ πειραματίζονται εδώ και πολύ καιρό με τη δημιουργία και προώθηση κοινών αμυντικών προγραμμάτων με αμφίβολα αποτελέσματα, που δεν εξυπηρετούν πλέον ούτε στο ελάχιστο τις ιδρυτικές αρχές της Ένωσης.
Εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ θα δαπανηθούν για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας τα επόμενα χρόνια. Θα μπορέσουν όμως αυτά τα χρήματα να καταστήσουν την Ένωση πραγματικά πιο ασφαλή ή αντίθετα θα εξυπηρετηθούν πολύ συγκεκριμένα συμφέροντα εις βάρος των Ευρωπαίων φορολογουμένων χωρίς καν να ερωτηθούν για το ποια Ευρώπη θέλουν;
Η στρατιωτική βιομηχανία πάνω από όλα
Η ευρωπαϊκή στρατιωτική πολιτική έχει σχεδιαστεί κυρίως για να στηρίξει οικονομικά την επέκταση της ευρωπαϊκής στρατιωτικής βιομηχανίας. Οι πέντε μεγάλες εταιρείες που λαμβάνουν τη μερίδα του λέοντος των δημόσιων κονδυλίων έχουν την έδρα τους στα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά κράτη, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία και την Ισπανία.
Οι παραπάνω τέσσερις χώρες αποτελούν τους μεγάλους παραγωγούς όπλων, με τις εταιρίες να έχουν αναπτύξει στενές σχέσεις με τον κρατικό μηχανισμό και τις πολιτικές ηγεσίες. Οι εταιρίες αυτές έχουν επίσης αναπτυχθεί και με αμερικανικά κεφάλαια που ελέγχουν σημαντικό μερίδιο των μετοχών των αμερικανών ανταγωνιστών τους. Όλες μαζί έχουν διαμορφώσει ένα κλειστό κλαμπ και συγκεντρώνουν την αγορά στα χέρια λίγων βιομηχανικών κολοσσών, εξέλιξη που δημιουργεί μείζον πρόβλημα ανταγωνισμού.
Η ναυαρχίδα της ευρωπαϊκής στρατιωτικής στρατηγικής είναι το Eurodrone. Είναι ο μεγαλύτερος αποδέκτης δημόσιας χρηματοδότησης, ωστόσο εξακολουθεί να βρίσκεται στη φάση της «μελέτης και του σχεδιασμού» μετά από σχεδόν μια δεκαετία. Το μη επανδρωμένο αεροσκάφος δεν έχει προσελκύσει ακόμη το ενδιαφέρον πολλών αγοραστών. Μόνο οι χώρες που αναπτύσσουν το drone έχουν δηλώσει ρητά ότι είναι επίσης πρόθυμες να το αγοράσουν, με τα περισσότερα κράτη-μέλη είτε να μην έχουν αποφασίσει ακόμη πως θα κινηθούν, είτε να έχουν απορρίψει ευθέως το Eurodrone.
Ποιος ελέγχει τις αμυντικές δομές της ΕΕ και τις σχετικές δαπάνες;
Ο δαιδαλώδης γραφειοκρατικός μηχανισμός των Βρυξελλών δεν αφήνει πολλά περιθώρια για διαφάνεια και λογοδοσία, από τη στιγμή που το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο – οι επικεφαλής των κρατών δηλαδή – δεν έχει καμία υποχρέωση ούτε δεσμεύεται να δημοσιοποιεί τα πρακτικά των συνοδών κορυφής πλην των τελικών, επεξεργασμένων κειμένων.
Αντίστοιχα «ανεξέλεγκτη» είναι η δράση της Κομισιόν, με το βάρος να πέφτει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το μοναδικό θεσμό της ΕΕ τα μέλη του οποίου εκλέγονται απευθείας από τους Ευρωπαίους πολίτες. Οι ευρωβουλευτές ωστόσο δεν συμμετέχουν σε διακυβερνητικές αποφάσεις, αποκλείονται δηλαδή από πολλά σημαντικά στάδια διαπραγματεύσεων και κατά συνέπεια δεν έχουν πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες. Πολλά από τα κρίσιμα θέματα δεν φτάνουν καν προς διαβούλευση στην υποεπιτροπή άμυνας και ασφάλειας (SEDE), με πολλούς ευρωβουλευτές να μιλούν συχνά-πυκνά για «σκόπιμο αποκλεισμό τους από τις αποφάσεις» και ότι πολλές αποφάσεις λαμβάνονται «πίσω από κλειστές πόρτες».
Τι εξελίξεις φέρνει ο πόλεμος στην Ουκρανία;
Ο πόλεμος στην Ουκρανία φέρνει και πάλι στο φως της επικαιρότητας το ζήτημα της κοινής αμυντικής πολιτικής, με την ΕΕ να συνεχίζει να αναπτύσσει μια αντιφατική στρατηγική στο σχεδιασμό της εξωτερικής πολιτικής. Κορυφαίο παράδειγμα η εξοπλιστική «κούρσα» Ελλάδας και Τουρκίας, από την οποία επωφελούνται η γαλλική και γερμανική αμυντική βιομηχανία, με την μεν πρώτη να πουλάει όπλα στην Ελλάδα, ενώ η δεύτερη αποτελεί τον κορυφαίο προμηθευτή στρατιωτικού εξοπλισμού της Τουρκίας. Η πολιτική της ΕΕ για τις εξαγωγές όπλων έχει πολλά «παραθυράκια», τα οποία εκμεταλλεύονται συγκεκριμένα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα στα κράτη-μέλη.
Στο πλαίσιο αυτό, οι αμυντικές βιομηχανίες δεν έκρυψαν τον ενθουσιασμό τους μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Πρώτος και καλύτερος ο όμιλος Rheinmetall, ο οποίος άμεσα πρότεινε στη γερμανική κυβέρνηση μια λίστα έργων αξίας 42 δισ. ευρώ, με τον επικεφαλής του ομίλου Άρμιν Πάπεργκερ να τονίζει ότι «όλα μπορούν να ξεκινήσουν άμεσα». Οι πρώτες παρτίδες πυρομαχικών θα μπορούσαν να παραδοθούν σε ένα χρόνο, τα τροχοφόρα άρματα σε ενάμιση χρόνο και τα ερπυστριοφόρα σε δύο. Συνολικά 229 τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού «Puma» κόστους 3,7 δισ. ευρώ θα μπορούσαν να κατασκευαστούν από κοινοπραξία της Rheinmetall με την Krauss-Maffei Wegmann. Σύμφωνα με τον Πάπεργκερ, ο όμιλος θα μπορούσε επίσης να αναβαθμίσει και να επεκτείνει τα εργοστάσιά του, έτσι ώστε να τεθούν σε συνεχή λειτουργία με τρεις βάρδιες συμπεριλαμβανομένης της εργασίας του Σαββάτου, αυξάνοντας το προσωπικό από τις 8.000 που είναι σήμερα στις 11.000.
Παράλληλα με την Rheinmetall και άλλοι «παίκτες» της γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας έρχονται στο προσκήνιο. Πρόκειται για τις εταιρίες Thyssen, Airbus και Hensoldt. Η Γερμανία θα χρειαστεί να αναβαμίσει τα Εurofighter για να ικανοποιηθεί και η γαλλική πλευρά, ενώ έχουν εκπονηθεί αντίστοιχα σχέδια για κατασκευή φρεγατών και υποβρυχίων, με το μεγάλο ερώτημα να παραμένει ακόμη ποιο θα είναι το τελικό ποσό που θα συμφωνηθεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, πέρα από τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ που ανακοίνωσε πριν δύο εβδομάδες ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς.
Τι γίνεται με τον ευρωπαϊκό στρατό;
Η συγκρότηση του πολυσυζητημένου ευρωπαϊκού στρατού που ήδη έχει εξαγγείλει η Κομισιόν δεν φαίνεται να αποτελεί προς το παρόν προτεραιότητα για τα περισσότερα κράτη-μέλη. Η συμμετοχή στον ευρωπαϊκό στρατό της ΕΕ προϋποθέτει πρόθυμους εταίρους, ιδιαιτέρως για τις περιοχές μακριά από την Ευρώπη, όπως είναι η Αφρική (Σαχέλ) ή ο Ινδικός Ωκεανός και ο Ειρηνικός Ωκεανός. Το σχέδιο της Κομισιόν προβλέπει συνεργασίες με κράτη που «συμμερίζονται τις ευρωπαϊκές αξίες» σύμφωνα με τον επικεφαλής εξωτερικής πολιτικής και άμυνας Γιόσεπ Μπορέλ, ο οποίος τους τελευταίους μήνες προσπαθεί να «αναστήσει» το πρότζεκτ.
Μέχρι στιγμής, μόνο η γερμανική κυβέρνηση αποκαλεί το σχέδιο για ευρωπαϊκό στρατό «μακροπρόθεσμο στόχο». Σε κάποιο βαθμό υπάρχουν ήδη ευρωπαϊκές στρατιωτικές μονάδες, οι λεγόμενες «Ομάδες Μάχης», που υπάρχουν υπηρεσιακά από το 2007, καθεμία από τις οποίες αποτελείται από περίπου 1.500 στρατιώτες. Πρόκειται για ειδικές δυνάμεις ταχείας αντίδρασης που συγκροτούνται από προσωπικό των κρατών-μελών και έχουν ως αποστολή την πρόληψη και τη διαχείριση κρίσεων εκτός της ΕΕ. Οι δυνάμεις αυτές υποτίθεται ότι είναι σε θέση να αναλάβουν δράση με προειδοποίηση πέντε έως 10 ημερών, ωστόσο δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ποτέ λόγω διαφωνιών σχετικά με τη χρηματοδότηση και την αξιοποίηση του προσωπικού.
Επί της ουσίας, αυτό που αναδεικνύεται με αφορμή και τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία είναι ότι οι ευρωπαϊκές στρατιωτικές βιομηχανίες έχουν ανάψει τις μηχανές τους και έχουν μπει σε φάση παραγωγής και ανάπτυξης, αναγνωρίζοντας ότι το επόμενο διάστημα θα είναι κρίσιμο στο επίπεδο των σχέσεων με τη Ρωσία και των σχετικών γεωπολιτικών ανακατατάξεων που θα προκύψουν όχι μόνο στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αλλά και εκτός αυτής, όπως στον Ειρηνικό Ωκεανό. Μαζί όμως με το ζήτημα της ανάπτυξης της πολεμικής βιομηχανίας στην ΕΕ προκύπτει και το ζήτημα της δημιουργίας διαφανών και δημοκρατικών δομών ελέγχου μιας «ένοπλης» Ευρώπης. Σε αυτό το θέμα οι εξελίξεις είναι εξαιρετικά απογοητευτικές, με όλες ανεξαιρέτως τις πολιτικές δυνάμεις να μην δείχνουν πρόθυμες να πιέσουν αποτελεσματικά προς την κατεύθυνση ενός δημοκρατικού και αξιόπιστου μηχανισμού παρακολούθησης και ελέγχου των εξοπλιστικών προγραμμάτων, δαπανών και χορηγήσεων, αφήνοντας ανεξέλεγκτη την κούρσα εξοπλισμών μεταξύ των κρατών-μελών και των εταιριών που δραστηριοποιούνται στον χώρο.