ΕΡΕΥΝΑ ROSA
Ουκρανοί πρόσφυγες: «Δεν μπορούμε άλλο μακριά από την πατρίδα μας»
Όσο ο αριθμός των Ουκρανών προσφύγων και των εσωτερικά εκτοπισμένων συνεχίζει να αυξάνεται, τόσο αυξάνεται κι ο αριθμός όσων επιστρέφουν πίσω. Ρεπορτάζ του rosa.gr για μια τάση που φαίνεται να ενισχύεται παρότι οι εχθροπραξίες συνεχίζονται.
-
10.06.2022 Δημήτρης Ραπίδης

Όσο ο αριθμός των Ουκρανών προσφύγων και των εσωτερικά εκτοπισμένων συνεχίζει να αυξάνεται, τόσο αυξάνεται κι ο αριθμός όσων επιστρέφουν πίσω. Ρεπορτάζ του rosa.gr για μια τάση που φαίνεται να ενισχύεται παρότι οι εχθροπραξίες συνεχίζονται.
-
10.06.2022 Δημήτρης Ραπίδης
Η μαζική έξοδος Ουκρανών πολιτών έχει φτάσει σε απίστευτα επίπεδα από τότε που η Ρωσία εισέβαλε στη χώρα στις 24 Φεβρουαρίου. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ, περισσότεροι από 6,8 εκατομμύρια Ουκρανοί έχουν εγκαταλείψει μέχρι στιγμής τη χώρα τους, αριθμός που εξακολουθεί να αυξάνεται.
Αν και εκατομμύρια άνθρωποι έχουν φύγει για την Πολωνία, τη Γερμανία, χώρες της Βαλτικής και άλλα μέρη της Ευρώπης, πολλοί ρισκάρουν να επιστρέψουν στην Ουκρανία, βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή τους. Η Νάταλι Σμιθ, Βρετανίδα εθελόντρια σε μια τοπική ΜΚΟ στα πολωνικά σύνορα, δήλωσε στο rosa.gr ότι από τις αρχές Απριλίου έως τα τέλη Μαΐου η ίδια και πολλοί άλλοι εθελοντές είχαν παρατηρήσει μια σταθερή αύξηση των ανθρώπων που περνούσαν τα πολωνικά σύνορα προς την Ουκρανία. «Είμαστε στα σύνορα για να παράσχουμε κάθε είδους στήριξη στους ανθρώπους. Καθημερινά είμαστε εδώ, από τις αρχές Μαρτίου, στη συνοριακή πόλη Πρζέμισλ, βοηθώντας ανθρώπους να εγκαταλείψουν την Ουκρανία. Από τις αρχές Απριλίου αρχίσαμε να παρατηρούμε ότι Ουκρανοί ξεκίνησαν να κάνουν την αντίθετη πορεία, ξαναμπαίνοντας στη χώρα, με το σιδηροδρομικό σταθμό να έχει τρένα και προς τις δύο κατευθύνσεις πλέον».
Η τάση αυτή επαληθεύεται κι από τα στατιστικά στοιχεία που συγκεντρώνει η πολωνική συνοριοφυλακή, η οποία καταγράφει τον αριθμό των Ουκρανών που κατευθύνονται δυτικά για να εγκαταλείψουν τη χώρα και τον αντίστοιχο αριθμό των συμπατριωτών τους που μετακινούνται ανατολικά κι επιστρέφουν πίσω. Σύμφωνα με την πολωνική συνοριοφυλακή, στο μεγαλύτερο μέρος του Απριλίου περισσότεροι Ουκρανοί εισήλθαν εκ νέου στη χώρα τους απ’ ό,τι έφυγαν, μια τάση που επιταχύνθηκε απότομα στις αρχές Μαΐου. «Με μια πρώτη ματιά, η απόφαση πολλών Ουκρανών να επιστρέψουν φαίνεται δύσκολο να κατανοηθεί, δεδομένης της εμπόλεμης κατάστασης, με τους βομβαρδισμούς και τους πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς να συνεχίζουν να σκοτώνουν τακτικά ανθρώπους», σημειώνει στο rosa.gr ο Αντρέι Μιλοβόριν, ερευνητής στο πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, που βρέθηκε στα σύνορα Πολωνίας-Ουκρανίας. «Σε πόλεις όπως το Ίρπιν, η Μπούχα και η Μαριούπολη, που έγιναν γνωστές για τις εκτελέσεις, τα βασανιστήρια και τους ομαδικούς τάφους του ρωσικού στρατού, δύσκολα θα ήθελε κανείς να επιστρέψει. Άλλες πόλεις όμως, ιδίως στη δυτική Ουκρανία, θεωρούνται σχετικά ασφαλείς, με πολλούς ανθρώπους να ρισκάρουν και να επιστρέφουν για να βρεθούν και πάλι στα εδάφη τους, τη γη τους και να αναζητήσουν τρόπους να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους, έστω κι αν ακόμη μαίνεται ο πόλεμος», προσθέτει. «Νιώθουν οικειότητα με το περιβάλλον, είναι δεμένοι με τον τόπο τους κι από τη στιγμή που η κατάσταση δεν είναι όπως στα ανατολικά, θέλουν να επιστρέψουν».
Χωρίς στέγη και δουλειά, με νοσταλγία για τους δικούς τους ανθρώπους
Καταγράφοντας την κατάσταση στα σύνορα και επικοινωνώντας με όσους επιστρέφουν πίσω, η Νάταλι Σμιθ μας λέει ότι οι περισσότεροι Ουκρανοί δεν μπορούν βρουν σταθερή στέγη και δουλειά στις χώρες υποδοχής. «Γνωρίζουν ότι οι συνθήκες είναι δύσκολες, ωστόσο η προετοιμασία από τα όμορα κράτη δεν είναι η κατάλληλη δυνατή. Πολλοί έχουν βρεθεί χωρίς στέγη δύο εβδομάδες μετά την άφιξή τους, ενώ άλλοι δεν μπορούν ούτε τα απαραίτητα να αγοράσουν με τα κουπόνια και τα επιδόματα που έχουν λάβει», τονίζει και προσθέτει ότι «η έλλειψη εργασίας, οποιασδήποτε εργασίας που θα μπορεί να σε συντηρήσει σε μια τέτοια ακραία κατάσταση όπως η προσφυγιά, μπορεί να αποτελέσει ένα ισχυρό κίνητρο για να επιστρέψεις στην πατρίδα σου».
Η Ναντίγια Καλίνκοβα έφυγε μαζί με τα δύο της παιδιά από το Ντονέτσκ για το Κάουνας της Λιθουανίας στα μέσα Μαρτίου. Εργαζόταν σε μια εταιρία οργάνωσης εκδηλώσεων όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη της, για να βρει αρχικά στέγη σε μια λιθουανική οικογένεια που είχε κάνει αίτηση στο υπουργείο Εσωτερικών για παροχή προσωρινής στέγασης σε Ουκρανούς πρόσφυγες. «Πέσαμε σε καλή περίπτωση, σε ένα μεσήλικο ζευγάρι πολύ φιλικό που μας φρόντισε όσο μπορούσε», λέει στο rosa.gr. «Μετά όμως από ενάμισι μήνα αναγκαστήκαμε να πάμε σε ένα άλλο σπίτι, καθώς το ζευγάρι δεν μπορούσε άλλο να μας φιλοξενεί. Ήδη νιώθουμε μια τεράστια ανάγκη να επιστρέψουμε πίσω γιατί μας λείπουν τα αγαπημένα μας πρόσωπα. Ο άντρας μου δεν μπορούσε να έρθει μαζί μας λόγω του στρατιωτικού νόμου. Ο αποχωρισμός δεν αντέχεται». Με δάκρυα στα μάτια η Ναντίγια μας λέει ότι δεν αξίζει να ζει άλλο μακριά από τον άντρα της και την πατρίδα της. «Δεν είμαι στο σπίτι μου και κοντά στον άνθρωπο που αγαπώ. Αυτό με τραυματίζει βαθιά, ψυχολογικά και συναισθηματικά. Δεν έχουμε χωριστεί ποτέ για πάνω από 2-3 εβδομάδες. Για πόσο ακόμα θα είμαστε σε αυτή την κατάσταση, σε αυτό το αδιέξοδο;», προσθέτει.
Εκτός από τον πόνο της αποχώρησης και της προσφυγιάς, η Ναντίγια έχει επίσης να αντιμετωπίσει σημαντικά οικονομικά θέματα στη Λιθουανία, γεγονός που οδηγεί σε ερωτήματα για το μέλλον της ίδιας και των παιδιών της στη χώρα. «Δουλεύω σερβιτόρα σε ένα καφέ και τα παιδιά μου τα κρατά μία κυρία που το κάνει από καλοσύνη, από τις πολλές που στηρίζουν μητέρες σαν κι εμένα. Είμαι ευγνώμων γι’αυτό, αλλά τα λεφτά είναι ελάχιστα. Δουλεύω πολλές ώρες, γυρνώ στο δωμάτιο που νοικιάζω όπου δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου προσωπικός χώρος και πρέπει να διαβάσω όπως-όπως τα παιδιά γιατί δεν πηγαίνουν σχολείο. Είμαι εξαντλημένη, δεν μπορώ άλλο», μας λέει.
«Δεν μπορώ να ξεκινήσω από το μηδέν»
Οι τεράστιες οικονομικές δυσκολίες σε συνδυασμό με το πρόβλημα στέγασης, κάνει πολλούς πρόσφυγες να επανεξετάσουν τις επιλογές τους. «Είναι μεγάλος ο αριθμός όσων καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η ζωή στην εμπόλεμη Ουκρανία είναι πλέον πιο διαχειρίσιμη από τη ζωή στο εξωτερικό. Ειδικά όσοι έφυγαν κατά την έναρξη της ρωσικής εισβολής μπορεί να είναι πιο πιθανό να επιστρέψουν από εκείνους που έφυγαν αργότερα καθώς είναι λιγότερο πιθανό να έχουν δει από πρώτο χέρι την καταστροφή του πολέμου», υπογραμίζει ο Αντρέι Μιλοβόριν.
Με τον πόλεμο να περιορίζεται κυρίως στα ανατολικά, η αντίληψη του κινδύνου και ο υπολογισμός κόστους-οφέλους φαίνεται να δημιουργεί μια νέα τάση επιστροφής. «Ειδικά από τη στιγμή που κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει πότε θα σταματήσουν οι εχθροπραξίες κι εάν θα δημιουργηθεί μια de facto κατάσταση για τα επόμενα χρόνια, η τάση επιστροφής μπορεί να συνεχιστεί και να δυναμώσει ακόμη περισσότερο το επόμενο διάστημα», προσθέτει ο Μιλοβόριν.
«Έζησα στην Ουκρανία όλη του τη ζωή. Όλα όσα έχω δουλέψει βρίσκονται εκεί. Δεν μπορώ να ξεκινήσω από το μηδέν και να συνεχίσω να είμαι μακριά από τον άντρα μου και τους γονείς μου. Θέλω τη ζωή που ζούσα εκεί, στο περιβάλλον μου», συμπληρώνει η Ναντίγια. «Θεωρητικά έχω ακόμα τη δουλειά μου στην Ουκρανία και θέλω να βλέπω τους φίλους μου, όσους έχουν μείνει πίσω, να δουλεύω και να ζω όσο το δυνατόν πιο φυσιολογικά».
________
Σημείωση: Όπως μάθαμε χθες, η Ναντίγια επέστρεψε στην Ουκρανία και μένει με τα δύο της παιδιά προσωρινά στο Λβίβ, στα δυτικά της χώρας. Ετοιμάζεται να κάνει ένα ακόμη βήμα και να πάει στο Σλοβιάνσκ, στο Ντονέτσκ.
*Ευχαριστούμε τον Ιγκόρ και την Ολένα για την πολύτιμη συμβολή τους σε αυτό το ρεπορτάζ.