
H παντοδυναμία που εξασφάλισε μετά τις εκλογές ο Αλεξάντερ Βούτσιτς δε συνεπάγεται απαραίτητα και καλύτερες μέρες για τη χώρα.
Γράφει ο Κώστας Αργυρός
Ο σκηνοθέτης Εμιρ Κοστουρίτσα την είχε παρομοιάσει με «ένα σπίτι κτισμένο σε μια διασταύρωση». Μια χώρα της «γειτονιάς» μας, που μάλιστα στο υποσυνείδητο του Έλληνα θεωρείται ότι βρίσκεται στη δική μας πλευρά, αλλά για την οποία ελάχιστα μαθαίνουμε, δείγμα κι αυτό του φιλτραρίσματος των ειδήσεων σε μια εποχή υποτιθέμενης «υπερπληροφόρησης». Η Σερβία μοιάζει να βαλτώνει σε μια μαύρη τρύπα των Βαλκανίων, όχι μόνο σε ότι αφορά την ενημέρωση του έξω κόσμου για το τι πραγματικά συμβαίνει στη χώρα, που η Δύση στιγμάτισε σαν το μεγάλο φταίχτη του πολέμου που ακολούθησε την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, αλλά και σε σχέση με τις προοπτικές της για το μέλλον.
Tην Κυριακή έγιναν εκεί εκλογές. Θριαμβευτής με ποσοστό πάνω από 60% και συντριπτική πλειοψηφία στη Βουλή ο Αλεξάνταρ Βούτσιτς. Ο πολιτικός που πρώτα σαν πρωθυπουργός και μετά σαν Πρόεδρος ουσιαστικά «ηγεμονεύει» από το 2014. Αυτός που από υπουργός Πληροφοριών του Μιλόσεβιτς και αργότερα υπέρμαχος εθνικών φαντασιώσεων μετατράπηκε σε αξιότιμο μέλος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και ευρωπαϊστής. Υπόσχεται να φέρει τη χώρα στην ΕΕ, ένα όνειρο που εδώ και δύο δεκαετίες κυριαρχεί στην πολιτική ζωή της χώρας, αλλά οι νέες γενιές το βλέπουν να χάνεται καθώς μεγαλώνουν, για να το κληροδοτήσουν στις επόμενες.
Η νίκη του Βούτσιτς δεν θα βγάλει τη χώρα από τα αδιέξοδά της. Η αντιπολίτευση αποφάσισε να μποϋκοτάρει τις εκλογές. Κατηγορεί τον πρόεδρο για απολυταρχικές μεθόδους. Για πλήρη έλεγχο των ΜΜΕ και όλου του κρατικού μηχανισμού, που δεν της αφήνει ούτε καν την ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσε να διεκδικήσει μια «ισότητα όπλων». Θυμίζει το ρόλο του στους πολέμους, που κατέστρεψαν τη χώρα, αλλά για πολλούς αυτά είναι «περασμένα ξεχασμένα».
Η συμμετοχή παρέμεινε κάτω από το 50%. Η αντιπολίτευση το ερμηνεύει αυτό ως νίκη. Αλλά και στις προηγούμενες εκλογές, στις οποίες είχε πάρει μέρος το ποσοστό δεν ξεπέρασε το 54%. Δείγμα και αυτό της απάθειας και της απογοήτευσης, που έχει κυριεύσει ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας. Αυτή η μαύρη τρύπα των Βαλκανίων, που λέγαμε νωρίτερα ή μάλλον μια από τις πολλές. Το κίνημα διαμαρτυρίας, που φάνηκε να γιγαντώνεται στα τέλη του 2018 και κατάφερε κάποια στιγμή να εισβάλει και στο κτίριο της δημόσιας τηλεόρασης για να κάνει γνωστά τα αιτήματά του μοιάζει να έχει ξεμείνει από καύσιμα. Ο Βούτσιτς πόνταρε ακριβώς σε αυτό, όταν δήλωνε ότι δεν του καίγεται καρφί «ακόμα και 5 εκατομμύρια να κατέβουν στους δρόμους».
Στο Βελιγράδι νέοι αντιπολιτευόμενοι θα σου κάνουν συγκρίσεις με την Ουγγαρία του Όρμπαν. Αλλά η ΕΕ δεν δείχνει να ασχολείται ιδιαίτερα με τέτοιες συγκρίσεις. Η «προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων» είναι ένα ζήτημα που χρησιμοποιείται ως χαρτί συνδιαλλαγής μεταξύ των μεγάλων της Δύσης. Ζητήματα εκδημοκρατισμού και αντιμετώπισης της διαφθοράς χρησιμοποιούνται κατά περίσταση και μόνο ως άλλοθι για να δικαιολογήσουν καθυστερήσεις. Η μόνη πραγματική ανησυχία είναι να μην πέσει η Σερβία, όπως και άλλες χώρες της περιοχής οριστικά στην «αγκαλιά της Μόσχας». Η φλόγα της προσέγγισης με τις Βρυξέλλες συντηρείται λοιπόν, έστω και τρεμοσβήνοντας και ο άλλοτε εθνικιστής, που μετατράπηκε σε «ευρωπαϊστή» μοιάζει ιδανικός για να δώσει τη λύση και σε μια άλλη μεγάλη εκκρεμότητα της περιοχής, το μέλλον του Κοσσυφοπεδίου. Ζήτημα που θίγει την υπερηφάνεια πολλών Σέρβων, αλλά που ο ψυχρός ρεαλιστής πρόεδρος ξέρει ότι κάποια στιγμή θα πρέπει να το τελειώνει. Για να δώσει σε μια ακόμα γενιά Σέρβων την ελπίδα ότι η ευρωπαϊκή προοπτική ζυγώνει.