Homalone: Με στίχο δυνατό κι αληθινό ανοίγει δρόμους στην ελληνική ραπ σκηνή
ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ

Homalone: Με στίχο δυνατό κι αληθινό ανοίγει δρόμους στην ελληνική ραπ σκηνή

SHARE THIS

Οι αλήθειες ενός παιδιού, Έλληνα αλβανικής καταγωγής, που μεγάλωσε στην Ελλάδα με όλες τις δυσκολίες που αυτό συνεπάγεται και σήμερα ζει στο Εδιμβούργο.

«Πατήσαμε πρώτη φορά στην Ελλάδα / δεν ξέραμε γλώσσα, δεν είχαμε φράγκα / μα είχαμε τρία παιδιά που πεινάγαν. / Ήρθαμε από πόλεμο χωρίς χαρτιά κι έτσι μας λέγαν λαθρομετανάστες / μέχρι να βρούμε ένα σπίτι περάσαμε τόσα / κοιμόμασταν μες σε παράγκες.

Ο πρώτος ο μήνας ήταν ο πιο δύσκολος / πάλι καλά που βρίσκαμε να φάμε / σκισμένα ρούχα / κι οι ντόπιοι με λύπηση κοίταγαν / κάποιοι μας φτύνανε στα μούτρα.

Μετά από λίγο πιάσαμε δουλειά / σε μια βιομηχανία μπισκότων / δουλεύαμε σαν τα σκυλιά, σαν τα ρομπότ / κάτι σαν σκλάβοι γαμώτο. / Τ’ αφεντικό μας κοιτούσε πάντα με ειρωνεία / τι κώλο-ράτσα είναι αυτοί από την Αλβανία / ποτέ δεν μας χώνεψε πραγματικά / μα τον σύμφερε, βγάζαμε διπλή δουλειά.

Στα χέρια φορούσε κάτι δαχτυλίδια χρυσά / μα στο τέλος του μήνα, από ό,τι αξίζαμε, δεν παίρναμε καν τα μισά. / Υπήρχαν φορές που δεν πλήρωνε καν / μάς έλεγε απειλητικά / «θα πάρω τους μπάτσους να φάτε απέλαση αν βγάλετε ποτέ μιλιά».

Δεν είχαμε επιλογή / δεν ήμασταν κάτι πιο πάνω απ’ το τίποτα / με την πρώτη ευκαιρία πάταγε σε εμάς αλύπητα / κι οι γύρω το βλέπανε να γίνεται / μα κανείς του ποτέ του δεν μίλησε.

Υπήρχαν φορές που μας πιάνανε τα κλάματα / λέγανε «καλά τα κάνεις τα μπάσταρδα / αυτό τους αξίζει ρε γάμα τους / γάμα τους όλους, την σάπια την φάρα τους / ζούνε, πατάνε στο χώμα μας / ήρθαν γαμήσαν την χώρα μας».

Το «1997» του Homalone είναι συγκλονιστικό λόγω των στίχων του, επειδή λέει αλήθειες που σε πονάνε και που δεν ακούς και συχνά να ραπάρονται στα ελληνικά, γράφει η Lifo. Οι αλήθειες ενός παιδιού, Έλληνα αλβανικής καταγωγής, που μεγάλωσε στην Ελλάδα με όλες τις δυσκολίες που αυτό συνεπάγεται. Κι εκεί που το κομμάτι γίνεται σαν μαχαιριά και θεωρείς ότι είναι μια ιστορία εκδίκησης, έρχεται το δεύτερο μέρος της αφήγησης, μία άλλη εκδοχή της, και μετατρέπεται σε μια ιστορία αγάπης, αλληλοσεβασμού και ευγνωμοσύνης που σε κάνει να ανατριχιάσεις. Ο Homalone δεν κάνει τεράστια νούμερα, δεν είναι ακόμα δημοφιλής, αλλά ο λόγος του έχει τόση δύναμη που είναι αδύνατο να τον αγνοήσεις. Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη στη Lifo.

Τι κάνεις στο Εδιμβούργο;

Δουλεύω. Έχω κάνει διάφορες δουλειές. Τώρα δουλεύω security. Έχω δουλέψει σε φαρμακεία και σε διάφορα άλλα μαγαζιά. Καλά είναι, παλεύεται. Στην αρχή λιγάκι ήταν δύσκολο να συνηθίσω τον καιρό, τη συννεφιά, το ότι βρέχει συνέχεια, αλλά τώρα είναι καλύτερα. Είναι πολύ καλύτερα από την Ελλάδα, άμα ζυγίσεις τα πράγματα.

Θα μείνεις μόνιμα εκεί;

Δεν ξέρω ακόμα. Είμαι ήδη έξι χρόνια, οπότε πολύ πιθανόν. Αφού την πάλεψα έξι χρόνια. Δεν έχω και τι να κάνω στην Ελλάδα.

Πες μου κι άλλα για σένα.

Με λένε Kevin και είμαι 27 χρονών. Έχω γεννηθεί στην Αλβανία, στο Πόγραδετς, είναι στα νότια. Μεταναστεύσαμε στην Ελλάδα το 1997 λόγω του εμφυλίου πολέμου. Ήμουν δυόμισι χρόνων. Στην αρχή μέναμε στην Κρύα Βρύση, μία κωμόπολη, μετά στην Αλεξάνδρεια, μετά στην Ξάνθη και όταν ήμουν στην τρίτη δημοτικού πήγαμε στη Θεσσαλονίκη. Ουσιαστικά εκεί μεγάλωσα, στον Βαρδάρη.

Έτσι εξηγείται το ραπ…

Εντάξει όλη η Ελλάδα κάνει ραπ. Τα προηγούμενα χρόνια πρωταγωνιστούσαν οι Αθηναίοι, οι καλύτεροι ράπερς έβγαιναν από την Αθήνα, αλλά τώρα, με τον νέο ήχο που έφερε η ραπ μουσική, βγήκανε πολλοί ράπερς από την Θεσσαλονίκη.

Ο δικός σου ήχος δεν είναι και πάρα πολύ νέος.

Ναι, ισχύει. Δεν ξέρω, δεν μπορώ να με χαρακτηρίσω, τουλάχιστον στιχουργικά κάνω κάτι που δεν είναι καινούργιο.

Το storytelling δεν συνηθίζεται στο νέο ραπ…

Και πιο παλιά υπήρχε αυτό το πράγμα. Τώρα πια ακούνε κάτι πολύ εγωιστικό, ρε παιδί μου. Όταν είσαι μέσα σε αυτό το παιχνίδι υπάρχει ανταγωνισμός και ο κάθε ράπερ έχει την ανάγκη να πει ότι είναι ο καλύτερος. Παλιά υπήρχε πιο μεγάλη ποικιλία. Όχι ότι δεν υπάρχει τώρα, απλά επειδή το κάνουν όλοι το 80-90% των ράπερς λένε τα ίδια, κάνουν τα ίδια, κοπιάρει ένας τον άλλον. Ίδια μουσική από πίσω, ίδιο στυλ. Έχει γίνει μόδα. Πιστεύω ότι τώρα το ραπ είναι στα χειρότερά του αλλά ταυτόχρονα είναι και στα καλύτερά του γιατί είναι πάρα πολύ εύκολο πλέον να κάνεις μουσική. Μάζεψα λίγα λεφτά κι έφτιαξα home studio, πήρα ένα μικρόφωνο, μία κάρτα ήχου, άνοιξα ένα κανάλι στο YouTube. Οπότε, πολύ εύκολα μπορώ να δώσω τη μουσική μου στην αγορά. Το θετικό σε αυτό είναι ότι υπάρχουν ανεξάρτητοι ράπερς που μπορούν να βγάλουν μόνοι τους τη μουσική τους, ενώ παλιά έπρεπε να μπουν σε δισκογραφικές. Έπρεπε να έχεις κονέ. Το αρνητικό είναι ότι επειδή είναι τόσο εύκολο και μπορεί να το κάνει ο καθένας, δεν γίνεται να μην βγαίνουν και σαβούρες.


Homalone | Instagram

Με τι άλλο ασχολείσαι, εκτός από το ραπ;

Δουλεύω, παίζω σκάκι -αν και είμαι αρχάριος. Συζητάω πάρα πολύ, αναλύω πράγματα, μιλάω για ψυχολογία, φιλοσοφία και τέτοια διάφορα.

Και τα ελληνικά σου πώς τα διατηρείς; Κάνεις παρέα με Έλληνες;

Ζω με την κοπέλα μου που είναι Ελληνίδα. Έχω και φίλους Έλληνες. Εντάξει μεγάλωσα Ελλάδα, από δυόμισι χρονών μέχρι τα εικοσιδύο μου.

Σε τι περιβάλλον μεγάλωσες;

Κλασικά μέσα στο σπίτι έπαιζε πολλή γκρίνια, άγχος για το νοίκι, αλλά ήμασταν δεμένοι ως οικογένεια. Έχω πάρει πολλή αγάπη από τους γονείς μου και ειδικότερα από τη μάνα μου. Για μένα η μάνα μου είναι ο ορισμός της λέξης «ήρωας». Έχει κάνει πάρα πολλές θυσίες για εμάς, για να μας μεγαλώσει. Έξω στην κοινωνία, ως παιδί μεταναστών που ήμουν, ένιωθα τον εαυτό μου λίγο στο περιθώριο, και ειδικότερα σαν παιδί Αλβανών μεταναστών, γιατί θυμάμαι εκείνα τα χρόνια Αλβανός σήμαινε «βρωμιάρης», «κλέφτης»… Τα πρόλαβα όλα αυτά. Ως παιδί, όμως, δεν με πείραζε και τόσο, γιατί μεγάλωσα στο Βαρδάρη, πήγαινα σε ένα διαπολιτισμικό δημοτικό σχολείο και είχα φίλους από διάφορες εθνικότητες. Οπότε, ήμασταν όλοι κάπως από την ίδια πάστα. Και αυτό πιστεύω ότι εν τέλει με έκανε να γνωρίσω τον ρατσισμό και να καταλάβω ότι είμαι πολύ πιο έξυπνος από αυτό, ότι δεν μπορώ να κρίνω έναν άνθρωπο από την καταγωγή του, ή επειδή εντελώς τυχαία γεννήθηκε κάπου. Τελικά εμένα μου γύρισε σε καλό όλο αυτό, δεν κοιτάω πίσω και λέω ότι μου άφησε κάποιο τραύμα ο ρατσισμός.

Το «1997» ακούγεται αυτοβιογραφικό, πες μου για το κομμάτι.

Η ιδέα όταν ξεκίνησα να το γράφω ήταν να δω την κοινωνία με τα μάτια των γονιών μου. Πώς αυτοί έζησαν τον ρατσισμό. Και η ιστορία που περιγράφω μέχρι ένα σημείο έμοιαζε αρκετά με τη ζωή μου. Εμείς μεταναστεύσαμε από την Αλβανία στην Ελλάδα το 1997, ήμασταν πενταμελής οικογένεια και οι γονείς μου δούλευαν σκληρά για να τα βγάλουμε πέρα. Σου είπα ότι δεν έχω δεχτεί σε ακραίο βαθμό ρατσισμό, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχω δεχτεί ρατσισμό και υποτίμηση λόγω της καταγωγής μου. Αλλά για μένα γι’ αυτό υπάρχει η τέχνη. Μπορώ να πάρω ένα συναίσθημα που νιώθω και να το τραβήξω όσο πάει. Και στην τελική, δεν την θεωρώ και τόσο απίθανη αυτήν την ιστορία. Νομίζω ότι έχει μεγάλη σημασία ο λόγος που γράφει ένας ράπερ. Αυτή είναι και η διαφορά ανάμεσά μας. Όσο κλισέ και αν ακούγεται, εγώ γράφω από την ανάγκη να εκφραστώ. Έχω κάποια πράγματα να πω, και αν παρατηρήσεις τα κομμάτια μου λίγο βαθύτερα, δεν γράφω τόσο για βιώματα ή για όσα έχω περάσει, αλλά γράφω για το πώς με έχουν κάνει να νιώσω αυτά τα βιώματα. Και μεγαλώνοντας δεν έχω τόσο την απαίτηση να ακουστώ σε μεγάλο κοινό ή να χιτάρω, δεν ήταν κι αυτός ο στόχος μου αρχικά, έτσι κι αλλιώς. Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία δύο χρόνια το βλέπω και κάπως επιχειρηματικά, με την έννοια ότι αυτό που νιώθω το αποτυπώνω στο χαρτί και μετά το ηχογραφώ, το κάνω τραγούδι, και, εντάξει, προσπαθώ να το προωθήσω όσο περισσότερο μπορώ. Κι αν ποτέ έρθει η ώρα που θα βγάζω αρκετά χρήματα από τη μουσική για να ζω από αυτή, θα είναι μόνο και μόνο επειδή μου επιτρέπεται να ασχολούμαι μαζί της εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Τώρα, ας πούμε, ξοδεύω σαράντα ώρες στη δουλειά, που θα ήθελα να τις ξοδεύω στη μουσική.


Γιατί έβαλες δύο εκδοχές στην ιστορία;

Δεν βάζω όρια σε αυτά που θα πω, αλλά έχω κάποια κριτήρια. Ο Ραψωδός Φιλόλογος έλεγε σε έναν στίχο του «δεν μπορώ να σου εγγυηθώ για το μέλλον, όπως αυτή τη στιγμή δεν ενεργώ με βάση το συμφέρον». Για το μέλλον δεν ξέρω, πάντως τώρα γράφω αυτά που θέλω να πω, αλλά σκέφτομαι πολύ πριν γράψω. Πάρα πολύ. Οπότε, ήδη έχω αποφασίσει το τι θα βγάλω προς τα έξω. Το «1997» ήταν ακόμα πιο σκληρό στο δεύτερο κουπλέ, τα τρία παιδιά έκαναν και έναν βιασμό, αλλά αν καταλήξει η εκδίκηση σε βιασμό έχεις τη διαστροφή μέσα σου, δεν γίνεται να εκδικηθείς βιάζοντας. Αυτό σημαίνει κάτι άλλο και το κομμάτι θα έχανε τελείως το νόημά του, το μήνυμα που ήθελα να περάσει.

Το οποίο ποιο είναι;

Ότι ανάλογα με το περιβάλλον που μεγαλώνεις γίνεσαι αυτός που είσαι. Άλλαξε το τέλος στην ιστορία, την ξαναείδα από την αρχή με άλλες συνθήκες, αλλά το μήνυμα δεν το άλλαξα.

Με το Homalone, το καλλιτεχνικό σου ψευδώνυμο, δίνεις στίγμα του τι άνθρωπος είσαι;

Πριν από τρεις μήνες, ήμουν ο Home Alone, όπως γράφεται το «μόνος στο σπίτι», και το άλλαξα γιατί έβγαινε συνέχεια η κλασική ταινία στο Google. Μου άρεσε αυτό το nickname, γιατί από τη μία βγάζει αυτήν την διπολικότητα που έχω σαν άνθρωπος, αυτό που χαρακτηρίζει τον Kevin, που κάνει τους άλλους να γελάνε, αυτό που ήμουν σαν παιδί, το ψιλοτρόλ, και από την άλλη είναι το μόνος στο σπίτι κυριολεκτικά, επειδή νιώθω λίγο σαν να έχω μεγαλώσει μόνος στο σπίτι. Δηλαδή, ήμουν συνέχεια μέσα σε ένα δωμάτιο, έβγαινα μόνο για το φαγητό. Δεν έκανα πολλή παρέα με τους γονείς μου ή δεν συζητούσαμε πολύ.

Στο Εδιμβούργο πώς βρέθηκες;

Έτυχε. Έχω δύο αδέλφια, ο ένας ήταν στη Γερμανία, οπότε πρώτα είχα δοκιμάσει να πάω εκεί. Έμεινα τρεις μήνες αλλά δεν την πάλευα. Ήμουν 19 χρονών. Γύρισα στη Θεσσαλονίκη και μετά, στα 22 μου, ο άλλος μου ο αδελφός ήρθε στο Εδιμβούργο. Ήρθε πρώτα αυτός το 2015 και τον επόμενο χρόνο τον ακολούθησα. Γενικά ήμουν στην φάση που είχα τελειώσει το λύκειο και δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν έδωσα πανελλήνιες γιατί δεν ήθελα να σπουδάσω ή δεν ήξερα τι να σπουδάσω. Ήταν δύσκολη η κατάσταση στην Ελλάδα, οπότε είπα οκ, ας πάω εκεί και βλέπουμε…

Και σου αρέσει το Εδιμβούργο;

Μου αρέσει. Στην αρχή, όταν πρωτοήρθα, έπαθα ένα μικρό σοκ. Δηλαδή βλέπεις αυτούς τους πύργους, τον καιρό που είναι μουντός και νιώθεις ότι θα σκάσουν οι μάγισσες και θα έρθει και ο Harry Potter και θα γίνει παιχνίδι. Είναι πολύ ατμοσφαιρική πόλη, όσοι έρχονται για βόλτα ξετρελαίνονται. Αλλά είναι άλλο να έρχεσαι διακοπές κι άλλο να ζεις εδώ. Είναι μια ακριβή πόλη που σου επιτρέπει όμως να ζεις αξιοπρεπέστατα. Παίρνω τον μισθό μου, πληρώνω το νοίκι μου. Εδώ ζούμε σε δωμάτια, δηλαδή με συγκάτοικο συνήθως, αλλά η νοοτροπία των ανθρώπων είναι πολύ μπροστά, σε σχέση με τη Θεσσαλονίκη. Για παράδειγμα, ως security έρχομαι αντιμέτωπος με πολλούς χρήστες ναρκωτικών. Ως παιδί τους θυμάμαι στην Ελλάδα στα παγκάκια, να κάνουν την πρέζα τους, τους έχω δει να τρώνε ξύλο, να είναι ματωμένοι, άκουγα και για περιπτώσεις που τους δολοφόνησαν, ενώ εδώ η κοινωνία τους αγκαλιάζει. Η συμπεριφορά μου απέναντι σε έναν χρήστη δεν είναι διαφορετική από ό,τι σε μία κυρία με Gucci. Πρέπει να τους φερθώ ακριβώς το ίδιο και όχι μόνο εγώ, όλοι οι υπάλληλοι οφείλουν να κάνουν το ίδιο. Πέρα από αυτό, και η πολιτεία τους προσφέρει στέγη, τα φάρμακά τους, τους έχει αποδεχτεί και τους φροντίζει. Και όχι μόνο αυτούς. Βλέπεις παιδιά με αυτισμό να δουλεύουν στο σουπερμάρκετ. Και η σχέση που έχεις με τους ανωτέρους σου είναι διαφορετική, με παίρνει ο μάνατζέρ μου τηλέφωνο και μιλάμε σαν να είμαστε φίλοι, με ευγένεια, ενώ στην Ελλάδα κυριαρχεί ο ενικός. Δεν την αντέχω την αγένεια. Κάποτε φορά δούλεψα σε ένα εστιατόριο που ο μάνατζερ ήταν Έλληνας και μάλωσα μαζί του. Ο τύπος είχε την ελληνική νοοτροπία «έλα δω», «πήγαινε εκεί», «το μάζεψες το τραπέζι;». Δεν μιλάνε έτσι οι Σκωτσέζοι. Μου αρέσει που όταν πας να ζητήσεις εδώ δουλειά δεν κοιτάζουν πώς είσαι εμφανισιακά, βλέπεις ανθρώπους με περιττά κιλά, όχι και τόσο εμφανίσιμους, σε bar, σε club, στην Ελλάδα αν δεν είσαι εμφανίσιμη κοπέλα ή αγόρι δεν σε παίρνει κανείς.

Υπάρχει κάποιος Έλληνας ράπερ που θεωρείς ότι έχεις καλλιτεχνική συγγένεια;

Σίγουρα. Οι τρεις ράπερ που θαυμάζω είναι ο Ραψωδός Φιλόλογος, ο Bloody Hawk και ο Iratus. Πιστεύω πως και όλοι προσπαθούμε να έχει η μουσική μας ένα ήθος και μία ευθύνη. Καταλαβαίνουμε πως επηρεάζουμε κόσμο. Εκείνοι μπορεί να επηρεάζουν χιλιάδες άτομα, εγώ εκατό, αλλά δεν παύουμε να είμαστε η επιρροή τους.

Η κουβέντα μας μέσω Skype κλείνει με μία στροφή και το ρεφρέν από το «Τίποτα Μόνος»:

«Πίσω κοιτάω και βλέπω το σήμερα / όταν η μάνα μου μου λέγε / δεν έχω πολλά να σου δώσω / προσπάθησε μόνος καλύτερα. / Πίσω κοιτάω και βλέπω το σήμερα / όταν η μάνα μου μου λέγε / δεν έχω πολλά να σου δώσω / και μου τα ’δωσε όλα δεν κράτησε τίποτα

Τίποτα μόνος / τίποτα μόνος μου δεν έχω κάνει / για όλα θα φταίει μια φίλη καλή / ή ένας φίλος αλάνι. / Τίποτα μόνος / τίποτα μόνος μου δεν έχω κάνει / έχω πέντε έξι ανθρώπους / έχω και εσένα μου φτάνει…».

Exit mobile version