Μπάλα από χρυσάφι: Όταν η γεωπολιτική αλλάζει τον ποδοσφαιρικό χάρτη
AP PHOTO
ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ

Μπάλα από χρυσάφι: Όταν η γεωπολιτική αλλάζει τον ποδοσφαιρικό χάρτη

SHARE THIS

Στο νέο επεισόδιο του podcast της ROSA «Πελότα Λίμπρε» μιλάμε για το ποδόσφαιρο που μοιάζει πλέον με σκακιέρα γεωπολιτικής, για τις ΗΠΑ, την Κίνα, το Κατάρ και τη Σαουδική Αραβία που επιχειρούν να αλλάξουν τους συσχετισμούς και να μεταφέρουν το ενδιαφέρον για την ανάπτυξη του αθλήματος εκτός Ευρώπης.

To 2023 θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα σημείο καμπής στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Στους μήνες που ακολούθησαν το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο σε χώρα του Περσικού Κόλπου, μια εποχή έφτασε στο τέλος της, με το οριστικό ηλιοβασίλεμα των ετών του μυθικού δυϊσμού μεταξύ Λιονέλ Μέσι και Κριστιάνο Ρονάλντο να ολοκληρώνεται. Δύο σπουδαίοι παίκτες που έχουν περάσει ολόκληρη την καριέρα τους στην Ευρώπη βρίσκονται τώρα για πρώτη φορά σε δύο διαφορετικές ηπείρους, στη Βόρεια Αμερική και τις Ηνωμένες Πολιτείες ο ένας, στην Μέση Ανατολή και τη Σαουδική Αραβία ο άλλος.

Η κληρονομιά και των δύο παικτών περνά ξεκάθαρα από τον αγωνιστικό στον πολιτικό και εμπορικό επίπεδο, με τον Μέσι να γίνεται  πιθανότατα το πρόσωπο του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2026 στις ΗΠΑ και τον Ρονάλντο να είναι πρεσβευτής του Ριάντ στην πορεία για τη διεκδίκηση διεθνών ποδοσφαιρικών event από τη βασιλική οικογένεια. Στο μεταξύ, η Σαουδική Αραβία φαίνεται πρόθυμη να δημιουργήσει το πλουσιότερο πρωτάθλημα στον κόσμο, προσπαθώντας να ανταγωνιστεί την Ευρώπη από άποψη ελκυστικότητας και αθλητικών συνθηκών. Μια φιλοδοξία που δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο των ονείρων του Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα επαναλαμβανόμενο, δομικό χαρακτηριστικό στην ιστορία του ποδοσφαίρου.

Το ποδόσφαιρο, έγραφε ο Εδουάρδο Γκαλεάνο, γεννήθηκε ως συμφωνία μεταξύ Ευρώπης και Νότιας Αμερικής. Ή, αν θέλουμε να είμαστε πιο ακριβείς, ως συμφωνία μεταξύ της Δυτικής Ευρώπης και ενός τμήματος της Νότιας Αμερικής, που περιλαμβάνει την Αργεντινή, τη Βραζιλία και την Ουρουγουάη, χώρες στις οποίες βρέθηκαν είτε εκστρατευτικά σώματα ευρωπαϊκών δυνάμεων, είτε μετανάστες από την Ευρώπη που βρήκαν εργασία σε έργα οικοδομικής ανάπτυξης. Έκτοτε άρχισε να αναδύεται αυτή η νέα πραγματικότητα στην ήπειρο, με τα πρώτα επαγγελματικά πρωταθλήματα και τη δυναμική συμμετοχή των Λατινοαμερικάνων στα Μουντιάλ να έρχονται να ανατρέπουν τις ποδοσφαιρικές ισορροπίες. Κάθε μία από αυτές τις προσπάθειες κουβαλούσε μαζί της λίγο πολύ προφανείς πολιτικές φιλοδοξίες: τον έλεγχο του ποδοσφαίρου και των οπαδών, σειρά εμπορικών επιχειρήσεων και μεγάλων brand στημένων γύρω και πάνω στο άθλημα να αποτελούν μία αλληγορία του ελέγχου της παγκόσμιας γεωπολιτικής σκακιέρας και της ανάγκης για επιβεβαίωση του έθνους-κράτους και των πολιτικών ηγεσιών.

Οι πρώτες που κινήθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες προσπάθησαν επανειλημμένα να ακολουθήσουν αυτόν τον δρόμο. Η πρώτη φορά ήταν τη δεκαετία του 1920, όταν οι επιφανείς οικονομικά ιδιοκτήτες των μεγάλων συλλόγων του μπέιζμπολ αποφάσισαν να επενδύσουν στο ποδόσφαιρο, δημιουργώντας ένα επαγγελματικό πρωτάθλημα. Την ίδια στιγμή ωστόσο, η γέννηση ενός σφριγηλού ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος στις ΗΠΑ επηρεάστηκε από το κλίμα της εποχής. Η παρέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο διέκοψε μια μακρά πορεία πολιτικής απομόνωσης και, παρόλο που υπήρχαν ακόμη αντιστάσεις για τη συμμετοχή της χώρας στις παγκόσμιες εμπόλεμες συρράξεις, η ιδέα ότι οι ΗΠΑ έπρεπε να τοποθετηθούν ως η ηγεμονική δύναμη παγκοσμίως κέρδιζε διαρκώς έδαφος.

Μια άλλη προσπάθεια δημιουργίας ενός νέου πόλου έλξης για τους μεγάλους διεθνείς ποδοσφαιριστές έγινε στα τέλη της δεκαετίας του 1940 στην Κολομβία, μια χώρα της Νότιας Αμερικής έξω από τον κύκλο των «μεγάλων δυνάμεων» του ηπειρωτικού ποδοσφαίρου. Η Dimayor, η πρώτη κατηγορία ποδοσφαίρου στη χώρα, χρηματοδοτούμενη από την τοπική κυβέρνηση, εκμεταλλεύτηκε την απεργία των παικτών στην Αργεντινή και τη μεταπολεμική κρίση στην Ευρώπη για να φέρει παίκτες όπως ο Adolfo Pedernera και ο Alfredo Di Stéfano, αλλά και οι Charlie Mitten, Neil Franklin και Gyula Zsengellér στα γήπεδά της.

Στη δεκαετία του 1970 ήταν και πάλι οι ΗΠΑ που επιχείρησαν να καθιερωθούν ως κόμβος για το παγκόσμιο ποδόσφαιρο εκτός Ευρώπης, με κεντρικό αστέρα τον Πελέ. Δύο δεκαετίες αργότερα ακολούθησε η ανάληψη του Μουντιάλ του ’94, με τη χώρα να προετοιμάζεται πλέον για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2026. Έχουν δαπανηθεί τεράστια ποσά στο άθλημα για να έρθουν μεγάλοι παίκτης στο MLS, όπως έγινε το 2007 με τον Ντέιβιντ Μπέκαμ, το 2018 με τον Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς και τώρα με τον Λέο Μέσι. Παράλληλα με τις ΗΠΑ, στην Μέση Ανατολή και τον Περσικό Κόλπο, το Κατάρ τροφοδοτούσε και τροφοδοτεί με αμέτρητα δισεκατομμύρια ευρώ αυτή την τάση στήριξης μη ευρωπαϊκών, λαμπερών πρωταθλημάτων, και ομάδων που ήρθαν να κάνουν αγορές πολυτελείας στη Γηραιά Ήπειρο, αποσπώντας τις υπογραφές σπουδαίων παικτών, με τους πρώτους που έκαναν τον βήμα προ εικοσαετίας να είναι οι Φρανκ Ντε Μπερ, Πεπ Γκουαρντιόλα, Μαρσέλ Ντεσαγί και Γκαμπριέλ Μπατιστούτα.


Ο Πελέ στην παρουσίασή του από την Cosmos της Νέας Υόρκης, τον Ιούνιο του 1975. Η παρουσία του στα γήπεδα των ΗΠΑ άνοιξε το δρόμο για την ανάληψη του Μουντιάλ του 1994.

Ο Πελέ στην παρουσίασή του από την Cosmos της Νέας Υόρκης, τον Ιούνιο του 1975. Η παρουσία του στα γήπεδα των ΗΠΑ άνοιξε το δρόμο για την ανάληψη του Μουντιάλ του 1994.

Ένα παρόμοιο εγχείρημα είχε προχωρήσει με την κινεζική Super League, η οποία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000 κέρδισε την παγκόσμια προσοχή ως ένας νέος, πολύ πλούσιος προορισμός για ξένους ποδοσφαιριστές. Η ιδιαιτερότητα του κινεζικού ποδοσφαίρου αποδεικνυόταν από το γεγονός ότι, αντί να στοχεύει μόνο σε καταξιωμένους παίκτες που βρίσκονταν στη δύση της καριέρας τους, ήταν το μοναδικό πρωτάθλημα εκτός Ευρώπης που μπορούσε να φέρει σημαντικούς παίκτες στην ακμή τους, όπως ο Όσκαρ και ο Χουλκ, βασικά μέλη της Σελεσάο από το 2010 και μετά.

Το «πάτημα» Κινέζων μεγαλοεπιχειρηματιών στο ποδόσφαιρο ήταν μία στρατηγική επιλογή και ξεκίνησε επί της ουσίας από τη νέα πολιτική πορεία που σηματοδότησε το 2012 η άνοδος του Σι Τζινπίνγκ στην κορυφή της εξουσίας. Ο νέος ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας ήθελε να εγκαινιάσει μία νέα περίοδο για τη χώρα,  θεμελιώνοντας το λεγόμενο «δρόμο του μεταξιού», μία κολοσσιαία επιχειρηματική πρωτοβουλία, ένα γιγαντιαίο οικονομικό «άνοιγμα» του κινεζικού κράτους σε διεθνές επίπεδο, προωθώντας ένα ιδιότυπο σχέδιο επεκτατικού κρατικού καπιταλισμού μέσω του οποίου το Πεκίνο ήθελε να τοποθετηθεί στο ίδιο επίπεδο με τις μεγάλες δυτικές δυνάμεις, διατηρώντας παράλληλα τον ρόλο του ως εναλλακτικό πόλο εξουσίας και γεωπολιτικής επιρροής απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η Σαουδική Αραβία θέλει να μάθει από τα στραβοπατήματα αλλά και τις επιτυχίες του παρελθόντος για να οικοδομήσει ένα πραγματικά ανταγωνιστικό πρωτάθλημα, εκμεταλλευόμενη το πακτωλό χρημάτων που διαθέτει και δαπανά η βασιλική οικογένεια, ποσά τα οποία προς το παρόν κανείς άλλος, καμία άλλη χώρα, δεν μπορεί να ανταγωνιστεί. Το ποδόσφαιρο στη χώρα, κυρίως το ποδόσφαιρο στις χαμηλότερες κατηγορίες αναπτύσσεται έστω δειλά, υπάρχει μία πολύ ισχυρότερη βάση φιλάθλων, μία αγορά 36 εκατομμυρίων κατοίκων, με μία εθνική ομάδα που είναι από τις καλύτερες στην Ασία από το 1984 και η οποία συμμετέχει στα Μουντιάλ σχεδόν ανελλιπώς από το 1994. Η τελευταία σεζόν της σαουδαραβικής Pro League είδε τέσσερις συλλόγους να έχουν πάνω από 10.000 φιλάθλους στις κερκίδες, ενώ στο γήπεδο της Al-Ittihād, της ομάδα όπου θα αγωνίζονται οι Καρίμ Μπενζεμά και Ν΄Κολό Καντέ από την επόμενη σεζόν, ο μέσος όρος θεατών ανά παιχνίδι έχει ξεπεράσει τους 40.000.

Ο πρώτος που πάτησε το πόδι του στη καυτή και πλούσια γη των Σαουδαράβων ήταν ο Βραζιλιάνος σταρ Ρομπέρτο Ριβελίνο το 1978, ο πρώτος παγκόσμιος πρωταθλητής που έπαιξε ποδόσφαιρο σε αραβική χώρα. Έχουν περάσει 45 χρόνια από τότε, μισός αιώνας σχεδόν, το σχέδιο της Σαουδικής Αραβίας για το ποδόσφαιρο είναι πολύ πιο δομημένο από ποτέ, υποστηρίζοντας τις πολιτικές φιλοδοξίες του πρίγκιπα Μοχάμαντ μπιν Σαλμάν, βασικού υποψήφιου για τη διαδοχή στο θρόνου, πρωθυπουργού και πρόεδρου του κρατικού επενδυτικού ταμείου PIF, μέσω του οποίου αγόρασε τη Νιούκαστλ και μόλις πριν λίγες ημέρες ανακοίνωσε ένα νέο επενδυτικό σχέδιο που θα οδηγήσει το Ταμείο να αγοράσει το 75% των μετοχών τεσσάρων συλλόγων της πρώτης κατηγορίας: της Al-Ittihād, της Al-Nassr, της Al-Hilal και της Al-Ahli. Στην πραγματικότητα, αυτές οι τέσσερις ομάδες θα καταλήξουν υπό κρατικό έλεγχο και θα μπορούν να επωφεληθούν από ένα σχεδόν απεριόριστο ποσό κεφαλαίων για να ενισχυθούν, ευθυγραμμίζομενες έτσι με το σχέδιο «Vision 2030», το όραμα του πρίγκιπα μπιν Σαλμάν να καταστήσει τη Σαουδική Αραβία παγκόσμια οικονομική και διπλωματική δύναμη, χρησιμοποιώντας ως έναν από τους βασικούς πυλώνες του σχεδίου το ποδόσφαιρο.

Ακούστε το νέο επεισόδιο του podcast «Πελότα Λίμπρε»:

Exit mobile version