Πολ Μπράιτνερ: Μπάλα, Μάο, Μαζεράτι
AP PHOTO
ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ

Πολ Μπράιτνερ: Μπάλα, Μάο, Μαζεράτι

SHARE THIS

Στο νέο επεισόδιο του podcast της ROSA «Πελότα Λίμπρε» μιλάμε για τον «Κόκκινο Πολ», όπως ήταν γνωστός λόγω των ιδεών του, που χάρισε όμορφες στιγμές αλλά και στιγμές γέλιου στο γερμανικό και ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο καταφέρνοντας να μην είναι ποτέ βαρετός και προβλέψιμος.

«Σε ηλικία 16 ετών, ο θάνατος του Τσε Γκεβάρα είχε μεγάλη επίδραση πάνω μου. Αυτό ήταν ένα πολύ σημαντικό στάδιο στην προσωπική μου εξέλιξη και στη διαμόρφωση των αξιών μου» υποστήριξε ο Πολ Μπράιτνερ, απαντώντας συχνά προκλητικά σε ερωτήσεις που του έκαναν οι δημοσιογράφοι για τις ιδεολογικές του προτιμήσεις. «Οι ιδέες του Τσε και του Μάο καθόρισαν τη σκέψη μου από νεαρή ηλικία. Κατά κάποιο τρόπο βλέπω στο ποδόσφαιρο αυτήν την επανάσταση για την οποία μιλούσαν. Μια επανάσταση της κίνησης, της οργάνωσης, του ρυθμού και της συλλογικότητας» έλεγε ο Μπράιτνερ.

Στο ντεμπούτο του με την εθνική Γερμανίας, στις 22 Σεπτεμβρίου 1968 στο Άουγκσμπουργκ απέναντι στη Γιουγκοσλαβία, ο Μπράιτνερ σημείωσε το μοναδικό γκολ της ομάδας στην ήττα με 1-4. Επιστρέφοντας στα αποδυτήρια μετά το τέλος της αναμέτρησης, κι ενώ περίμενε έναν απολογισμό για τα αιτία της ήττας, είδε εκπροσώπους της γερμανικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας να του ζητούν να κουρευτεί και να αποχωριστεί την πλούσια κόμη του και τις φαβορίτες του. Αυτή ήταν η αρχή της θυελλώδους σχέσης μεταξύ της διοίκησης της ομοσπονδίας, της Deutscher Fußball-Bund (DFB), και του ίδιου, η οποία κράτησε μέχρι και την αποχώρησή του από την αγωνιστική δράση. Τα χρόνια εκείνα, ο Μπράιτνερ δεν έχανε την ευκαιρία να σημειώνει ότι οι εθνικοί ύμνοι στους αγώνες των εθνικών ομάδων ήταν η «πιο βαρετή διαδικασία στο ποδόσφαιρο» που καταστρέφει, όπως υπογράμμιζε, «τη συγκέντρωση των παικτών».

Το 1970, αγωνιζόμενος με την φανέλα της Μπάγερν Μονάχου, κλήθηκε να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία, την οποία απέφευγε με κάθε τρόπο. Δεν παρουσιάστηκε στο κέντρο νεοσυλλέκτων, με τη στρατιωτική αστυνομία να τον αναζητά, τον ίδιο να παίζει κρυφτό μέσω φίλων και γνωστών, ο συμπαίκτης του Uli Hoeneß, τον πήγαινε μυστικά από εδώ κι από εκεί μέχρι που τελικά είδε την φωτογραφία του στην πόλη, σχεδόν επικηρυγμένος, κι αναγκάστηκε να «ενδώσει». Πέρασε ένα χρόνο καθαρίζοντας στρατιωτικές τουαλέτες ενώ οι συμπαίκτες του έπαιζαν μπάλα στα γήπεδα της Bundesliga. Φύσει προβοκάτορας, ο «Red Paul», ο «Κόκκινος Πολ», όπως ήταν ευρέως γνωστός, προς μεγάλη απογοήτευση της διοίκησης της Μπάγερν, φωτογραφήθηκε καθισμένος σε μια πολυθρόνα να διαβάζει ένα αντίτυπο του Peking Review με αφίσες του Μάο και του Τσε Γκεβάρα στον τοίχο πίσω του. Την ίδια χρονιά, οι New York Times τον αποκάλεσαν τον «νεότερο ήρωα του γερμανικού νεολαιίστικου κινήματος», σε μια δεκαετία που ποδοσφαιρικά ξεκινούσε με τις καλύτερες προδιαγραφές για τον ίδιο.

Παρότι κήρυκας των σοσιαλιστικών ιδεών, ο Μπράιντερ δεν δίστασε – όπως του προσάπτουν άλλοτε σύντροφοί του – να μετακομίσει στη Μαδρίτη και τη Ρεάλ, την αγαπημένη ομάδα του στρατηγού Φράνκο, με την οποία κατέκτησε δύο πρωταθλήματα και ένα κύπελλο Ισπανίας, καταγράφοντας 84 συμμετοχές και 10 γκολ σε τρία χρόνια. Ανέπτυξε επίσης μια μεγάλη αγάπη για τα ακριβά σπίτια και τα μεγάλου κυβισμού αυτοκίνητα. Το 1977 υπήρξε από τους πρώτους παίκτες διεθνώς που πήρε μέρος σε διαφήμιση καπνοβιομηχανίας, κυκλοφορώντας στο Μόναχο με μια Μαζεράτι, υπέγραψε ένα συμβόλαιο 150.000 γερμανικών μάρκων με μια εταιρεία καλλυντικών για να ξυρίσει τα γένια του – εκείνα τα γένια που είχε αφήσει για να επιβεβαιώσει τις αριστερές του ρίζες – λέγοντας ότι «το μούσι δεν είναι κάτι πολύ σημαντικό για μένα, απλώς το έχω γιατί αρέσει στη γυναίκα μου», συμμετέχοντας επίσης σε διαφημίσεις για την αμερικανική αλυσίδα fast-food McDonald’s. Μάλιστα το 1976, πρωταγωνίστησε σε μια ταινία που ονομαζόταν «Potato Fritz», ένα γουέστερν της κακιάς ώρας με κάποιους Γερμανούς που σκόνταψαν πάνω σε μια συμμορία κλεφτών χρυσού. «Τους έδωσα κάτι να γράψουν και με άφησαν ήσυχο» θα εξηγούσε αργότερα, προσθέτοντας ότι οι άνθρωποι και οι απόψεις τους συχνά αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου και ότι αυτό ήταν το σημάδι της ωρίμανσης του ανθρώπου. «Τα χρήματα από μόνα τους είναι ένα μέσο για έναν σκοπό, τίποτα παραπάνω», θα δήλωνε στην εφημερίδα Die Welt.

Το 1977 επέστρεψε στη Γερμανία και υπέγραψε στην Eintracht Braunschweig, που τότε ανήκε στον μεγιστάνα της Jägermeister, Günter Mast. Ήταν, ωστόσο, απογοητευμένος με αυτό που χαρακτήρισε ως «ερασιτεχνική στάση» των συμπαικτών του και παρομοίασε την ομάδα με «ένα μαγαζί του χωριού όπου όλοι απλώς μιλούν για βαρετά πράγματα». Το καλοκαίρι του 1978, ο Μπράιτνερ επέστρεψε στην Μπάγερν, η οποία περνούσε μια μεταβατική περίοδο. Την επόμενη χρονιά, με τον Uli Hoeneß ως Business Manager, τον Pál Csernai ως προπονητή και τον ίδιο ως αρχηγό του συλλόγου, η Μπάγερν θα ξεκινούσε μια νέα ανοδική πορεία, κατακτώντας δύο τίτλους στη Bundesliga και ένα Κύπελλο Γερμανίας. Με τον Καρλ-Χάιντς Ρουμενίγκε μπροστά, ο Μπράιτνερ μπορούσε να επικεντρωθεί στη μεσαία γραμμή και οι Βαυαροί, με παρατσούκλι πλέον το «FC Breitnigg», έφτιαξαν μια τρομερή ομάδα που έσπαγε κόκκαλα στο κέντρο και την άμυνα.

Η δεύτερη περίοδος του Μπράιτνερ στο Μόναχο αποδείχθηκε πιο επιτυχημένη από την πρώτη – μια εποχή που ο ίδιος έφτασε στο απόγειο της ποδοσφαιρικής του πορείας, σημειώνοντας 66 γκολ σε 146 εμφανίσεις. Αναδείχθηκε παίκτης της χρονιάς στη Γερμανία το 1981 και τερμάτισε δεύτερος μετά τον Ρουμενίγκε στη ψηφοφορία για τη «Χρυσή Μπάλα» εκείνης της χρονιάς.

Ακούστε το νέο επεισόδιο του podcast «Πελότα Λίμπρε»:

Exit mobile version