Ρονάλντο: Ένα «Φαινόμενο» που δεν έχουμε ξαναδεί ποτέ
AP PHOTO DUSAN VRANIC
ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ

Ρονάλντο: Ένα «Φαινόμενο» που δεν έχουμε ξαναδεί ποτέ

SHARE THIS

Στη δεκαετία του 1990, ένα παιδί από τη μεσοαστική γειτονιά Μπέντο Ριμπέιρο του Ρίο ντε Τζανέιρο χάραξε ένα μοναδικό ποδοσφαιρικό μονοπάτι που κανείς δεν διέβη έκτοτε, αλλά πολλοί επιχείρησαν να το περπατήσουν.

Αυτό το παιδί δεν ήταν άλλο από τον Ρονάλντο Λουίς Ναζάριο ντε Λίμα, γνωστός ως το «Φαινόμενο», «O Fenômeno», αλλά και «Originaldo» για κάποιους μύστες του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου. Αυτό το παιδί που έκανε τον σερ Μπόμπι Ρόμπσον να τον κοιτά με το στόμα ανοιχτό καθώς περνούσε σαν σκιέρ που κάνει σλάλομ στις αντίπαλες άμυνες, αφήνοντας «κόκκαλο» τους αμυντικούς. Αυτό το παιδί, αυτός ο επιθετικός, ο μεγαλύτερος της σύγχρονης εποχής που κέρδισε τρία βραβεία «Καλύτερου Παίκτη της Χρονιάς», δύο «Χρυσές Μπάλες» και σκόραρε πάνω από 400 γκολ στην καριέρα του.

Ο Ρονάλντο προσέγγιζε σχεδόν κάθε ένα από τα 600 παιχνίδια του σαν ένα φιλοπερίεργο κουτάβι που μόλις έβλεπε νερό για πρώτη φορά, έμπαινε μέσα με το κεφάλι. Όπως κάναμε μικροί όταν βλέπαμε λάσπες και λιμνάζοντα νερά και θέλαμε να πηδήξουμε μέσα. Ακόμη και προς το τέλος της καριέρας του, με εκατομμύρια στην τράπεζα και με τα γόνατά του σμπαραλιασμένα, η χαρά του μόλις έπαιρνε την μπάλα ήταν κάτι παραπάνω από έκδηλη. Κάθε φορά, ακόμα και μετά τους οδυνηρούς τραυματισμούς στα γόνατα, τον έβλεπες πως χάιδευε με τα πόδια την μπάλα, σαν το πιο πολύτιμο και συνάμα το πιο απελευθερωτικό αντικείμενο που θα μπορούσε να έχει μπροστά του. Κάθε φορά που ερχόταν η μπάλα στα πόδια του ένιωθες αυτή την ταραχή, η αδρεναλίνη διέτρεχε τις φλέβες σου, έπιανες τον φίλο σου αργά από το χέρι, έτοιμος να πανηγυρίσεις ή άφηνες την μπύρα στο τραπέζι για να μην τη χύσεις, με το βλέμμα γαντζωμένο, σχεδόν αποχαυνωμένο στην οθόνη. Εκατομμύρια οπαδοί σε όλο τον πλανήτη αναστέναζαν από ικανοποίηση και ηδονή μέσα κι έξω από το γήπεδο, όταν ετοιμαζόταν να κάνει εκείνες τις κατά μέτωπο κούρσες ή από το πουθενά έσκαγε βολίδες προς την αντίπαλη εστία.

«Το ποδόσφαιρο για μένα είναι… η ζωή μου»

Η εθνική ομάδα της Βραζιλίας που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994 ήταν μια αινιγματική, όσο κι αέρινη ομάδα. Υπήρχε ο Ντούγκα που έτρεχε στα τάκλιν και έπαιζε απλό ποδόσφαιρο κυριαρχώντας στο κέντρο. Υπήρχε ο Μπράνκο με το αριστερό πόδι που έστελνε βολίδες στην εστία, πρόδρομος του Ρομπέρτο Κάρλος, και βέβαιο ο Ρομάριο, ο βασιλιάς της μικρής περιοχής που είχε τον «αέρα» του πιο αδυσώπητου πορτιέρη νυχτερινού κέντρου, ανοίγοντας τα χέρια για να ισορροπήσει την απότομη κίνηση της μέσης του και τις στριφογυριστές ντρίμπλες, κάνοντας «κρουαζιέρες» γύρω από τους κεντρικούς αμυντικούς. Μαζί με αυτούς τους τύπους θα έβλεπες στην άκρη του πάγκου τον 17χρονο τότε Ρονάλντο, που τις λίγες φορές που τον έδειξε η κάμερα είχε αυτό το χαμόγελο-σήμα κατατεθέν. Λίγα λεπτά αφότου ο Ρομπέρτο Μπάτζιο έστελνε τη μπάλα σε τροχιά Σελήνης, με τον Φράνκο Μπαρέζι να ξεσπά σε κλάματα, οι Βραζιλιάνοι με τις φαντεζί στολές ξεπηδούσαν από τον πάγκο για να πανηγυρίσουν και μαζί με αυτούς και ο Ρονάλντο. «Και εδώ είναι το νούμερο 20, ο θαυματουργός Ρονάλντο», είπε ο Αμερικανός σχολιαστής. «Δεν τον έχουμε δει, αλλά λένε ότι είναι ξεχωριστός». Τότε χαμογέλασε για πρώτη φορά στον παγκόσμιο ποδοσφαιρικό κόσμο, γιατί στην Βραζιλία τον γνώριζαν ήδη και μάλιστα πολύ καλά.

Ο Ρονάλντο δεν μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια, όπως πολλοί συμπατριώτες και συναθλητές του. Δεν μεγάλωσε όμως ούτε μέσα στα πλούτη και τις ανέσεις, ωστόσο στο σπίτι είχε τα βασικά για να νιώσει ασφάλεια μακριά από την ανέχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Ερχόταν από μια στοργική οικογένεια όπου εργάζονταν και οι δύο γονείς του και υπήρχε αρκετό φαγητό για τον Ρονάλντο και τα δύο του αδέρφια. Με τα γράμματα δεν τα πήγαινε καλά, δεν γούσταρε το σχολείο κι αφιέρωνε τον περισσότερο χρόνο του στο ποδόσφαιρο, με τον πατέρα του να ανεβαίνει στην κορυφή ενός λόφου για να τον ακούσει από το ραδιοφωνάκι στον πρώτο του αγώνα με τη φανέλα της Κρουζέιρο. Στη μητέρα του έδωσε το πρώτο του μισθό για να αγοράσει καινούργιο φούρνο στην κουζίνα και ένα καλύτερο κρεβάτι για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα με τη μέση της.

Στους δεκατέσσερις μήνες που προηγήθηκαν του Μουντιάλ των ΗΠΑ, ο Ρονάλντο είχε σκοράρει 44 γκολ σε 47 αγώνες για την Κρουζέιρο. Αδύνατος, με ξυρισμένο κεφάλι, έκανε «σκόνη» τις αντίπαλες άμυνες. Κεφαλιές, γρήγορα τελειώματα με τη μία, σλάλομ εντός και εκτός περιοχής. Δύο μάλιστα γκολ έδειξαν -για όποιον δεν είχε καταλάβει- τι θα ακολουθούσε: Στις 7 Νοεμβρίου 1993, ο Ρονάλντο «εξερράγη» στη συνείδηση του κοινού πετυχαίνοντας πέντε γκολ στη νίκη με 6-0 εναντίον της Μπαΐα. Αν τα πρώτα τέσσερα γκολ έδειξαν ότι ήταν σε καλό δρόμο για να γίνει ένας απόλυτα ολοκληρωμένος επιθετικός, τότε το πέμπτο συμπύκνωνε τη fun πλευρά του. Αφού ο τερματοφύλακας της Μπαΐα είχε πιάσει την μπάλα, στεκόμενος στα γόνατά του, την αφήνει για κλάσματα δευτερολέπτου για να χλευάσει τους οπαδούς της Κρουζέιρο που πανηγύριζαν, νομίζοντας ότι δεν ήταν κανένας από τους αντίπαλους επιθετικούς γύρω του κι από το πουθενά, κρυμμένος σαν γάτα, σκάει από πίσω του ο Ρονάλντο, τσιμπάει την μπάλα και τη στέλνει στα δίχτυα, τρέχοντας χαμογελαστός να πανηγυρίσει με τους συμπαίκτες του. Λίγους μήνες μετά, στις 6 Απριλίου 1994, θα έβαζε ένα εκπληκτικό γκολ απέναντι στην Μπόκα Τζούνιορς για το Copa Libertadores, περνώντας κυριολεκτικά τους πάντες, με τον Μάριο Ζαγκάλο, ομοσπονδιακό τεχνικό της Βραζιλίας, να του τηλεφωνεί την επόμενη ημέρα για να τον καλέσει στην εθνική ομάδα για το Μουντιάλ των ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους σκάουτερ να στέλνουν «πύρινες» αναφορές στα μεγάλα κλαμπ.

Ο Άλεξ Φέργκιουσον αποκάλυψε πρόσφατα ότι τον ήθελε όσο τίποτα άλλο στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, αλλά βρισκόταν πολύ μακριά από το να τον φέρει στο Ολντ Τράφορντ, καθώς έπρεπε να περάσει από ένα γραφειοκρατικό κυκεώνα. Φανταστείτε να είχε έρθει στο νησί και να έπαιζε μαζί με τον Γκιγκς, τον Καντονά και όλη εκείνη την τρελοπαρέα που άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα της στην Πρέμιερ Λιγκ. Ο Λούις φαν Χάαλ νόμιζε επίσης ότι είχε βρει τον άνθρωπό του, φλερτάροντας με την προοπτική να έχει στην επίθεση του Άγιαξ τον Ρονάλντο μαζί με τον Πάτρικ Κλάιφερτ και τον Κανού. Ο «μάγος» της Κρουζέιρο όμως άκουσε τη συμβουλή του Ρομάριο και μετακόμισε στην PSV Αϊντχόφεν. «Το σόου του Ρονάλντο ξεκίνησε άμεσα όταν σκόραρε τρία γκολ με το καλημέρα», θα πει ο Φρανκ Άρνεσεν, τότε τεχνικός διευθυντής της PSV. «Δεν ήταν μόνο τα τσουβάλια γκολ. Ήταν ο τρόπος, οι σόλο ενέργειες, όταν περνούσε τρεις-τέσσερις παίκτες. Τον έμαθαν όλοι τότε στην Ευρώπη». Ολοκλήρωσε τη σεζόν με 35 γκολ σε 36 αναμετρήσεις. «Το ποδόσφαιρο για μένα είναι… η ζωή μου. Αν δεν μπορώ να το κάνω αυτό, τότε…». Γρήγορα έγινε σαφές ότι, παρά το γεγονός ότι ήθελε να μείνει άλλον έναν χρόνο στην Ολλανδία, η ώρα για να ενταχθεί σε έναν από τους κορυφαίους συλλόγους της Ευρώπης είχε φτάσει.

«Ρονάλντο; Ό,τι καλύτερο έχω δει με τα μάτια μου»

Αυτό είχε δηλώσει ο Ζοζέ Μουρίνιο όταν τον είχε δει από κοντά να παίζει στην Μπαρτσελόνα. Στη μοναδική του σεζόν με τους «μπλαουγκράνα» κινήθηκε στα γνωστά επίπεδα, περνώντας έναν χρόνο κάνοντας κάθε αντίπαλο και ομάδα που αντιμετώπιζε να μοιάζουν με λείψανα. Είχε αυξήσει την επιτάχυνσή του στις περίφημες κούρσες του έξω από τη μεγάλη περιοχή, ήξερε να απλώνει την μπάλα δεξιά κι αριστερά, καταφέρνοντας να γλιστρά μέσα από πολλά πόδια που έμπαιναν μπροστά για να τον εμποδίσουν. Ενενήντα λεπτά έντασης, μπάλα υψηλού επιπέδου, με το Καμπ Νου να χοροπηδά κάθε φορά που τον έβλεπε να αγγίζει την μπάλα. Αυτό το χοροπηδητό άρχισε να κάνει το γύρο της Ισπανίας και, μετά, ολόκληρης της ηπειρωτικής Ευρώπης, με τους Φέργκιουσον και Βενγκέρ να συζητάνε αχόρταγα γι’αυτόν τον παίκτη που «βιάζεται να βάλει πολλά γκολ», όπως έλεγαν.

Στο στάδιο San Lázaro της Κομποστέλα , ο Ρονάλντο πέτυχε ένα από τα πολλά «signature» γκολ του, ένα από τα πολλά κληροδοτήματα που έχει αφήσει στην ποδοσφαιρική ανθρωπότητα. Ένα γκολ που έχει εκατομμύρια θεάσεις στο YouTube, που δεν χορταίνεις να το βλέπεις, που το χρησιμοποίησε η Nike σε διαφήμισή της με το σλόγκαν «Κι αν ζητούσες από τον Θεό να γίνει ο καλύτερος ποδοσφαιριστής στον κόσμο… Κι άκουγε;». Ένα γκολ που λες «Τι κάνει εκεί ρε φίλε;», που δεν πιστεύεις ότι θα φτάσει εκεί που φαντάζεσαι ότι θα φτάσει, περνώντας πέντε παίκτες, με έναν να του τραβάει μάλιστα και την φανέλα, για να σκοράρει πέφτοντας μπροστά από τον τερματοφύλακα. «Δεν είναι ένας παίκτης, είναι ένα κοπάδι», είχε δηλώσει εμφατικά ο θρύλος της Ρεάλ Μαδρίτης, Χόρχε Βαλντάνο, για να καταδείξει την ορμή που είχε όταν έτρεχε κατά μέτωπο.

Υπάρχουν πολλές διαφορετικές ιστορίες για τους λόγους που Ρονάλντο άφησε την Μπαρτσελόνα. Λίγη σημασία έχει να μάθουμε το γιατί, με την Ίντερ να πληρώνει τη ρήτρα εξαγοράς του και να υπογράφει τον καλύτερο παίκτη της χρονιάς από τη FIFA με 47 γκολ σε 49 εμφανίσεις και ένα Κύπελλο UEFA στην τροπαιοθήκη του. Ο Μπόμπι Ρόμπσον είχε κάνει το όνειρό του πραγματικότητα, έχοντας το «Φαινόμενο» υπό τις οδηγίες του στη Βαρκελώνη, με τον Ρονάλντο να του πλέκει το εγκώμιο. «Είμαι περήφανος που δούλεψα μαζί του. Ήταν ένας εξαιρετικός προπονητής και ένας εκπληκτικός άνθρωπος. Ήταν σαν πατέρας για μένα».

Την Κυριακή 22 Μαρτίου 1998, ο Ρονάλντο σημείωσε το 17ο γκολ του στη Serie A στο «derby della Madonnina» απέναντι στην Μίλαν στο Σαν Σίρο. Το ιταλικό πρωτάθλημα ήταν στα καλύτερά του τότε, με τους κορυφαίους παίκτες από όλο τον κόσμο να κοσμούν τα γήπεδα της χώρας και τον Ρονάλντο να συμμετέχει σε αυτό, στην πιο ιδανική χρονική συγκυρία και για τον ίδιο, λίγο πριν το Μουντιάλ της Γαλλίας. Μετά από 75 λεπτά παιχνιδιού, αναστατώνοντας τους Ντεσαγί, Μαλντίνι και Ντοναντόνι, κάνοντας σπριντ σε αντεπίθεση των «νεραντζούρι», δέχθηκε την εξαιρετική, διαγώνια μπαλιά του Φραντσέσκο Μοριέρο από τα δεξιά και πετάχθηκε με προβολή μπροστά από τον Ιμπραήμ Μπα για να στείλει την μπάλα στα δίχτυα. Αν στην Ισπανία είχε μάθει να κινείται σε μικρούς χώρους, στο Καμπιονάτο κατάφερε να απελευθερωθεί στα παιχνίδια αντεπιθέσεων και να γίνει πραγματικά ασταμάτητος. Εκεί οι Ιταλοί του έδωσαν το παρατσούκλι «O Fenômeno», που έμελλε να τον συνοδεύει για πάντα.

Φτάνοντας στο Μουντιάλ της Γαλλίας, ο Ρονάλντο ήταν ο καλύτερος παίκτης στον κόσμο. Πήγε την ομάδα στον τελικό απέναντι στους οικοδεσπότες, αλλά πριν το ματς όλα έσβησαν. Έπεσε ο διακόπτης και δύσκολα θα μάθουμε τι ακριβώς έγινε, πέρα από όσα γράφτηκαν τότε. Ίσως στο νέο ντοκιμαντέρ του ετοιμάζεται για την καριέρα του ο Ρομπέρτο Κάρλος, που μοιραζόταν το ίδιο δωμάτιο με τον Ρονάλντο στο Παρίσι, μπορεί να ρίξει φως, ωστόσο μέχρι τότε όσοι παρακολουθούσαμε εκείνες τις στιγμές νιώσαμε μεγάλα πίκρα κι απογοήτευση. Και συμπόνια επίσης. Ο τελικός ήταν μια επώδυνη διαδικασία και για τους Βραζιλιάνους, και για όσους αγαπάμε τη Σελεσάο και το ποδόσφαιρο και, βέβαια, για τον ίδιο τον Ρονάλντο. Ο χρισμένος βασιλιάς του ποδοσφαίρου τριγυρνούσε στον αγωνιστικό χώρο του Stade de France αγνώριστος, μπερδεμένος, μοναχικός, σαν να είχε ξεφουσκώσει η μπάλα μπροστά του και δεν ήθελε να την ακουμπήσει.

Τα χρόνια που ακολούθησαν στο Μιλάνο μέχρι την μεταγραφή στη Ρεάλ Μαδρίτης των «galácticos» ήταν συννεφιασμένα. Ωστόσο, ακόμα και στα λίγα παιχνίδια που έπαιξε λόγω των μεγάλων τραυματισμών και επεμβάσεων στο γόνατο, το πάλευε. Οι γιατροί στην Ίντερ μάλλον δεν τον βοήθησαν, δεν είχαν από ό,τι φαίνεται μια ολιστική ιατρική προσέγγιση, κάτι που φάνηκε ένα χρόνο μετά. Πέντε μήνες μετά τον τραυματισμό του, επέστρεψε στο γήπεδο στον πρώτο αγώνα του τελικού του Coppa Italia απέναντι στη Λάτσιο. Επτά λεπτά μετά την είσοδο στον αγωνιστικό χώρο, ο Ρονάλντο δέχθηκε την μπάλα, «πάγωσε» με τις ακαριαίες κινήσεις του την άμυνα των Ρωμαίων, και εκεί που είπαμε δειλά το «επέστρεψε…», έκανε μία προσποίηση προς τα δεξιά, θέλοντας να περάσει μέσα από δύο αμυντικούς. Αυτό ήταν. Το γόνατό του τον πρόδωσε, κατέρρευσε. Η εικόνα του να ουρλιάζει, καθώς έπιανε το δεξί του γόνατο και έπεφτε στο πλάι ακόμα προκαλεί ταραχή, με τον Πανούτσι, τον Ζαμοράνο και τους υπόλοιπους παίκτες που βρίσκονταν κοντά να είναι σοκαρισμένοι. Αφού ούρλιαζε για ένα ολόκληρο λεπτό, ένας γιατρός που τον είχε πλησιάσει του ψέκαζε νερό στο γόνατο. Δεν είχε πάρει χαμπάρι τι είχε συμβεί. Καθώς τον μετέφεραν προς το τούνελ, οι κραυγές του αντηχούσαν στους τοίχους και τα γουόκι-τόκι που ήταν ανοιχτά για την ενδοεπικοινωνία «έτριζαν».

Η επιστροφή

«Μερικές φορές κοιτάζω πίσω και σκέφτομαι τις επεμβάσεις, όταν ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του νοσοκομείου και έτρεχε αίμα από το γόνατό μου. Σκέφτομαι εκείνη την εποχή και τον πόνο και μου δίνει δύναμη». Αυτά είχε δηλώσει την παραμονή του τελικού του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2002 στην Ιαπωνία. Ο Ρονάλντο ήταν εκεί, δεν τον «τελείωσε» ο τραυματισμός του. Ήταν πιο βαρύς, είχε βάλει κιλά, ήταν πιο αργός, δεν έκανε τις πιρουέτες, τα stepover που είχαμε συνηθίσει. Ήταν όμως εκεί, σκόραρε 8 φορές στη διοργάνωση, έβαλε τα δύο γκολ στον τελικό και «καθάρισε» τους Γερμανούς, με τον Σκολάρι να τον βγάζει αλλαγή στο 90ο λεπτό για να γνωρίσει την αποθέωση από το γήπεδο.

Είναι δύσκολο να σκεφτείς πολλές επιστροφές σε τοπ επίπεδο για έναν αθλητή με ένα τέτοιο γόνατο. Έναν αθλητή που επανήλθε αφού πέρασε σχεδόν δύο χρόνια εκτός γηπέδων για να πάρει την ομάδα του από το χέρι και να σηκώσει το τρόπαιο του Μουντιάλ. Έπαιξε στο ρελαντί στους ομίλους, ανέβασε ρυθμούς στα νοκ-άουτ παιχνίδια και «έσπασε» τον τσαμπουκά του Όλιβερ Καν στον τελικό. The King is in the building. «Μπορώ ακόμα να το κάνω», είπε στις κάμερες μετά το σφύριγμα της λήξης. «Μπορώ ακόμα να σκοράρω».

Εννέα μήνες αφότου άφησε την Ίντερ, ο Ρονάλντο και η Ρεάλ Μαδρίτης αντιμετώπισαν την Αθλέτικ Μπιλμπάο στο Μπερναμπέου. Οι Μαδριλένοι χρειάζονταν μια νίκη στον τελευταίο αγώνα της σεζόν για να εξασφαλίσουν τον 29ο τίτλο της La Liga. Από τότε που σκόραρε στο ντεμπούτο του τον Σεπτέμβριο, ο τρεις φορές πλέον «Παίκτης της Χρονιάς» από τη FIFA είχε «φωτίσει» τη La Liga και τον ουρανό της Μαδρίτης. Παρά τα πολλά αστέρια, εκείνη η ομάδα ήταν μία καλά ισορροπημένη ομάδα, με τον Μακελελέ να ελέγχει το κέντρο, τον Γκούτι και τον ΜακΜάναμαν να τροφοδοτούν από τα άκρα τους Ραούλ και Ρονάλντο και τον Ζινεντίν Ζιντάν να είναι…ο Ζινεντίν Ζιντάν. Εκείνη την πρώτη χρονιά ο Ρονάλντο συνεργαζόταν με τον Γάλλο με κλειστά μάτια, σκοράροντας 30 γκολ σε 44 παιχνίδια.

Εκείνο το παιχνίδι, εκτός από το χατ-τρικ στο Ολντ Τράφορντ, ήταν η κορύφωση της καριέρας του με την Ρεάλ, με την οποία σημείωσε πάνω από 120 γκολ σε πέντε χρόνια. Οι τραυματισμοί ήταν πίσω, είχε βρει και πάλι την εκρηκτικότητά του κι αν το γόνατό του δεν είχε περάσει όσα είχε περάσει, δεν ξέρω πραγματικά που θα μπορούσε να είχε φτάσει. Ήταν σαν ο ποδοσφαιρικός Θεός να του έβαλε ένα στοπ γιατί διαφορετικά, μαζί με την επιστήμη, ο Ρονάλντο θα ξεπερνούσε ακόμα και την ίδια την μυθοπλασία.

«Ήταν ο καλύτερος επιθετικός που έχω δει ποτέ», είχε πει ο Λιονέλ Μέσι. «Μπορούσε να σκοράρει από το πουθενά και να τους περάσει όλους». Δεν ήταν μόνο ο Μέσι που το είχε παραδεχτεί. Δύο χρόνια μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση, ο Ζινεντίν Ζιντάν κλήθηκε να επιλέξει τον καλύτερο παίκτη με τον οποίο έπαιξε. Γρήγορα, χωρίς δεύτερη σκέψη, απάντησε «Ρονάλντο». «Γιατί;», επέμεινε ο δημοσιογράφος του CNN. «Γιατί;», αναρωτήθηκε ο Ζιντάν, κουνώντας το κεφάλι του χαμογελώντας. «Επειδή πολύ συχνά βλέπουμε μεγάλους παίκτες να ανεβαίνουν και να αποδίδουν στα μεγαλύτερα παιχνίδια – κι αυτό έκανε. Αλλά μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στην προπόνηση. Είχε τέτοια άνεση με την μπάλα. Σαν να μην αγχωνόταν ποτέ κι αυτό ήταν ενοχλητικό για κάποιους (…)». Ζλάταν, Ανρί, Νέστα, Ροναλντίνιο, Μαλντίνι και πόσοι άλλοι παίκτες που τον είχαν συμπαίκτη ή αντίπαλο, είπαν ακριβώς τα ίδια.

«Δεν ανησυχώ μήπως δεν αρέσω σε λίγους, αρκεί τους περισσότερους να τους έκανα ευτυχισμένους»

Η επιστροφή στο Μιλάνο, αυτή τη φορά για χάρη της Μίλαν, στην οποία εντάχθηκε έξι μήνες αφότου σημείωσε το τελευταίο από τα 15 γκολ του στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006 στη Γερμανία, δεν ήταν σαν τις προηγούμενες. Υπάρχει, ωστόσο, μία ξεχωριστή στιγμή που μας λέει πολλά για τον Ρονάλντο. Την Κυριακή 11 Μαρτίου 2007, σχεδόν εννέα χρόνια μετά από εκείνη την «trivela» με την φανέλα της Ίντερ, ο Ρονάλντο ηγήθηκε της επιθετικής γραμμής των «ροσονέρι» στην εκτός έδρας ισοπαλία απέναντι στους οπαδούς της ομάδας που τον είχαν λατρέψει. Πριν από το παιχνίδι χιλιάδες μηνύματα μίσους και οργής από μερίδα των οργανωμένων οπαδών είχαν στοιχειώσει τα social media και τους δρόμους της πόλης, με τον ίδιο όμως να μην πολυασχολείται. Μπήκε στο γήπεδο, πήρε την μπάλα από τα δεξιά, έκοψε προς το κέντρο και την έφερε στο αριστερό πόδι για να εκτοξεύσει μία βολίδα που «καρφώθηκε» στην δεξιά γωνία του συμπατριώτη του Ζούλιο Σέζαρ. «Proprio Ronaldo!», αναφώνησε ο sportcaster, με τον Βραζιλιάνο να βάζει τα χέρια του πίσω από τα αυτιά, θέλοντας να πει «Για να σας ακούσω τώρα; Γιατί σιγήσατε; Τι έγινε;».

«Οποιαδήποτε ομοφωνία είναι ανόητη», είχε δηλώσει το 2013 στην ιστοσελίδα της FIFA ένας σπουδαίος Βραζιλιάνος συγγραφέας, ο Νέλσον Ροντρίγκες, προσθέτοντας ότι «Δεν ανησυχώ μήπως δεν αρέσω λίγους, αρκεί τους περισσότερους να τους έκανα ευτυχισμένους». Η ευτυχία είναι ένα βασικό συναίσθημα στην κατανόηση του Ρονάλντο. Το είχε πει ο Ζιντάν με τον τρόπο του, το είχε δηλώσει και ο ΜακΜάναμαν, με τον οποίο πέρα από συμπαίκτες στην Ρεάλ, ήταν και καλοί φίλοι. «Είχε αυτή την εκπληκτική αύρα όπου όλοι ήθελαν να τον ακολουθήσουν», είχε δηλώσει σε συνέντευξή στο BBC το 2011. «Μερικές φορές υπήρχαν 20-30 άτομα που κάθονταν μαζί του την ώρα του φαγητού. Ήταν καλός μου φίλος και υπέροχος άνθρωπος. Όλοι τον υποστήριζαν, ανεξάρτητα από τον σύλλογο για τον οποίο αγωνιζόταν. Περνούσαμε πάντα καλά μαζί του».

Μία ακόμη ξεχωριστή σκηνή καταγράφηκε και στη νίκη της Μίλαν επί της Νάπολη με 5-2, τον Ιανουάριο του 2008. Το παιχνίδι ήταν συναρπαστικό, με τον Ρονάλντο να σκοράρει τα τελευταία του γκολ επί ευρωπαϊκού εδάφους. Πέρα από αυτό όμως, εκείνο που ήταν πραγματικά ξεχωριστό, ήταν η αντιμετώπιση του Πάτο από τον Ρονάλντο στο ντεμπούτο του νερού Ιταλού με τους ροσονέρι. Αφού έδωσε στον νεαρό μερικά καθησυχαστικά χτυπήματα στην πλάτη στο εναρκτήριο λάκτισμα, πέρασε όλο το παιχνίδι προσπαθώντας να τον βοηθήσει να σκοράρει. Και όταν τελικά ο Πάτο βρήκε δίχτυα, ο Ρονάλντο είχε ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά.

Ένα μήνα αργότερα, το αριστερό του γόνατο τον πρόδωσε και η Μίλαν αποφάσισε να μην ανανεώσει το συμβόλαιό του. Δεκατέσσερα χρόνια αφότου άφησε τη Βραζιλία για την PSV, μιάμιση δεκαετία κατά την οποία έκανε την ευρωπαϊκή ήπειρο να σείεται με τα κατορθώματά του, το «Φαινόμενο» θα επέστρεφε σπίτι του χωρίς να έχει αφήσει κανέναν παραπονεμένο. Κάθε φορά που τα γόνατά του τον άφηναν απογυμνωμένο, γύριζε χαμογελώντας, έτοιμος να τα δώσει όλα. Κάθε φορά που του έλεγαν ότι δεν θα μπορέσει να περπατήσει ξανά, επέστρεφε με ριπές τερμάτων. Γελούσε μπροστά στις κάμερες και σε όσους τον αποκαλούσαν χοντρό και συνέχιζε να «δένεται» με τους υποστηρικτές του με μια αμοιβαία χαρά που σχηματίζεται από εκείνη την ανεξάντλητη θέληση που είχε από μικρός. Ο Ρονάλντο δεν πέρασε απλώς δια πυρός και σιδήρου, αλλά αμφισβήτησε την ίδια την επιστήμη.

Ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου του 2011, ο μεγαλύτερος επιθετικός της γενιάς του κάλεσε μια συνέντευξη Τύπου για να ανακοινώσει την απόσυρσή του από την ενεργό δράση. Με τους δύο γιους του να κάθονται δίπλα του, ευχαρίστησε την Κορίνθιανς που του επέτρεψε να έχει για λίγο ακόμα την μπάλα στα πόδια και να σκοράρει 35 γκολ σε 69 αγώνες. Συγκινημένος, με δυσκολία συγκρατούσε τα δάκρυά του στο μεγαλύτερο μέρος της συνέντευξης, πριν «καταρρεύσει» περίπου στα μισά του δρόμου. Ευχαρίστησε τους οπαδούς της Βραζιλίας που «έκλαιγαν όταν έκλαιγε», τους συμπαίκτες που τον αγάπησαν και τους αντιπάλους που τον κλωτσούσαν, τους προπονητές που τον υποστήριξαν και όλους όσους τον επέκριναν «γιατί τον έκαναν πιο δυνατό». «Είναι πολύ δύσκολο να αφήσω κάτι που με έκανε τόσο χαρούμενο. Η ψυχή μου μού έλεγε ‘συνέχισε’, αλλά πρέπει να αναγνωρίσω ότι ηττήθηκα από το σώμα μου», δήλωσε με κόμπο στο λαιμό. «Η καριέρα μου ήταν όμορφη, υπέροχη και συναρπαστική. Είχα πολλές ήττες, άπειρες νίκες. Έχω κάνει πολλούς φίλους και δεν θυμάμαι να έχω κάνει εχθρούς».

Exit mobile version