EDITORIAL

Ο πανικός της alt-right με το αντιρατσιστικό κίνημα

SHARE THIS

Η αίσθηση του συντηρητικού πανικού και η καταφυγή στο βρόμικο παιχνίδι απέναντι στο αντιρατσιστικό κίνημα δείχνουν ότι αυτό με το οποίο έχουμε να κάνουμε εδώ είναι άβολες και επικίνδυνες αλήθειες.

Βρισκόμαστε στο μέσο ενός μεγάλου, ολοκληρωτικού «πολιτιστικού πολέμου» ο οποίος ξεκίνησε μέσα στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Ένας πόλεμος που αναπτύσσεται σε πολλά επίπεδα, ορατά το απλό μάτι αλλά και αόρατα, τον οποίο τροφοδοτεί διαρκώς η Δεξιά, κυρίως η alt-right, μέσα από έναν δαιδαλώδη μηχανισμού μιντιακού ελέγχου και αναπαραγωγής συγκεκριμένων πολιτιστικών προτύπων και «αξιών».

Ένας από τους μεγαλύτερους εχθρούς της alt-right είναι το αντιρατσιστικό κίνημα. Στη χώρα μας το είδαμε πάλι πρόσφατα με αφορμή και την υπόθεση του Ιάσωνα Αποστολόπουλου που τελικά δεν παρασημοφορήθηκε από την ΠτΔ ύστερα από πιέσεις κύκλων της κυβέρνησης, το πως οργανώθηκε ένα σύστημα μιντιακό και πολιτικό πίσω από μια απόφαση με προφανή ρατσιστικά κίνητρα. Σε διεθνές επίπεδο, ο πολιτιστικός πόλεμος είναι ο αμυντικός αγώνας του δυτικού συντηρητισμού ενάντια σε μια τεκτονική μετατόπιση των πολιτικών αξιών που απειλεί να τον παρασύρει μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Το αντιρατσιστικό κίνημα πλήττει την καρδιά των κυρίαρχων μύθων που έχουν καθορίσει τον δυτικό συντηρητισμό για όσο καιρό υπάρχει. Αν μια γνήσια, ουσιαστική αντιρατσιστική πολιτική γινόταν πραγματικά mainstream και αναδεικνυόταν ως η «κοινή λογική της εποχής», ο συντηρητισμός όπως τον ξέρουμε σήμερα θα κατέληγε στο περιθώριο, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, χωρίς λάμψη και ισχύ.

Ο συντηρητισμός είναι κάτι περισσότερο από την επιδίωξη του κέρδους για την οικονομική ελίτ. Αν ήταν έτσι, δεν θα είχε διαρκέσει πολύ ως εκλογική δύναμη. Αφορά περισσότερο τη διατήρηση μιας συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης, η οποία εγγυάται όχι μόνο την απρόσκοπτη κερδοφορία αλλά και μια ποικιλία αλληλένδετων μορφών ιεραρχικής εξουσίας και εκμετάλλευσης πάνω στις άλλες τάξεις, στους αδύναμους και ευάλωτους. Οι συντηρητικοί διασφαλίζουν τη διατήρηση αυτής της κοινωνικής τάξης με το να εργάζονται για τη διατήρηση της νομιμοποίησής τους σε ένα αρκετά μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, μέσα από μια σειρά μηχανισμών.

Αναπόσπαστο μέρος αυτού του σχεδίου είναι η διάδοση του μύθου ότι η υφιστάμενη κατάσταση είναι η καλύτερη δυνατή που μπορούμε να έχουμε, ειδικά εάν συγκρίνουμε τις κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές συνθήκες εκτός του λεγόμενου «δυτικού κόσμου». Η αλλαγή επιτρέπεται μόνο όταν το σύστημα αυτό εμβαθύνει και επεκτείνει τις κυρίαρχες μορφές εξουσίας, με κεντρικό στοιχείο να αποτελεί η αφήγηση του εθνικού μεγαλείου. Ενθαρρύνοντας τους ανθρώπους να συνδέσουν την προσωπική τους αυτοεκτίμηση με το αίσθημα της εθνικής υπερηφάνειας, οι συντηρητικοί δημιουργούν μια λαϊκή εκλογική βάση με παθιασμένο ενδιαφέρον και προσήλωση στο σχέδιό τους.

Το εθνικό αφήγημα τρέφει τον ρατσισμό

Η τεράστια δύναμη αυτής της μυθολογίας δεν πρέπει να υποτιμάται. Το έχουμε δει και το βλέπουμε συστηματικά στην Ελλάδα από την περίοδο της διακυβέρνησης Σαμαρά μέχρι και τώρα, κυρίως όμως το είδαμε στον τρόπο που αντιπολιτεύτηκε η ΝΔ την περίοδο 2015-19, αλλά και σήμερα στον τρόπο που ασκεί τη διακυβέρνηση: πλειοδοσία εθνικιστικών αντανακλαστικών, μηχανισμό προπαγάνδας, πολλά ποσά από κομματικά ή μη ταμεία στα social media, αναπαραγωγή συντηρητικών και ρατσιστικών στερεότυπων, από την άμβλωση και την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα μέχρι την εργασία και την παιδεία. Το έχουμε δει όμως και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως στη Μεγάλη Βρετανία, στη Γαλλία, στην Πολωνία και στην Ουγγαρία, στην Αυστρία, την Τσεχία, την Ιταλία. Σε όλες τις περιπτώσεις βλέπουμε κυβερνήσεις που αναπαράγουν μύθους ενός εθνικού και πολιτιστικού μεγαλείου που βρίσκεται υπό απειλή.

Στην πράξη, οι μύθοι αυτοί είναι αδιαχώριστοι από τον ρατσισμό και την ξενοφοβία. Το «δικό μας» εθνικό μεγαλείο έχει οριστεί σε μεγάλο βαθμό μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς της αρχαίας Ελλάδα και του Βυζαντίου και τη δημιουργία αντιθέσεων με την «κατωτερότητα των άλλων», είτε πρόκειται για μαύρους, Άραβες, Βαλκάνιους, μουσουλμάνους ή όποιον άλλον έπρεπε να υποτιμηθεί σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή ή πολιτικοοικονομικό πλαίσιο για να αναδειχθεί το μεγαλείο του εθνικού αφηγήματος.

Ωστόσο καμία ηγεμονική αφήγηση δεν είναι χωρίς τις εντάσεις και τις αντιφάσεις της. Χάρη στις διάφορες μορφές χειραφετητικού αγώνα, η θεμελιώδης αρχή της ανθρώπινης ισότητας έχει επίσης γίνει ηγεμονική αξία. Η ηθική και πολιτική δύναμη του αντιρατσιστικού κινήματος απορρέει από τις ρίζες του σε αυτή τη σχεδόν καθολικά αποδεκτή αρχή, καθιστώντας εξαιρετικά δύσκολο για όσους αντιτίθενται σε αυτό να τον αντικρούσουν με πειστικό τρόπο.

Πήραμε μια γεύση κατά τη διάρκεια των μαζικών και επίμονων κινητοποιήσεων του Black Lives Matter για το τι συμβαίνει όταν αυτή η αντίφαση τίθεται με οξυμένο τρόπο. Για λίγες εβδομάδες, ο συντηρητισμός και οι ιέρακες της οπισθοδρόμησης έμειναν άναυδοι και άφωνοι, καθώς μια πραγματική συζήτηση για την ιστορία του ρατσισμού ήρθε και πάλι στο προσκήνιο. Αυτή η συζήτηση αναπτύχθηκε στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο, στα social media, μέσα στα σπίτια και στις παρέες, στα κόμματα και τις συλλογικότητες, μέσα από συζητήσεις και μια κριτική προσέγγιση του ρατσισμού με τρόπο που πολλοί δεν είχαν συνηθίσει.

Αυτό που είδαμε πιλοτικά για ένα μεγάλο διάστημα ήταν η αίσθηση του πώς θα μπορούσε να μοιάζει ένα μεγάλο αντιρατσιστικό κίνημα με ηγεμονικό χαρακτήρα.Όχι μόνο μια ευρέως διαδεδομένη αναγνώριση της φυλετικής αδικίας του παρελθόντος και του παρόντος, αλλά μια ζωντανή περιέργεια και ένα ειλικρινές ενδιαφέρον για τα εγκλήματα και τις δομικές παραβιάσεις πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε η κρατική εξουσία και η ευημερία της ελίτ. Φυσικά αυτή η συζήτηση προκάλεσε τεράστιο πανικό στην Δεξιά και από τότε προσπαθεί με κάθε τρόπο να εξαλείψει τη συνέχιση των δημόσιων παρεμβάσεων για ζητήματα ρατσισμού.

Η κριτική θεωρία των φυλών και το «μετριοπαθές κέντρο»

Σε ολόκληρο το δυτικό κόσμο, εκείνοι που προηγουμένως επικαλούνταν – με τον μεγαλύτερο δυνατό κυνισμό – την αρχή της «ελευθερίας του λόγου» για να επιτεθούν στην κριτική θεωρία των φυλών (CRT), έχουν τώρα βγάλει τις μάσκες τους και έχουν βουτήξει με το κεφάλι στον πλήρη μακαρθισμό, καταγγέλλοντας την εν λόγω θεωρία ως «προδοτική» και απαιτώντας την απαγόρευσή της από το κράτος.

Στις ΗΠΑ περισσότερες από 20 πολιτείες με πλειοψηφία Ρεπουμπλικάνων στα νομοθετικά σώματα έχουν εισάγει νόμους που περιορίζουν τη διδασκαλία για τη φυλή. Πολλοί ακαδημαϊκοί και επιστήμονες έχουν συνυπογράψει δήλωση διαμαρτυρίας, σημειώνοντας ότι «σαφής στόχος αυτών των προσπαθειών είναι η καταστολή της διδασκαλίας και της μάθησης σχετικά με τον ρόλο του ρατσισμού στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών».

Στην Αυστραλία, η ελεγχόμενη από τους συντηρητικούς Γερουσία ψήφισε πρόσφατα τον αποκλεισμό της «κριτικής φυλετικής θεωρίας» από το εθνικό πρόγραμμα διδασκαλίας και σπουδών. Η πραγματική ανησυχία ήταν ότι οι Αυστραλοί μαθητές μάθαιναν περισσότερα για την καταπίεση και τους αγώνες των ιθαγενών Αυστραλών και ανέπτυσσαν, κατά συνέπεια, μια κριτική προσέγγιση στο ζήτημα της φυλετικής (αν)ισότητας. Η εθνική υπερηφάνεια υπονομευόταν από «προδότες» εκπαιδευτικούς που είχαν το «θράσος» να διδάσκουν στους μαθητές τους για τις κοινωνικές αδικίες και τα πραγματικά γεγονότα.

Τέτοιες ευαισθησίες είναι βέβαιο ότι είναι ιδιαίτερα έντονες σε κοινωνίες που έχουν οικοδομηθεί πάνω στη βία της αποικιοκρατίας και της γενοκτονίας των εποίκων. Στην Ευρώπη εκφράζονται τόσο από την αντιδραστική δεξιά όσο και από τους συντηρητικούς του «μετριοπαθούς κέντρου», τους δήθεν φιλελεύθερους που είναι πολλές φορές πιο συντηρητικοί και από τους συντηρητικούς. Στην Ελλάδα το μετριοπαθές κέντρο κινήθηκε σε θολά «ιδεολογικά νερά» και σχημάτισε σε μεγάλο βαθμό αυτό που χαρακτηρίστηκε ως «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο» τα χρόνια 2015-19.

Στη Γαλλία, νωρίτερα φέτος, η υπουργός Παιδείας Φρεντερίκ Βιδάλ κάλεσε την ακαδημαϊκή κοινότητα να επενδύσει περισσότερο χρόνο και χρήμα σε έρευνες σχετικά με τη φυλή, καταγγέλλοντας όσους εξέφρασαν επιφυλάξεις ως «ισλαμοαριστεριστές», μια «γάγγραινα που διαφθείρει όλη την κοινωνία», όπως τόνισε. Στο γαλλικό πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο, η πολιτική του white washing συμπλέει με την ισλαμοφοβία, αγκαλιάζοντας και όσους από το ακροδεξιό πολιτικό τόξο αποκαλούν τμήματα της Αριστεράς «ιουδαιο-μπολσεβίκους». Και στις δύο περιπτώσεις, το εθνικό κοινωνικό σώμα υπονομεύεται και μολύνεται από μια σκιώδη συμμαχία ρατσιστών ακροδεξιών και συντηρητικών που το παίζουν κεντρώοι.

Ο πραγματικός κίνδυνος αυτών των κινήσεων δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί, αλλά ούτε θα πρέπει να παραλείψουμε να σημειώσουμε και τον πανικό μεταξύ αυτών που τις κάνουν. Διότι το θεμελιώδες πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι συντηρητικοί είναι το εξής: η αντιρατσιστική κριτική της Δύσης είναι σωστή. Ηθικά και πραγματικά. Ηθικά, επειδή τα ανθρώπινα όντα είναι πραγματικά ίσα, σε αντίθεση με το πώς θα ήθελαν να μας αντιμετωπίζουν οι συντηρητικοί. Και πραγματικά, επειδή η δυτική δύναμη και ευημερία χτίστηκε σε σημαντικό βαθμό πάνω σε ρατσιστικές δομές και ρατσιστική βία. Ο ρατσισμός ήταν και παραμένει εγγενής στην ανάπτυξη του ίδιου του καπιταλισμού.

Η αίσθηση του συντηρητικού πανικού και η καταφυγή στο βρόμικο παιχνίδι αναδεικνύουν μια υποβόσκουσα παραδοχή, ότι αυτό με το οποίο έχουμε να κάνουμε εδώ είναι άβολες και επικίνδυνες αλήθειες. Αλήθειες με αυξανόμενη απήχηση και με τη δυνατότητα να συντρίψουν τις σοβινιστικές αφηγήσεις που καθορίζουν τη συντηρητική πολιτική. Η απάντησή μας ως κοινωνία, προφανώς, δεν πρέπει να είναι η αντιμετώπιση αυτής της συζήτησης ως «αντιπερισπασμού», αλλά η κινητοποίηση όλων των μέσων που διαθέτουμε ώστε να φτάνουν αυτές τις αλήθειες σε όσο το δυνατόν ευρύτερο ακροατήριο.

Exit mobile version