Γιατί η κυβέρνηση αρνείται να ασχοληθεί με τις γυναικοκτονίες;
EDITORIAL

Γιατί η κυβέρνηση αρνείται να ασχοληθεί με τις γυναικοκτονίες;

SHARE THIS

Μέσα σε επτά μήνες δώδεκα γυναίκες έχουν δολοφονηθεί από αντρικό χέρι, ενώ μόλις μέσα σε ένα 24ωρο καταγράφηκαν δύο ακόμη γυναικοκτονίες.

Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα εν εξελίξει φαινόμενο θανάσιμης κορύφωσης έμφυλης βίας, το οποίο είναι άγνωστο πως και πότε θα σταματήσει. Το κύμα αντίδρασης των γυναικών κι όλων όσων στέκονται ενάντια στις γυναικοκτονίες φουντώνει, ωστόσο δεν φαίνεται ικανό να οδηγήσει σε εξελίξεις που θα περιόριζαν ή θα έβαζαν τέλος στις γυναικοκτονίες. Γίνονται προσπάθειες από πολλές πλευρές να βρεθεί βιώσιμη απάντηση στο θέμα, με γυναίκες που μέχρι σήμερα υπέφεραν σιωπηλά τη βία στον γάμο ή στις συντροφικές σχέσεις τους να προσπαθούν να υψώσουν τη φωνή τους και να διεκδικήσουν ορατότητα. Δεν αρκεί όμως.

Εδώ και δυόμισι χρόνια καταγράφονται πολλά περιστατικά έμφυλης βίας ως η απώτατη κατάληξη μιας εμπεδωμένης πατριαρχίας. Κάθε φορά, η Πολιτεία «πέφτει από τα σύννεφα», ενώ κυβερνητικά στελέχη εκφράζουν τη θλίψη τους. Ακόμα κι αν πολλές γυναίκες θελήσουν να αποδράσουν από μια κακοποιητική σχέση, είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρουν ένα οργανωμένο πλαίσιο στήριξης. Το βλέπουμε στις ανακοινώσεις των γυναικείων οργανώσεων, που ξανά και ξανά αναδεικνύουν τα κενά, τις ελλείψεις, τις ολιγωρίες της ελληνικής Πολιτείας κι ενός δικαιικού συστήματος που δεν τολμά να προσφέρει και να προστατέψει.

Από τα φαινομενικά αθώα σεξιστικά «αστεία» μέχρι την κανονικοποιημένη βία, από το μισθολογικό χάσμα μέχρι τη φτώχεια, οι γυναίκες κάθε μέρα χρειάζεται να δίνουν μάχες από μειονεκτική θέση, σε ένα σύστημα που είναι φτιαγμένο για να τους βάζει εμπόδια. Την ίδια στιγμή, πέρα από τη νομοθεσία που δεν αναγνωρίζει το έγκλημα της γυναικοκτονίας για εντελώς ανεξήγητους λόγους, που αρνείται να δεχθεί ότι οι γυναίκες τιμωρούνται από τους δράστες ακριβώς λόγω του φύλου τους, υποβαθμίζει το φαινόμενο, τις προεκτάσεις και τη συνέπεια με την οποία εκδηλώνεται, ενώ παράλληλα δεν υπάρχει κάποιος επίσημος φορέας καταγραφής κι ανάλυσης των γυναικοκτονιών.

Παράλληλα, η μεγάλη πλειοψηφία των ΜΜΕ δεν συμβάλλει ούτε στο ελάχιστο για να φωτίσει το μείζον πρόβλημα των γυναικοκτονιών πέρα από την πλευρά της κλειδαρότρυπας που κοιτά ευθεία στη ζωή της γυναίκας που δολοφονήθηκε, όχι του φαινομένου και των ευρύτερων διαστάσεών του. Επίσης, για τον δράστη, η κάλυψη της πράξης του είναι προεξοφλημένα δικαιολογημένη τις περισσότερες φορές, με συμπληρωματικές ατάκες του τύπου «γιατί υποψιαζόταν ότι τον απατούσε», «γιατί του είχε ζητήσει διαζύγιο», και πάει λέγοντας. Έτσι, αναπαράγεται ένας κακοποιητικός λόγος και στερεότυπα που αντί να ανοίξουν επί της ουσίας την κουβέντα, την πάνε πίσω, με τον πιο βολικό τρόπο για τον θύτη. Την επιτομή του παραλογισμού την ζήσαμε με τη «χολιγουντοποίηση» της περσόνας του γυναικοκτόνου Μπάμπη Αναγνωστόπουλου, τις συνεχείς αναφορές των ΜΜΕ περί «γοητείας» του που τροφοδότησαν κι ανέδειξαν υπογείως και την υπερασπιστική γραμμή που ακολουθήθηκε στην περίπτωσή του.

Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, χρειάζεται πρόσβαση των γυναικών σε ασφαλείς τρόπους απόδρασης από τα κακοποιητικά περιβάλλοντα στα οποία ζουν και «γέφυρες» για τη μετάβασή τους σε ασφαλείς δομές με ευθύνη του κράτους. Όσο η κυβέρνηση και η οργανωμένη Πολιτεία δεν λαμβάνουν μέτρα για την ερμηνεία και καταπολέμηση του φαινομένου, θα είναι συνένοχες στο έγκλημα που συντελείται. Αντίστοιχα η αντιπολίτευση, κυρίως η αξιωματική αντιπολίτευση οφείλουν να φύγουν από την απλή καταγγελία του φαινομένου και να προτείνει λύσεις, να πιέσει και να σταματήσει να βρίσκουν στείρο πεδίο αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση μέσα από τις γυναικοκτονίες. Η απάντηση που πρέπει να έρθει στο ζήτημα αυτό πρέπει να είναι συλλογική, αποτελεσματική κι άμεση. Τα πολλά λόγια δεν οδηγούν πουθενά.

Exit mobile version