Γιατί κανείς δεν μιλά για τα δημόσια οικονομικά και τους ορατούς κινδύνους;
EUROKINISSI
EDITORIAL

Γιατί κανείς δεν μιλά για τα δημόσια οικονομικά και τους ορατούς κινδύνους;

SHARE THIS

Τελευταία εβδομάδα πριν την κάλπη της Κυριακής κανείς δεν ασχολείται με τον κίνδυνο μίας νέας χρεοκοπίας, παρότι τα σημάδια είναι εδώ.

Πριν από λίγες ημέρες, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) δημοσίευσε μία μελέτη για την επίδραση του πληθωρισμού στα δημόσια οικονομικά. Η μελέτη συντάχθηκε στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσης του ΔΝΤ για τις δημοσιονομικές εξελίξεις στον κόσμο, στηρίζεται στα δεδομένα των χωρών-μελών του Ταμείου από το 1962 μέχρι σήμερα και παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Δύο είναι, μεταξύ άλλων, κάποιες κρίσιμες διαπιστώσεις: η πρώτη αφορά το χρέος, όπου σημειώνεται ότι η εκτίναξη του πληθωρισμού το μειώνει ως ποσοστό του ΑΕΠ, ωστόσο αυτό δεν συνιστά βιώσιμο τρόπο μείωσής του. Η δεύτερη διαπίστωση αφορά στον πληθωρισμό, όπου αρχικά περιορίζει το έλλειμμα καθώς μόνο τα έσοδα αυξάνονται αμέσως πληθωριστικά, ωστόσο σε βάθος διετίας αυξάνει και τις δαπάνες, όπως οι μισθοί και οι συντάξεις για παράδειγμα, με αποτέλεσμα το αρχικό όφελος να εξανεμίζεται.

Το ενδιαφέρον για την ελληνική περίπτωση είναι ότι αυτές ακριβώς οι διαπιστώσεις του Ταμείου φαίνεται να επαληθεύονται και να καταγράφονται μόνο κατά το ήμισυ στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα της απερχόμενης κυβέρνησης Μητσοτάκη (2023-26). Ναι μεν ο πληθωρισμός επιδρά στο ονομαστικό ΑΕΠ, στα έσοδα και στις τιμές των εμπορευμάτων, ωστόσο δεν φαίνεται να είναι τόσο ξεκάθαρη η επίδρασή του και στις δημόσιες δαπάνες. Το μερίδιο των δαπανών στο ΑΕΠ μειώνεται πολύ ταχύτερα από εκείνο των εσόδων (με διπλάσιο σχεδόν ρυθμό μεταξύ 2023 και 2026, 3,6% έναντι 2%), καθώς στο μεσοπρόθεσμο υποτιμάται η επίδραση του πληθωρισμού στις δημόσιες δαπάνες. Γιατί πιθανώς γίνεται αυτό; Γιατί η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει δεσμευτεί προς τις Βρυξέλλες για πρωτογενές πλεόνασμα 2% έως 2,3% του ΑΕΠ και, με βάση τα δημόσια οικονομικά της χώρας, αυτό φαίνεται να μπορεί να επιτευχθεί μόνο με μείωση της ονομαστικής τιμής των δημοσίων δαπανών. Με άλλα λόγια, ο αποληθωρισμός των δημοσίων δαπανών είναι πολύ μικρότερος από εκείνον του ΑΕΠ αναφορικά με την κατανάλωση και τις τιμές, σαν να πρόκειται για έναν α λα καρτ πληθωρισμό που αυξάνεται, μειώνεται, καταγράφεται ή δεν καταγράφεται ανάλογα με τις πολιτικές διαθέσεις της κυβέρνησης.

Στην προκειμένη περίπτωση, δεν μπορούν και οι συντάκτες της μελέτης του Ταμείου αλλά και οι συντάκτες του ελληνικού προγράμματος να έχουν δίκιο. Κάποιος από τους δύο θα επαληθευτεί και κάποιος από τους δύο κάνει λάθος. Αν έχουν δίκιο οι συντάκτες του ελληνικού κυβερνητικού προγράμματος, τότε ενδέχεται να πιαστεί ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος. Αν όμως επαληθευτεί η μελέτη του ΔΝΤ, τότε τα πράγματα δεν θα είναι καλά για τη χώρα κι όλα όσα γράφουν τώρα οι Financial Times ή άλλα διεθνή Μέσα περί «επενδυτικού θαύματος» της Ελλάδας θα πέσουν στο κενό και θα επαληθευτεί ότι οι όποιες επενδύσεις έχουν γίνει αφορούν κινήσεις υψηλού ρίσκου, χαμηλής όμως ποιότητας και επίδρασης για την οικονομία. Αν επαληθευτεί η έκθεση του ΔΝΤ, που αφορά την παγκόσμια οικονομία να υπενθυμίσουμε, όχι μόνο τη χώρα μας, τότε το πρόβλημα στην οικονομίας μας ενδέχεται να εμφανιστεί με δύο εκδοχές: Είτε το πρωτογενές πλεόνασμα δεν θα επιτευχθεί, είτε, για να φανεί ότι υπάρχει τελικά πλεόνασμα, η επόμενη κυβέρνηση να αρχίσει τις περικοπές δαπανών, με πρώτο πεδίο τις συντάξεις και τους μισθούς.

Μας θυμίζει κάτι όλο αυτό; Μήπως μας πάει πίσω στην αρχή των μνημονίων; Το παράδοξο είναι ότι αυτό το θέμα, και ευρύτερα τα θέματα των δημοσίων οικονομικών, δεν τέθηκαν με σαφήνεια στο ντιμπέιτ των πολιτικών αρχηγών. Σαν να μην υπάρχουν καν, ως προβληματισμός έστω, στα κομματικά επιτελεία. Ή σαν να μην θέλει καμία πολιτική ηγεσία να αναφερθεί σε αυτά γιατί είναι θέματα που «καίνε» και πηγαίνουν την συζήτηση σε ένα πεδίο ευαίσθητο για όλους, ειδικά για τους διεκδικητές της νίκης στις εκλογές.

Η επιστολή του Αλέκου Παπαδόπουλου, την οποία κοινοποιήσαμε την προηγούμενη εβδομάδα, τάραξε κάπως τα λιμνάζοντα ύδατα, αμφισβητώντας την παραπλανητική, ρόδινη εικόνα των δημόσιων οικονομικών που παρουσιάζει η απερχόμενη κυβέρνηση, ωστόσο δεν φαίνεται ότι είναι αρκετή για να προχωρήσει παραπέρα ο διάλογος. Τελευταία εβδομάδα πριν την κάλπη της Κυριακής κανείς δεν ασχολείται με τον κίνδυνο μίας νέας χρεοκοπίας. Όλοι κοιτούν να χαϊδέψουν τα αυτιά των ψηφοφόρων, να φουσκώσουν νούμερα, να πουν μεγάλα λόγια, άσχετα αν μετά τον «λογαριασμό» θα τον πληρώσουμε πάλι εμείς, οι πολίτες.

Exit mobile version