Υπάρχει λύση στο πρόβλημα της στέγασης;
EUROKINISSI
EDITORIAL

Υπάρχει λύση στο πρόβλημα της στέγασης;

SHARE THIS

Όσο δεν υπάρχει κεντρικά σχεδιασμένος άξονας μίας δίκαιης και βιώσιμης στεγαστικής πολιτικής, οι συνθήκες θα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο, με πρώτα και κύρια θύματα τους ενοικιαστές.

Το πρόβλημα της στέγασης δεν είναι μόνο ένα ελληνικό φαινόμενο, καθώς συναντάται εδώ και πολλά χρόνια σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Το φαινόμενο αυτό, ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις, δημιουργεί έντονες συζητήσεις σχετικά με τις διαθέσιμες επιλογές επίλυσής του, με τα ενοίκια να ανεβαίνουν συνεχώς και το εισόδημα να συρρικνώνεται.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Βερολίνο, όπου σε περσινό δημοψήφισμα το 56% των κατοίκων της γερμανικής πρωτεύουσας υπερψήφισε την υποχρεωτική απαλλοτρίωση από τον δήμο 240.000 ακινήτων που ανήκουν σε μεγάλες εταιρείες, ώστε να μειωθούν τα ενοίκια. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν ήταν δεσμευτικό, αλλά είναι ενδεικτικό του κοινωνικού προβλήματος στην πόλη και δίνει κατεύθυνση και στην πολιτική ηγεσία. Σε αυτό το πλαίσιο, ο δήμος του Βερολίνου προχώρησε στην αγορά 15.000 ακινήτων προκειμένου να τις μετατρέψει σε κρατικά επιχορηγούμενες κατοικίες, με τα τρία κόμματα που διοικούν την πόλη (Σοσιαλδημοκράτες, Φιλελεύθεροι, Πράσινοι) να θέτουν σε προτεραιότητα το ζήτημα της κοινωνικής κατοικίας για τα επόμενα χρόνια.

Αντίστοιχα κρίσιμο είναι το πρόβλημα της στέγασης και στο Λονδίνο, όπου μετά την εποχή Θάτσερ οι κοινωνικές κατοικίες έχουν περιορισθεί στο 8%, με καμία κυβέρνηση από τη δεκαετία του 1990 μέχρι σήμερα να μην αναπτύσσει ένα ολοκληρωμένο πλάνο στήριξης των ενοικιαστών. Το τελευταίο μόνο χρόνο καταγράφεται αύξηση μέχρι και 30% σε περιοχές της βρετανικής πρωτεύουσας, ιδιαίτερα στις άλλοτε βιώσιμες σε επίπεδο κόστους συνοικίες του Ανατολικού Λονδίνου.

Η λογική της κοινωνικής κατοικίας, πέραν ότι συμβάλει στην ανακούφιση ενός σοβαρού κοινωνικού προβλήματος, συνεισφέρει σε δυο ακόμη επίπεδα. Πρώτον, στη μείωση των ενοικίων καθώς το απόθεμα των κατοικιών αυξάνεται λόγω των νέων κατασκευών. Δεύτερον, στην αύξηση ου ΑΕΠ καθώς η κατασκευή θεωρείται δημόσια επένδυση ενώ θετικός αντίκτυπος προκαλείται και στην εγχώρια προστιθέμενη αξία λόγω της χρήσης ανθρώπινων κι άλλων πόρων. Στην Ελλάδα είμαστε ουραγοί στο ζήτημα της κοινωνικής κατοικίας κι ευρύτερα στις πρακτικές που (δεν) ακολουθούνται για τη στέγαση. Σε μία χώρα, και ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα, που όσοι ενοικιάζουν σπίτι δαπανούν το 83,2% του διαθέσιμου εισοδήματός για έξοδα στέγασης, με το 36,2% όλων των νοικοκυριών (είτε σε ιδιόκτητο σπίτι είτε σε ενοικιαζόμενο) να καταβάλει το 40% του εισοδήματός του σε μηνιαία βάση, είναι εξαιρετικά ανησυχητικό ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως πολιτική στέγασης – όχι μόνο από τη σημερινή κυβέρνηση, αλλά κι από όσες προηγήθηκαν.

Στην επαρχία επίσης το πρόβλημα οξύνεται, αν λάβουμε υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες της χώρας μας λόγω της νησιωτικότητας, με χιλιάδες εποχικούς εργαζόμενους αλλά και υπαλλήλους του ευρύτερου δημόσιου τομέα που τοποθετούνται στα ελληνικά νησιά να καλούνται κάθε χρόνο να καλύψουν μια βασική ανάγκη, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι αυτό το κόστος θα απορροφήσει το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους. Πολλοί αναγκάζονται να αναζητήσουν δεύτερη εργασία, προφανώς αδήλωτη, για να καλύψουν τα έξοδά τους, με τους περισσότερους να μην εκδηλώνουν καν ενδιαφέρον για την κάλυψη θέσεων, με αποτέλεσμα να προκαλούνται κενά στο προσωπικό και μία αλυσίδα άλλων προβλημάτων που προκύπτουν από αυτό.

Η επιδοματική πολιτική δεν αρκεί, όπως δεν αρκούν κι οι συνεχείς διακηρύξεις από τα κόμματα από τη στιγμή που είτε δεν κάνουν απολύτως τίποτα, είτε προχωρούν σε αμφιβόλου αξιοπιστίας κι αποτελεσματικότητας προτάσεις. Ας προχωρήσουν σε συγκεκριμένες πολιτικές ενέργειες κι ας ακολουθήσουν το παράδειγμα ευρωπαϊκών κρατών που επιχειρούν με σοβαρότητα να δώσουν λύση στο πρόβλημα. Όσο δεν υπάρχει κεντρικά σχεδιασμένος άξονας μίας δίκαιης και βιώσιμης στεγαστικής πολιτικής, οι συνθήκες θα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο, με πρώτα και κύρια θύματα τους ενοικιαστές.

Exit mobile version