Κολομβία: Σφαίρες, αίμα και τρομοκρατία κατά των πολιτών
EDITORIAL

Κολομβία: Σφαίρες, αίμα και τρομοκρατία κατά των πολιτών

SHARE THIS

Οι «φωνές» που προσφέρονται να βγάλουν την Κολομβία από το αδιέξοδο - πολλές από τις οποίες συνέβαλαν στο ίδιο το αδιέξοδο - αποτυγχάνουν να κατανοήσουν ότι η χώρα αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή μια πολύ περίπλοκη κατάσταση, μια βαθιά συστημική κρίση.

Η κοινωνία της Κολομβίας εισήλθε στο 2021 με την οργή στα ύψη. Τα προειδοποιητικά σημάδια της βαθιάς δυσαρέσκειας της κοινής γνώμης είχαν γίνει κάτι περισσότερο από ορατά τα τελευταία δύο χρόνια. Η κυβέρνηση – που είχε στόχο να καλύψει τα δημοσιονομικά κενά που «ανησυχούσαν» τα διεθνή funds και να οργανώσει την αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας – δεν έλαβε υπόψη την αυξανόμενη δυσαρέσκεια για τα αδιέξοδα της βαθιάς ύφεσης και των ανισοτήτων στη χώρα.

Όταν τον Απρίλιο ο πρόεδρος Ιβάν Ντούκε παρουσίασε μια κα’ευφημισμόν φορολογική μεταρρύθμιση που θα αύξανε το βάρος στις ήδη πιεσμένη και ευάλωτη οικονομικά μεσαία κι εργατική τάξη, χιλιάδες διαδηλωτές άρχισαν να βγαίνουν στους δρόμους για να εκφράσουν την αποδοκιμασία τους. Το συντονιστικό των διαδηλωτών σημειώνει ότι πάνω από 35 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους μέχρι τώρα από την αστυνομική βία και καταστολή, ενώ ο αριθμός των αγνοούμενων τις τελευταίες μέρες έχει ξεπεράσει τους 90.

Οι διαδηλωτές ουσιαστικά συνεχίζουν από εκεί που σταμάτησαν όταν η πανδημία του κορονοϊού έφτασε για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 2020 στη χώρα, βάζοντας τέλος στις πολύμηνες διαδηλώσεις που είχαν ξεκινήσει τον Νοέμβριο του 2019. «Τώρα η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη. Η πανδημία έχει ωθήσει 3,5 εκατομμύρια επιπλέον ανθρώπους στη φτώχεια, πράγμα που σημαίνει ότι το 43% του πληθυσμού κερδίζει λιγότερα από όσα είναι απαραίτητα για την ικανοποίηση των βασικών αναγκών» τονίζει στο rosa.gr ο Ιβάν Ροντρίγκες, μέλος του συντονιστικού των διαδηλωτών. «Ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας στην πρωτεύουσα Μπογκοτά σχεδόν τριπλασιάστηκε μέσα σε μόλις ένα χρόνο, με την υγειονομική κρίση να αποκαλύπτει επίσης όλο το φάσμα των δυσκολιών κι αδιεξόδων που αντιμετωπίζουν οι αδύναμοι».

Κινητοποιήσεις στην Μπογκοτά

Παράλληλα, τα περιστατικά αστυνομικής βίας στις αγροτικές περιοχές αυξάνονται, ειδικά στις περιοχές που δραστηριοποιούνταν οι Επαναστατικές Ενόπλες Δυνάμεις της Κολομβίας (FARC) πριν την ειρηνευτική συμφωνία του Νοεμβρίου 2016 με την τότε κυβέρνηση Σάντος. Το 2020, με τους πολίτες «κλειδωμένους» στα σπίτια τους και τους κυβερνητικούς αξιωματούχους να εργάζονται εξ’αποστάσεως, ένοπλες ομάδες επωφελήθηκαν από την κατάσταση για να αναπτύξουν κάποιες πρώτες ενέργειες ανάκτησης εδαφικού ελέγχου σε διάφορες αγροτικές τοποθεσίες. Η πανδημία δηλαδή επιτάχυνε την αναδιαμόρφωση του τοπίου των συγκρούσεων, με τις συγκρούσεις σε αγροτικές περιοχές να τροφοδοτούν έναν αντίστοιχο γύρο κινητοποιήσεων στα αστικά κέντρα, κυρίως στην πρωτεύουσα Μπογκοτά και το Κάλι.

Η κυβέρνηση Ντούκε αδιαφορεί για την κοινωνική αγανάκτηση

«Η κυβέρνηση της χώρας έχει αγνοήσει σοβαρές προειδοποιήσεις, μεταξύ άλλων από ΜΚΟ κι από ανεξάρτητες αρχές σχετικά με τις επιπτώσεις της ανισότητας και της αυξανόμενης βίας στην ύπαιθρο, κάνοντας ό,τι μπορεί για να ικανοποιήσει συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα αγνοώντας τις ανάγκες της πλειοψηφίας» τονίζει το Ροντρίγκες. Την ίδια στιγμή, πληθαίνουν οι ιστορίες για υψηλόβαθμους κρατικούς αξιωματούχους και βουλευτές που φέρονται να πετούν στο Μαϊάμι για να κάνουν τα εμβόλια για τον κορονοϊό, όταν για τους πολίτες της χώρας η εμβολιαστική διαδικασία κινείται με ρυθμούς χελώνας και τα εμβόλια επίσης δεν φτάνουν.

«Όταν οι διαδηλωτές βγήκαν για πρώτη φορά στους δρόμους το προηγούμενο διάστημα, η κυβέρνηση Ντούκε καθώς και ορισμένοι δήμαρχοι προσπάθησαν να τους αποτρέψουν, επικαλούμενοι ανησυχίες για την υγεία. Η Κολομβία βρίσκεται στη μέση του τρίτου και σοβαρότερου κύματος της πανδημίας, με τη χωρητικότητα των νοσοκομείων σε όλη τη χώρα να βρίσκεται σχεδόν στα όριά της, ενώ καταγράφονται και σημαντικές ελλείψεις οξυγόνου» τονίζει ο Κάρλος Γκερέρο από το Colombia Reports. «Οι διαδηλωτές ξεκίνησαν τις πρώτες δυναμικές κινητοποιήσεις στις 28 Απριλίου, οι οποίες τις επόμενες ημέρες άρχισαν να διογκώνονται. Οι συγκρούσεις με τις αστυνομικές δυνάμεις αυξήθηκαν, με κυβερνητικά στελέχη και εισαγγελείς να δηλώνουν ότι η αστυνομία δέχεται επίθεση από ένοπλες και εγκληματικές ομάδες, παραφυάδων των διαλυμένων FARC που πληρώνουν τους διαδηλωτές με ένα μικρό ποσό για να καταστρέψουν δημόσια περιουσία. Πρόκειται για αστειότητες» προσθέτει ο Γκερέρο.

Αναπαράσταση δολοφονίας πολιτών από τις αστυνομικές δυνάμεις

Ορισμένα μέλη του κυβερνώντος κόμματος του Δημοκρατικού Κέντρου, συμπεριλαμβανομένου του πρώην προέδρου Αλβάρο Ουρίμπε, ο οποίος έχει μεγάλη επιρροή στην πολιτική ζωή της χώρας, έχουν ζητήσει ακόμη πιο σκληρή καταστολή από τις αστυνομικές δυνάμεις. Στις 30 Απριλίου ο υπουργός Άμυνας Ντιέγκο Μολάνο ανακοίνωσε ότι ο στρατός θα αναπτυχθεί στους δρόμους της Μπογκοτά για να «συνοδεύσει» την αστυνομία και στις 4 Μαΐου αρκετοί γερουσιαστές του κυβερνώντος κόμματος ζήτησαν από τον πρόεδρο να κηρύξει τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, επιτρέποντας στις δυνάμεις ασφαλείας να επιθεωρούν σπίτια και να προχωρούν σε ορισμένες επιχειρήσεις χωρίς ένταλμα. Οι γερουσιαστές επικαλέστηκαν περιστατικά όπως η επίθεση της 4ης Μαΐου στη νότια Μπογκοτά, κατά την οποία διαδηλωτές προσπάθησαν να κάψουν ένα αστυνομικό τμήμα με το προσωπικό να βρίσκεται μέσα. Την ίδια ημέρα, ο υπουργός Άμυνας  υποστήριξε ότι οι «αστυνομικοί γίνονται συστηματικά στόχος βίαιων επιθέσεων».

Ωστόσο, τα διαθέσιμα βίντεο από τις διαδηλώσεις δείχνουν το ακριβώς αντίθετο, ότι η βία έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση, από την αστυνομία δηλαδή. Δεκάδες βίντεο και αναφορές πολιτών από το βράδυ της 3ης Μαΐου φαίνεται να δείχνουν την αστυνομία να πυροβολεί αδιακρίτως κατά του πλήθους και τις δυνάμεις ασφαλείας να στοχοποιούν ανυπεράσπιστους διαδηλωτές σε πυκνοκατοικημένες αστικές περιοχές. Ο τοπικός τηλεοπτικός σταθμός στο Κάλι κατέγραψε παρατεταμένες συγκρούσεις κατά τις οποίες η αστυνομία έριχνε δακρυγόνα και πυροβολούσε εναντίον του πλήθους μέρα μεσημέρι, ωστόσο κανένας ανώτερος κυβερνητικός αξιωματούχος δεν καταδίκασε τις ενέργειες της αστυνομίας. «Αντίθετα», σημειώνει ο Ροντρίγκες, «ανώτεροι αξιωματικοί του στρατού και της αστυνομίας δημοσίευσαν βίντεο με τα οποία συγχαίρουν τις δυνάμεις τους για την καλή δουλειά που έκαναν και τις παροτρύνουν να συνεχίσουν το ίδιο έργο».

Στο Κάλι το επίκεντρο των συγκρούσεων τις τελευταίες μέρες

Μολονότι ο πρόεδρος Ντούκε απέσυρε την φορολογική μεταρρύθμιση, οι διαδηλωτές δήλωσαν ότι θα συνεχίσουν τις κινητοποιήσεις και τα κόμματα της αντιπολίτευσης αρνήθηκαν στις 4 Μαΐου να συμμετάσχουν σε νέες διαβουλεύσεις για το φορολογικό ζήτημα μέχρι να αλλάξει η στάση της αστυνομίας. Ενώ η προεδρία ανακοίνωσε σχέδια για τη διεξαγωγή ενός νέου Εθνικού Διαλόγου, αναβιώνοντας μια κυβερνητική πρωτοβουλία που γεννήθηκε από τις διαδηλώσεις του 2019, ούτε η αντιπολίτευση ούτε οι συλλογικότητες «τσίμπησαν» προς το παρόν από τους κυβερνητικούς ελιγμούς. Η ατζέντα θυμίζει τους προηγούμενους γύρους συζητήσεων, χωρίς να περιέχει νέα στοιχεία προς διαπραγμάτευση και διάλογο με τους κοινωνικούς φορείς.

Τιμώντας τα θύματα της αστυνομικής βίας

Το Κάλι ήταν το κέντρο βάρους του κινήματος διαμαρτυρίας την τελευταία εβδομάδα. Τεράστιος αριθμός ειρηνικών διαδηλωτών γέμισε τους δρόμους από τις 28 Απριλίου και μετά, με ομάδες της κοινωνίας των πολιτών να αναφέρουν ότι πολίτες δέχονται πυρά. Οι συγκρούσεις συνέχισαν να μαίνονται και στις 3 Μαΐου η αστυνομία βιντεοσκοπήθηκε να πυροβολεί διαδηλωτές, μεταξύ των οποίων και μέλη της αντιπροσωπείας του Γραφείου του Ύπατου Αρμοστή του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Μετά από μια εβδομάδα διαδηλώσεων, οι κάτοικοι έχουν δημιουργήσει αυτοσχέδια ιατρικά φυλάκια με οργανώσεις να έχουν διασκορπιστεί σε διάφορα σημεία της πόλης για να «απλώσουν» τις κινητοποιήσεις τους.

«Η δύναμη του κινήματος διαμαρτυρίας στο Κάλι οφείλεται εν μέρει στη βία που υπέστησαν πολλές κοινότητες κατά μήκος της ακτής του Ειρηνικού Ωκεανού, ιδίως κατά το τελευταίο έτος. Στις περιοχές Cauca, Valle de Cauca, Nariño και Chocó σημειώθηκαν σφαγές, στοχευμένες δολοφονίες τοπικών ηγετών, δεκάδες περιστατικά αναγκαστικών εκτοπίσεων και συγκρούσεις μεταξύ του στρατού και ένοπλων ομάδων. Πολλοί από τους εκτοπισμένους και τους ευάλωτους βρέθηκαν στο Κάλι, οι φτωχές γειτονιές του οποίου έχουν γίνει τόπος ύστατου καταφυγίου. Ιθαγενικές κοινότητες από την Cauca ταξίδεψαν επίσης για να ενωθούν με τους διαδηλωτές στο Κάλι. Το κίνημα μεγαλώνει» υπογραμμίζει ο Ροντρίγκες, ο οποίος τις τελευταίες ημέρες έχει μιλήσει με πολλούς ανθρώπους που υπέστησαν διώξεις στις περιοχές και στις κοινότητές τους από τις αστυνομικές δυνάμεις. «Οι άνθρωποι δεν μπορούν να επιβιώσουν άλλο. Είναι έτοιμοι να αυτοκτονήσουν παρά να συνεχίσουν αυτή την κατάσταση, μέσα στην πείνα, τον εξευτελισμό και το κυνήγι. Διαμαρτύρονται γιατί αυτή είναι η μόνη στιγμή, η μόνη δύναμη που τους έχει απομείνει» τονίζει.

Σε σύγκριση με τις κινητοποιήσεις του 2019, η διαφορά είναι πως σήμερα είναι περισσότερο διαδεδομένες στην αγροτική Κολομβία. Διαμαρτυρίες έχουν πραγματοποιηθεί στις περισσότερες περιφέρειες της χώρας, σύμφωνα με το υπουργείο Άμυνας, με πολλές από αυτές να μην μένουν μόνο στις οικονομικές πολιτικές της κυβέρνησης, αλλά να επεκτείνονται και σε άλλα ζητήματα, όπως οι πολιτικές στην εκπαίδευση και βέβαια το σύστημα Υγείας που καταρρέει. «Η Κολομβία πλησιάζει στην πέμπτη επέτειο της ειρηνευτικής συμφωνίας του 2016 και ελάχιστα από αυτά που είχε υποσχεθεί η κυβέρνηση έχουν υλοποιηθεί» δηλώνει ο Γκερέρο. Πράγματι, η εφαρμογή εκείνων των τμημάτων της ειρηνευτικής συμφωνίας που ήταν πιο σημαντικά για τις αγροτικές κοινότητες, όπως η αγροτική μεταρρύθμιση κι ένα πρόγραμμα αντικατάστασης καλλιεργειών για τους καλλιεργητές κόκας, έχουν καθυστερήσει αδικαιολόγητα. Όσο για τα λεγόμενα «αναπτυξιακά προγράμματα», επίσης δεν έχουν προχωρήσει ή ό,τι έχει προχωρήσει έχει ένα ελάχιστο οικονομικό και κοινωνικό αποτύπωμα στις  κοινότητες, σύμφωνα με τοπικά Μέσα.

Αστυνομικοί βάλλουν κατά πολιτών

Το συτονιστικό των διαδηλωτών έχει δηλώσει ωστόσο ότι είναι ανοιχτό σε έναν διάλογο, αν και όχι απαραίτητα με τη μορφή που έχει προτείνει η Μπογκοτά. Η πολιτική ηγεσία φαίνεται επίσης να ενδιαφέρεται περισσότερο για ό,τι προκαλούν οι διαδηλώσεις στη διεθνή εικόνα της χώρας κι όχι για την οδύνη των θανάτων δεκάδων πολιτών που έχουν καταγραφεί. «Πάνω από όλα είναι το δόγμα ‘νόμος και τάξη’ κι όχι οι ανάγκες της κοινωνίας, η φτώχεια, η οικονομική δυσπραγία» σημειώνει ο Ροντρίγκες. Οι διαδηλωτές το θέτουν με πιο σκληρούς όρους. «Το μήνυμά μας είναι ότι αυτή η αιματοχυσία που βλέπουμε σήμερα προέρχεται από το ίδιο το κολομβιανό κράτος και χωρίς μια δέσμευση ότι το κράτος μπορεί να ελέγξει και να καταδικάσει την αστυνομική βία, να πάει στη φυλακή όσους σκότωσαν πολίτες, εμείς δεν θα κάνουμε πίσω» τονίζει το συντονιστικό σε ανακοίνωσή του.

Και αν το μήνυμα δεν έχει γίνει κατανοητό από την κυβέρνηση, αλλά και από τις πολιτικές δυνάμεις που επανειλημμένα έχουν αποτύχει να απαντήσουν στα μείζοντα προβλήματα της χώρας, από τη φτώχεια μέχρι τη διαφθορά και τον νεποτισμό, τότε η φλόγα στους κόλπους της κοινωνίας δεν πρόκειται να σβήσει. Ούτε τα κόμματα του λεγόμενου «Συνασπισμού της Ελπίδας», εκπρόσωποι των οποίων συναντήθηκαν χθες Παρασκευή με τον πρόεδρο Ντούκε, μπορούν να θέσουν τις προϋποθέσεις για ουσιαστικό διάλογο.

Οι «φωνές» που προσφέρονται να βγάλουν την Κολομβία από το αδιέξοδο σε περιόδους κρίσης – πολλές από τις οποίες συνέβαλαν στην ίδια την κρίση – αποτυγχάνουν να κατανοήσουν ότι η χώρα αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή μια πολύ περίπλοκη κατάσταση.

Exit mobile version