Οι ανισότητες χτυπούν «κόκκινο» επί κυβέρνησης Μητσοτάκη
EUROKINISSI ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ
EDITORIAL

Οι ανισότητες χτυπούν «κόκκινο» επί κυβέρνησης Μητσοτάκη

SHARE THIS

Τα πολιτικά κόμματα, ιδιαίτερα εκείνα που αυτοτοποθετούνται στο προοδευτικό φάσμα, πρέπει να συζητήσουν ώριμα κι ολοκληρωμένα το ζήτημα των ανισοτήτων και να καταθέσουν βιώσιμες προτάσεις που θα πείσουν την κοινωνία, απέναντι στο ψευδεπίγραφο, τεχνητό κλίμα ευδαιμονίας που καλλιεργεί η κυβέρνηση.

Την 5η Ιουλίου, με πρωτοβουλία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, διεξήχθη στη Βουλή συζήτηση για την κοινωνική πολιτική. Σύμφωνα με το κυβερνητικό αφήγημα, οι ισχυροί ρυθμοί ανάπτυξης σε συνδυασμό με την μεταρρύθμιση της εργατικής νομοθεσίας, κάποιες μειώσεις στη φορολογία περιουσίας και εισοδήματος και τα μέτρα στήριξης για την αντιμετώπιση των αλλεπάλληλων κρίσεων, βελτίωσαν τις συνθήκες ζωής των μισθωτών.

Αυτό, όμως, δεν είναι αλήθεια, με την πραγματικότητα να αποκαλύπτει μια εντελώς διαφορετική κατάσταση. Ένας από τους βασικούς τομείς που επηρεάζει οριζόντια κάθε πεδίο άσκησης πολιτικής είναι οι ανισότητες, οι οποίες την τριετία της διακυβέρνησης Μητσοτάκης βαθαίνουν συνεχώς. Σε αυτό το κρίσιμο θέμα στο οποίο επανερχόμαστε με συνέπεια στη ROSA, η κυβέρνηση εναποθέτει την άμβλυνση των ανισοτήτων στην «ενίσχυση των επενδύσεων» που θα επιφέρουν «αύξηση των μισθών». Τίποτα από τα δύο δεν συμβαίνει εδώ και τρία χρόνια, αντίθετα το αποτύπωμα των όποιων επενδύσεων στην πραγματική οικονομία είναι εξαιρετικά αδύναμο, ενώ οι μισθοί δεν ανταποκρίνονται ούτε στο ελάχιστο στο κόστος ζωής και τις ανάγκες της καθημερινότητας.

Η αντιμετώπιση των ανισοτήτων δεν εμπεριέχεται στους στόχους του εθνικού σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ούτε υπάρχει πρόβλεψη πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης να κατευθυνθούν προς τα εκεί. Τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν από την Στατιστική Υπηρεσία έρχονται να καταρρίψουν τη μύθο που υφαίνει η κυβέρνηση ότι αρκεί το πλέγμα της εφαρμοζόμενης πολιτικής για να μειωθούν οι ανισότητες. Τα στοιχεία δείχνουν, αντίθετα, ότι οι ανισότητες επιδεινώνονται, κατάσταση που θα συνεχιστεί όσο πιέζονται τα σημερινά εισοδήματα από τον πληθωρισμό. Η αύξηση του κατώτατου μισθού και η αναιμική ενίσχυση της εποχικής απασχόλησης δεν μπορούν να συμβάλλουν στην οικονομική μεγέθυνση, ούτε να αμβλύνουν την εικόνα για την επόμενη χρονιά. Το αντίθετο αναμένεται να συμβεί.

Όταν το θέμα των ανισοτήτων τίθεται στην κορυφή της ατζέντας σε παγκόσμιο επίπεδο κι όταν ακόμα και το ΔΝΤ καλεί τις κυβερνήσεις να προχωρήσουν τάχιστα στην εφαρμογή πολιτικών άμβλυνσής τους, είναι τουλάχιστον οξύμωρο η εγχώρια συζήτηση να περιορίζεται αποκλειστικά στο θέμα του ύψους του κατώτατου μισθού και την αύξηση του επενδυτικού ενδιαφέροντος. Αυτό αφορά την κυβέρνηση, αφορά όμως και την αντιπολίτευση που δεν προετοιμάζει τη δική της πρόταση στη βάση μιας συνολικής προσέγγισης, αλλά ακολουθεί το προβληματικό σχέδιο της κυβέρνησης πλειοδοτώντας μόνο σε ποσά χωρίς να εμβαθύνει στο πρόβλημα και τις πολλές και σύνθετες πτυχές του. Ταυτόχρονα, είναι τουλάχιστον παράδοξη η προσδοκία για μείωση των ανισοτήτων όταν, για παράδειγμα, στην φορολογική πολιτική προκρίνεται η μείωση των συντελεστών φορολογίας των κερδών του κεφαλαίου και των μεγάλων περιουσιών, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, αδιαφορώντας για τη δυσαναλογία άμεσης – έμμεσης φορολόγησης ή της αφόρητης επιβάρυνσης της μισθωτής εργασίας.

Οι ανισότητες αποτέλεσαν και συνεχίζουν να αποτελούν τη βασική αιτία πρόκλησης πολιτικών εξελίξεων σε Ευρώπη και ΗΠΑ την τελευταία δεκαετία, καθώς και μοχλό ενίσχυσης ακραίων πολιτικών σχηματισμών. Ο κίνδυνος αποδυνάμωσης της κοινωνικής συνοχής λόγω πληθωριστικής κι ενεργειακής κρίσης αυξάνεται δραματικά απειλώντας την πολιτική σταθερότητα σε πολλές χώρες και προφανώς και στη δική μας. Τα πολιτικά κόμματα, ιδιαίτερα εκείνα που αυτοτοποθετούνται στο προοδευτικό φάσμα, πρέπει να συζητήσουν ώριμα κι ολοκληρωμένα το ζήτημα των ανισοτήτων και να καταθέσουν βιώσιμες προτάσεις που θα πείσουν την κοινωνία, απέναντι στο ψευδεπίγραφο, τεχνητό κλίμα ευδαιμονίας που καλλιεργεί η κυβέρνηση.

Exit mobile version