Ατελείωτες ώρες εργασίας: Η σύγχρονη εργασιακή σκλαβιά
UNSPLASH ALEX KOTLIARSKYI
EDITORIAL

Ατελείωτες ώρες εργασίας: Η σύγχρονη εργασιακή σκλαβιά

SHARE THIS

Είναι βέβαιο ότι χρειαζόμαστε ισχυρότερα όρια μεταξύ της εργασίας και της υπόλοιπης ζωής μας, ένα διαφορετικό νομικό πλαίσιο, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι εργαζόμενοι δεν είναι αναγκασμένοι να δουλεύουν ως σύγχρονοι σκλάβοι.

Ο χρόνος εργασίας επεκτείνεται συνεχώς και σκοτώνει εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους κάθε χρόνο.

Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας νέας πολυεπίπεδης έκθεσης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) και της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ), η οποία αναλύει τις επιπτώσεις στην υγεία των ανθρώπων που εργάζονται πενήντα πέντε ή περισσότερες ώρες την εβδομάδα. Οι οργανισμοί αναλύουν στοιχεία από όλο τον κόσμο και διαπιστώνουν ότι η εργασία πενήντα πέντε ή περισσότερων ωρών εβδομαδιαίως είχε ως αποτέλεσμα 745.194 θανάτους το 2018, από περίπου 590.000 το 2000. Από αυτούς τους θανάτους, οι 398.441 οφείλονται σε εγκεφαλικό επεισόδιο και οι 346.753 σε καρδιακές παθήσεις. Τα παραπάνω στοιχεία τοποθετούν όσους εργάζονται αυτές τις ώρες σε εκτιμώμενο 35% κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου και 17% υψηλότερο κίνδυνο καρδιακής νόσου σε σύγκριση με άτομα που εργάζονται τριάντα πέντε έως σαράντα ώρες την εβδομάδα. Οι άνδρες και οι ενήλικες μέσης ηλικίας είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένοι σε αυτή την απειλή.

Όσον αφορά το πώς μας σκοτώνει η υπερκόπωση, η έκθεση εντοπίζει δύο οδούς. Για ορισμένους, το άγχος της υπερεργασίας μπορεί να προκαλέσει την απελευθέρωση υπερβολικών ορμονών στρες από τον οργανισμό, οι οποίες πυροδοτούν καρδιαγγειακά προβλήματα. Για άλλους, το άγχος μπορεί να οδηγήσει σε ανθυγιεινές συνήθειες, όπως το κάπνισμα, η μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ, η κακή διατροφή, η έλλειψη άσκησης και ο κακός ύπνος, που με τη σειρά τους συμβάλλουν στον καρδιαγγειακό κίνδυνο.

Τα παραπάνω καθιστούν την υπερεργασία πιο επικίνδυνη από άλλους κινδύνους. Η έκθεση σε καρκινογόνες ουσίες σκοτώνει λιγότερους ανθρώπους από ό,τι μια μακρά εβδομάδα εργασίας. Σίγουρα δεν είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο η εργασία σκοτώνει – οι θάνατοι στην εργασία εξακολουθούν να στοιχίζουν πολλές ζωές παγκοσμίως – αλλά είναι ένα διαρκώς αυξανόμενο πρόβλημα. Το μεγάλο ερώτημα που ακολουθεί είναι γιατί δουλεύουμε «μέχρι θανάτου». Είναι η εξάπλωση της ευέλικτης εργασίας; Είναι η καθίζηση μισθών και η παράλληλη αύξηση του κόστους ζωής; Είναι το σημερινό εργασιακό μοντέλο και η σύγχρονη καπιταλιστική κουλτούρα; Είναι ο φόβος της ανεργίας ή η εργασιακή φτώχεια; Μήπως είναι όλα μαζί;

«Η υπερεργασία του απασχολούμενου μέρους της εργατικής τάξης διογκώνει τις τάξεις της εφεδρείας, ενώ, αντίθετα, η μεγαλύτερη πίεση που ασκεί η εφεδρεία μέσω του ανταγωνισμού της στους απασχολούμενους εργάτες τους αναγκάζει να υποταχθούν στην υπερεργασία και τους υποβάλλει στις επιταγές του κεφαλαίου», έγραφε ο Κάρλ Μαρξ στο «Κεφάλαιο». Το ενοχλητικό δεν είναι ότι επαληθεύτηκε, αλλά ότι τόσο καιρό μετά, παρά τη φρενήρη τεχνολογική εξέλιξη, το πρεκαριάτο παραμένει εδώ ως απειλή για τους εργαζόμενους κι ως «ευλογία» για τους εργοδότες. Η «εφεδρεία» στην περίπτωση του Μαρξ είναι ο εφεδρικός «στρατός» της εργασίας, οι άνθρωποι που στέκονται έξω από τις πύλες του εργοστασίου, χρησιμεύοντας ως χρήσιμο εργαλείο για τον εργοδότη όταν ένας εργάτης παραπονιέται. «Αν δεν θέλεις αυτή τη δουλειά, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που ευχαρίστως θα την έπαιρναν από τα χέρια σου!», έλεγαν τότε οι εργοστασιάρχες και συνεχίζουν να λένε με τον ίδιο απειλητικό στόμφο οι σύγχρονοί τους. Σήμερα, βέβαια, η υπερεργασία συνδυάζεται και με την υποεργασία, ειδικά στο παγκόσμιο λιανικό εμπόριο όπου, για παράδειγμα, η πλειονότητα των θέσεων εργασίας είναι πλέον μερικής απασχόλησης, μια σημαντική μετατόπιση σε σχέση με μερικές δεκαετίες πριν, όταν περίπου το 70-80% των θέσεων αυτών ήταν πλήρους απασχόλησης.

Αυτές οι συνδέσεις καθιστούν τον αγώνα για λιγότερες ώρες εργασίας, καλύτερο, στρατηγικά παραγωγικό προγραμματισμό, αλλά και υψηλότερες απολαβές, κρίσιμης σημασίας: τα αιτήματα της πλατιάς κοινωνικής πλειοψηφίας, τα συμφέροντα των εργαζομένων, των υποαπασχολούμενων και των ανέργων, μπορούν να ενώσουν τους ανθρώπους σε ένα κοινό μέτωπο. Θέλουν όμως τα προοδευτικά κόμματα κάτι τέτοιο; Μπορούν να διαχειριστούν τέτοια αιτήματα και να δώσουν πειστικές λύσεις και διεξόδους;

Ο Jon Messenger, συντάκτης της έκθεσης της ΔΟΕ, συνδέει την αύξηση των ωρών εργασίας με ορισμένες εξελίξεις. «Υπήρξε», τονίζει, «μια διαφοροποίηση των ρυθμίσεων του χρόνου εργασίας με μια μετακίνηση μακριά από την τυπική εβδομάδα εργασίας που αποτελείται από σταθερές ώρες καθημερινά προς διάφορες μορφές ευέλικτων ρυθμίσεων του χρόνου εργασίας, όπως είναι οι νέες μορφές εκ περιτροπής εργασίας, οι συμπιεσμένες εβδομάδες εργασίας, η εργασία σε εφημερία, που καλλιέργησαν μια κουλτούρα συνεχούς ετοιμότητας για τους εργαζόμενους». Αυτά τα νέα πρότυπα σχετικά με τη διαρκή διαθεσιμότητα είναι συνυφασμένα με την αυξανόμενη χρήση των νέων τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών, την εξάπλωση των smartphones, των φορητών υπολογιστών και των tablet. Δεν υπάρχει σαφές όριο μεταξύ των ωρών που εργάζεται ή δεν εργάζεται κάποιος, ο προσωπικός χρόνος χάνεται, η δυνατότητα αποσύνδεσης περιορίζεται σημαντικά. Πρόκειται για μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης για την εργατική τάξη.

Είναι βέβαιο ότι χρειαζόμαστε ισχυρότερα όρια μεταξύ της εργασίας και της υπόλοιπης ζωής μας, ένα διαφορετικό νομικό πλαίσιο, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι εργαζόμενοι δεν είναι αναγκασμένοι να δουλεύουν ως σύγχρονοι σκλάβοι. Αυτό, βέβαια, απαιτεί κι άλλους μισθούς, επαγγελματικές ευκαιρίες για εξέλιξη, στήριξη της επιχειρηματικότητας και ισχυρά προγράμματα ένταξης στην αγορά εργασία για τους ανέργους.

«Πρέπει να αποκτήσουμε ουσιαστική ζωή», σημειώνουν οι Stanley Aronowitz και Jonathan Cutler στο βιβλίο τους The Post-Work Manifesto. Μπορούμε όμως να το κάνουμε; Μπορούμε να το πετύχουμε; Δύσκολα ερωτήματα.

Exit mobile version