Η «κούφια» ανάπτυξη 7% του α’τριμήνου και το χάος που έρχεται
EUROKINISSI ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ
EDITORIAL

Η «κούφια» ανάπτυξη 7% του α’τριμήνου και το χάος που έρχεται

SHARE THIS

Όσο και να πανηγυρίζουν στην κυβέρνηση, το ποσοστό ανάπτυξης του πρώτου τριμήνου του 2022 είναι ήδη χαμηλότερο κατά 1.1% από το αντίστοιχο του τελευταίου τριμήνου του 2021, με την ελληνική οικονομία να παρουσιάζει τρομακτικές μακροοικονομικές ανισορροπίες.

Η κυβέρνηση θριαμβολογεί από χθες μετά την ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ για ανάπτυξη 7% στο πρώτο τρίμηνο του έτους. Με μια πρώτη, πρόχειρη ματιά φαίνεται λογικό να πανηγυρίζει, ειδικά με όσα αναμένεται να δούμε στα επόμενα τρίμηνα. Τα χθεσινά χαμόγελα είναι και τα τελευταία πριν τις εκλογές, είτε προκηρυχθούν μέσα στο 2022 είτε την άνοιξη του 2023 καθώς από εδώ και στο εξής οι ειδήσεις για την ελληνική οικονομία θα είναι μόνο αρνητικές. Και πώς να μην είναι άλλωστε.

Το πρώτο ζήτημα είναι ο πληθωρισμός, με την Ελλάδα να καταγράφει το υψηλότερο ποσοστό σε ολόκληρη την Δυτική Ευρώπη, τις ανατιμήσεις και την ακρίβεια να απειλούν στα όρια της βιωσιμότητας τους ήδη ευάλωτους και να συμπιέζουν τα μεσαία στρώματα. Ο πληθωρισμός όπως γνωρίζουμε δεν είναι ένα φυσικό φαινόμενο ή ένα αφηρημένο πρόβλημα, αλλά αποτέλεσμα λανθασμένων πολιτικών, οξύνοντας τις ήδη βαθιές εισοδηματικές ανισότητες.

Το δεύτερο ζήτημα είναι η αισχροκέρδεια στην ενέργεια. Είναι χαρακτηριστικό ότι μεσοσταθμικά στο τελευταίο οκτάμηνο η αύξηση της τιμής του ρεύματος για τον καταναλωτή στην ΕΕ είναι στο 20% με 30%, ενώ στην Ελλάδα φτάνει στο 80%. Την ίδια στιγμή, το 99% των αυξήσεων στη χονδρική περνά κατευθείαν στον καταναλωτή, ενώ η δεύτερη ακριβότερη χώρα στην ΕΕ μετά την Ελλάδα είναι η Αυστρία, με το αντίστοιχο ποσοστό να είναι πολύ χαμηλότερο και να φτάνει το 46%. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια λεηλασία των εισοδημάτων την οποία ευνοεί η κυβέρνηση. Η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, και μάλιστα με τον τρόπο που προχώρησε, άφησε ανεξέλεγκτο το τοπίο στην αγορά ενέργειας με τις τιμές να καθορίζονται με βάση τη χρηματιστηριακή τιμή της μετοχής, αφήνοντας ακάλυπτους καταναλωτές, μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η βίαιη και χωρίς σχέδιο απολιγνιτοποίηση βάθυνε την εξάρτηση της χώρας από το ρωσικό φυσικό αέριο, ενώ η ρήτρα αναπροσαρμογής επιβάρυνε ακόμη περισσότερο το ήδη δυσθεώρητο ενεργειακό κόστος.

Το τρίτο ζήτημα είναι τα «κόκκινα δάνεια», με την πολυδιαφημισμένη μείωση να είναι καθαρά λογιστική, κάτι που αποτελεί κοινό μυστικό σε Αθήνα και Βρυξέλλες. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν μεταφερθεί από τον ισολογισμό των τραπεζών σε τρίτες, εξωτραπεζικές υπηρεσίες. Επί της ουσίας όμως το πρόβλημα είναι εδώ, με την υπερχρέωση στους ατομικούς και οικογενειακούς προϋπολογισμούς να διογκώνεται. Η ίδια η Τράπεζα της Ελλάδας, ο κ. Στουρνάρας δηλαδή, παραδέχεται ότι το 83% των δανείων που διαχειρίζονται οι τρίτες υπηρεσίες είναι κόκκινα, αγγίζοντας περίπου τα 108 δισ. ευρώ. Την ίδια στιγμή, το ποσοστό κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών είναι μόλις 15%, από τα χαμηλότερα στην Ευρωζώνη, με την αγορά να έχει κυριολεκτικά στεγνώσει, ακριβώς όπως είχε συμβεί από το 2010 και μετά.

Το τέταρτο ζήτημα αφορά την εξωτερική θέση της χώρας και τις επενδύσεις. Το ισοζύγιο, αν και βελτιώθηκε το 2021 σε σύγκριση με το 2020, καταγράφει έλλειμα 5,9% του ΑΕΠ και υστερεί σε σχέση με το απαιτούμενο επίπεδο προκειμένου να αποκατασταθεί η ισορροπία στη διεθνή θέση της χώρας. Δεν αναμένεται, επίσης, να βελτιωθεί ούτε φέτος, λόγω της ενεργειακής κρίσης που πλήττει την Ελλάδα περισσότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις, που υποτίθεται ότι αποτελούν τη «σημαία» της κυβέρνησης, παραμένουν πολύ χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, μόλις στο 27.3% του ΑΕΠ σε σύγκριση με το το αντίστοιχο 77% του ΑΕΠ στην ΕΕ. Οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν, ωστόσο είναι προσανατολισμένες σε μεγάλο βαθμό σε τομείς χαμηλής συμβολής στην αύξηση της παραγωγικότητας, όπως τα ακίνητα. Η απότομη, κατακόρυφη αύξηση της αξίας τους αναμένεται να σκάσει με πάταγο κάποια στιγμή το επόμενο διάστημα, πλήττοντας και πάλι τις προοπτικές επενδύσεων στη χώρα μας. Παράλληλα, οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις που αποτελούν τη ραχοκοκκαλιά της ελληνικής οικονομίας, απασχολώντας το 83% των εργαζόμενων, συνεχίζουν να έχουν περιορισμένη έως ανύπαρκτη πρόσβαση σε εργαλεία χρηματοδότησης και να αντιμετωπίζουν προβλήματα βιωσιμότητας.

Το πέμπτο ζήτημα είναι ο τουρισμός, που παραμένει σε μεγάλο βαθμό προσκολλημένος σε ένα παρωχημένο μοντέλο «ήλιος και θάλασσα». Το έκτο ζήτημα είναι η ανεργία και η εργασιακή φτώχεια που συνεχίζουν να ταλαιπωρούν τους εργαζόμενους, με το μισθολογικό κόστος να παραμένει πολύ χαμηλό, εξέλιξη που ευνοεί «στα χαρτιά» την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, χωρίς να εξασφαλίζονται όμως συνθήκες πραγματικής, βιώσιμης ανάπτυξης.

Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που η χθεσινή ανακοίνωση για ανάπτυξη 7% πέρασε στα ψιλά και δεν ενθουσίασε κανέναν πλην των κυβερνητικών στελεχών, που προφανώς είτε δεν έχουν καμία ιδέα περί δημόσιων οικονομικών, είτε προφασίζονται ότι πάει καλά η οικονομία, θάβοντας ως γνωστόν κάτω από το χαλί τα προβλήματα. Η ανάπτυξη του πρώτου τριμήνου τους έτους δεν μπορεί να συγκριθεί με το 1,7% ύφεση του 2021, όταν η οικονομία ήταν κλειστή λόγω των περιοριστικών μέτρων της πανδημίας, ενώ ήδη υπολείπεται κατά 1,1% από το τέταρτο τρίμηνο του 2021, όταν η οικονομία «έτρεχε» με 8,1% ανάπτυξη σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ.

Η κρίση που αντιμετωπίζουμε -και θα φανεί με σαφήνεια στους οικονομικούς δείκτες των επόμενων μηνών- δεν θα εξαφανιστεί δια μαγείας. Όλες οι εκτιμήσεις που στηρίζονται σε πραγματικά δεδομένα κάνουν λόγο για μια οικονομική κρίση μεσο-μακροπρόθεσμης διάρκειας, με την ευθύνη της κυβέρνησης να είναι τεράστια. Έχουμε μια επανάληψη του 2008, όταν η κυβέρνηση Καραμανλή θεωρούσε ότι μπορούσε να κλείνει τα μάτια μπροστά στην πραγματικότητα, πρακτική που ακολούθησαν και οι επόμενες κυβερνήσεις που υπέγραψαν τη χρεοκοπία μας και την είσοδο στα μνημόνια. Αυτήν ακριβώς την πορεία ακολουθεί και η κυβέρνηση Μητσοτάκη που, αντί να σχεδιάσει και να υλοποιήσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο θωράκισης και ανάταξης, θριαμβολογεί για ένα ακόμη εικονικό «success story», αντίστοιχο με εκείνο της περιόδου Σαμαρά.

Ας πάρουμε μια βαθιά ανάσα γιατί ο δρόμος μπροστά μας μόνο στρωμένος με ροδοπέταλα δεν είναι.

Exit mobile version