Η προεκλογική παροχολογία βάζει «βόμβα» στα θεμέλια της κοινωνικής συνοχής
Τα κόμματα που διεκδικούν μία «προοδευτική διακυβέρνηση» δεν μπορεί να σέρνονται στο γήπεδο της κυβέρνησης και να υπόσχονται λαγούς με πετραχήλια, αλλά να αξιοποιήσουν τη γνώση και εμπειρία του παρελθόντος για να «χτίσουν» για το μέλλον.
-
20.02.2023 Δημήτρης Ραπίδης
Για πρώτη φορά μετά από 15 χρόνια στη χώρα μας διεξάγονται εκλογές χωρίς επιτροπεία, εκτός πλαισίου εποπτείας της ελληνικής οικονομίας. Αυτό προφανώς δεν σημαίνει ότι όλα έχουν γίνει καλά και ότι η οικονομία μας δεν έχει διαφύγει κινδύνους, το αντίθετο θα λέγαμε, σχοινοβατεί ανάμεσα σε κινδύνους, δομικούς και εξωγενείς, και σε ισχυρούς περιορισμούς, απόρροια του νέου, αυστηρού πλαισίου των δημοσιονομικών δαπανών που προωθεί η Κομισιόν από φέτος και για τα επόμενα χρόνια.
Έχουμε μάθει να θεωρούμε αναμενόμενο σε μια προεκλογική περίοδο να δίνεται έμφαση στην παροχολογία και σε υποσχέσεις περί αυξήσεων μισθών, επιδομάτων και συντάξεων. Όπως επίσης έχουμε μάθει να θεωρούμε αναμενόμενο σε μία προεκλογική περίοδο τα πιο βαθιά και συστηματικά προβλήματα της οικονομίας να μπαίνουν στο περιθώριο και να θεωρούνται λιγότερο επείγοντα, αφήνοντας τα πιο επίκαιρα, τα πιο άμεσα, να πρωταγωνιστήσουν. Εδώ ακριβώς όμως εντοπίζεται το δομικό πρόβλημα της προεκλογικής ρητορικής και των υποσχέσεων των κομμάτων, που σπεύδουν να «χαϊδέψουν» αυτιά και να ικανοποιήσουν τις ορέξεις του εκλογικού ακροατηρίου – ορέξεις που τα ίδια τα κόμματα δημιούργησαν – χωρίς να δίνουν έμφαση σε δύο κεντρικό ζητήματα: πρώτον, την παραγωγή πλούτου και, δεύτερον, την αναδιανομή του πλούτου με στόχο την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και την καταπολέμηση των ανισοτήτων.
Είναι κρίσιμο για όλα τα κόμματα, κυρίως για όσα στοχεύουν στην ενίσχυση των λαϊκών στρωμάτων, της νεολαίας, της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, να προβάλλουν ένα όραμα για το οικονομικό μοντέλο που προτείνουν. Είναι κρίσιμο να καλλιεργηθούν ρεαλιστικές προσδοκίες για την παραγωγή κι αναδιανομή του πλούτου, κι όχι απλώς οι ηγεσίες των κομμάτων να μπαίνουν σε μία αντιπαράθεση με επίκεντρο ποια πλευρά θα δόσει ή θα υποσχεθεί περισσότερα, ποια πλευρά θα πλειοδοτήσει σε επιδόματα και υποσχέσεις, χωρίς να προτείνει συγκεκριμένα βήματα και μέτρα που θα απελευθερώσουν τις παραγωγικές δυνάμεις, θα διαμορφώσουν νέους κοινωνικούς συσχετισμούς και θα επηρεάσουν προς μια θετική για την πλειοψηφία κατεύθυνση την οικονομική πολιτική στη χώρα μετεκλογικά. Tο να αγνοούνται συστηματικά οι αδυναμίες της οικονομίας μας, τα προβλήματα και εμπόδια που αντιμετωπίζει, με την κούφια προσδοκία ότι θα διορθωθούν από μόνα τους επειδή μπορεί να αλλάξει η κυβέρνηση, είναι μία εντελώς προβληματική προσέγγιση και στρατηγική που θα σήμαινε επί της ουσίας συμβιβασμό με ένα χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης. Θα σήμαινε ήττα των κοινωνικών δυνάμεων που τόσο μέσα στα μνημόνια, όσο και μέσα σε αυτά τα χρόνια, από το 2019 μέχρι σήμερα, δεν μετέχουν δυναμικά στην παραγωγή πλούτου, ούτε αποτελούν τους αποδέκτες της όποιας αναδιανομής πλούτου επιχειρείται.
Επιδόματα και παροχές είναι απαραίτητα στοιχεία μίας οικονομικής πολιτικής σε περιόδους κρίσης, όπως η ενεργειακή, αλλά και σε περιόδους περιορισμών, όπως η πανδημία. Όταν όμως επιδόματα και παροχές καθίστανται κεντρικοί πυλώνες μίας οικονομικής πολιτικής για το παρόν και το μέλλον, όπως συμβαίνει από τη σημερινή κυβέρνηση, τότε το κόστος για την κοινωνία είναι διπλό: Αφενός αυξάνεται ο βαθμός πελατειακής εξάρτησης από την εκάστοτε εξουσία, αφετέρου μειώνεται η προοπτική βελτίωσης της οικονομικής κατάστασης της πλειοψηφίας των πολιτών, των πολλών.
Το επόμενο διάστημα αναμένεται να επιστρέψει από την Κομισιόν η πίεση για αυστηρότερη εφαρμογή των ευρωπαϊκών κανόνων και επίτευξης «γενναίων» πρωτογενών πλεονασμάτων. Η ευχέρεια πρόσβασης σε φθηνό χρήμα αρχίζει ήδη να μειώνεται, η χρηματοδότηση γίνεται ακριβότερη, καθώς η Ευρωζώνη εισέρχεται σε μία νέα φάση δημοσιονομικής προσαρμογής, έπειτα από τα «ανοίγματα» των ευρωπαϊκών οικονομιών τη διετία της πανδημίας και του χρόνου που μας πέρασε εν μέσω ενεργειακής κρίσης. Η χώρα μας τι θα κάνει μέσα σε αυτή τη νέα πραγματικότητα; Πως θα κινηθεί, όταν όλοι μας γνωρίζουμε τα μεγάλα, δομικά προβλήματα και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η οικονομίας μας;
Απέναντι σε αυτή την νέα πραγματικότητα, τα κόμματα καλούνται να επιδείξουν σοβαρότητα και σύνεση. Ειδικά τα κόμματα που διεκδικούν μία «προοδευτική διακυβέρνηση» δεν μπορεί να σέρνονται στο γήπεδο της κυβέρνησης και να υπόσχονται λαγούς με πετραχήλια, αλλά να αξιοποιήσουν τη γνώση και εμπειρία του παρελθόντος για να «χτίσουν» για το μέλλον. Οι προκλήσεις είναι πολλές, από την καλύτερη ενσωμάτωση της καινοτομίας στην παραγωγή και τον περιορισμό της εξάρτησης των επιχειρήσεων από το κράτος, μέχρι τη βελτιώση του φορολογικού πλαισίου για τις μικρές επιχειρήσεις και τους επαγγελματίες και την ενίσχυση των σημερινών, απαράδεκτων, μη βίωσιμων μισθών. Η πρόοδος σε αυτούς τους τομείς προϋποθέτει πορεία δύσκολων αλλαγών και εξισορρόπηση ανάμεσα σε ρήξεις και συναινέσεις, διαφορετικά μετά τις εκλογές θα βρεθούμε και πάλι σε ένα αβέβαιο μονοπάτι, απέναντι στα ίδια αδιέξοδα.