Ήταν αναπόφευκτη η αποτυχία της Κομισιόν με τα εμβόλια;
EDITORIAL

Ήταν αναπόφευκτη η αποτυχία της Κομισιόν με τα εμβόλια;

SHARE THIS

Η ενιαία πολιτική που θέλησε να προωθήσει η Κομισιόν απέτυχε, με τον ευρωσκεπτικισμό να αναμένεται να φουντώσει και πάλι σε πολλά κράτη-μέλη, ειδικά όσο οι συνέπειες και της νέας οικονομικής κρίσης αναμένεται να «κάτσουν» πάνω στις συνέπειες της υγειονομικής κρίσης.

«Δεν είμαστε ακόμα εκεί που θα θέλαμε να είμαστε» σημείωσε η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν την προηγούμενη εβδομάδα ενώπιον της ολομέλειας του Ευρωκοινοβουλίου, αναφορικά με την πολιτική της ΕΕ για τους εμβολιασμούς και τις προμήθειες εμβολίων. Πρόκειται για μια παραδοχή από μέρους της επικεφαλής της Κομισιόν ότι δεν έχει χειριστεί αποτελεσματικά την κατάσταση και δικαίως έχει δεχθεί αυστηρή κριτική και Ευρωπαίους ηγέτες, ΜΜΕ και τις ευρωπαϊκές κοινωνίες.

Μέχρι σήμερα, περίπου 5% του πληθυσμού της ΕΕ έχει εμβολιασθεί, σε σύγκριση με το 14% στις ΗΠΑ και το 20% στη Μεγάλη Βρετανία. Γιατί όμως η ΕΕ κάνει τόσο αργά βήματα και τι σημαίνει αυτό συνολικά για την πολιτική της;

Τα κράτη-μέλη της Ένωσης είναι υπεύθυνα για τις δημόσιες πολιτικές για την Υγεία, ωστόσο το περασμένο καλοκαίρι συμφώνησαν να προχωρήσουν στο ζήτημα της αγοράς εμβολίων ως ενιαίο μπλοκ, αφήνοντας στην Κομισιόν το «πάνω χέρι» στις προμήθειες. Υποτίθεται πως η απόφαση αυτή θα επέφερε ισορροπία στη διανομή των εμβολίων και δεν θα βλέπαμε, για παράδειγμα, μεγάλες χώρες όπως η Γερμανία ή η Γαλλία να έχουν αφθονία εμβολίων και μικρότερες ή πιο αδύναμες οικονομικά χώρες, όπως η Βουλγαρία, να μείνουν πίσω.

Η Κομισιόν ανάλαβε εξ ’ονόματος των 27 κρατών-μελών να διαπραγματευτεί επί μακρόν με τις μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες και στη συνέχεια περίμενε κάθε κράτος να υπογράψει ξεχωριστή σύμβαση με τις εταιρίες. Οι πολιτικοί όμως ανταγωνισμοί, τα «μπρος-πίσω» στις διαδικασίες και τις διαπραγματεύσεις κόστισαν πολύτιμο χρόνο σε όλους, με το βάρος των συνεπειών να σηκώνουν οι κοινωνίες, οι εργαζόμενοι, οι επιχειρήσεις και η ευρωπαϊκή οικονομία συνολικά.

Ο στόχος των Βρυξελλών να αγοραστούν εμβόλια με το μικρότερο δυνατό κόστος δεν επιτεύχθηκε, ενώ τελικά οι μεγάλες οικονομίες μπήκαν σε διμερείς διαπραγματεύσεις με εταιρίες για να προμηθευτούν εμβόλια, βλέποντας την Κομισιόν να καθυστερεί.

Οι αργοί ρυθμοί της ΕΕ και η ανευθυνότητα των φαρμακευτικών εταιριών

Ο Πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπέντζαμιν Νετανιάχου, όταν ρωτήθηκε σε συνέντευξη Τύπου πριν από τρεις εβδομάδες για την ταχύτατη πορεία εμβολιασμών στη χώρα του, απάντησε πως «δεν διαπραγματευτήκαμε την τιμή των εμβολίων γιατί θέλαμε γρήγορα και πολλά εμβόλια». Το Ισραήλ έχει βέβαια να καλύψει έναν πληθυσμό 9 εκατομμυρίων και η ΕΕ έναν πληθυσμό 450 εκατομμυρίων, ωστόσο ακόμα και η παραμικρή καθυστέρηση, με τα ανάλογα γραφειοκρατικά εμπόδια, στοιχίζει. Κι έχει όντως στοιχίσει στην ΕΕ, με τον αριθμό των θανάτων να συνεχίζει να αυξάνεται με γρήγορους ρυθμούς.

Η ΕΕ από την αρχή είχε καταστήσει σαφές ότι η ρυθμιστική αρχή φαρμάκων δεν θα ενέκρινε γρήγορα τα εμβόλια. Ενώ κράτη όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η Μεγάλη Βρετανία «έτρεχαν» με άλλους ρυθμούς, πολλές φορές παρακάμπτωντας κλινικές δοκιμές και πρωτόκολλα, η ΕΕ πήγαινε με τους δικούς της ρυθμούς, εγκρίνοντας το εμβόλιο της Pfizer στις 21 Δεκεμβρίου του 2021, τρεις εβδομάδες μετά την ημερομηνία που το ενέκρινε η κυβέρνηση Τζόνσον στο Λονδίνο. Η αργή ανταπόκριση της ΕΕ οδήγησε με τις σειρά της σε προβλήματα με τις παραλαβές, με την ευθύνη εδώ να βαραίνει τις φαρμακευτικές που συμφώνησαν σε ποσότητες που δεν μπορούσαν να καλύψουν.

Την ίδια στιγμή, σε πολλά κράτη-μέλη όπως η Γαλλία, μεγάλωνε το ποσοστό των πολιτών που δήλωναν ότι δεν θέλουν να κάνουν το εμβόλιο. Το κίνημα κατά των εμβολιών ενισχύεται και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Στη Γαλλία το 60% δεν θέλει να κάνει το εμβόλιο, σε αντίθεση με το 67% για παράδειγμα στις ΗΠΑ που δηλώνει πως θα κάνει το εμβόλιο.

Όλοι αυτοί οι παράγοντες δυσκολεύουν τις προσπάθειες της ΕΕ να επιταχύνει σήμερα τη διαδικασία εμβολιασμού, με την εμπιστοσύνη μεταξύ των Ευρωπαίων ηγετών να έχει κλονιστεί και την πορτογαλική προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να έχει τον άχαρο ρόλο του ισορροπιστή.

Θα δώσει λύση το Ταμείο Ανάκαμψης;

Το καλοκαίρι του 2020 η Ένωση υιοθέτησε ένα πακέτο οικονομικής στήριξης 750 δισ. ευρώ στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης, με τα κράτη-μέλη να συμφωνούν στο διαμοιρασμό τους κόστους δανεισμού. Το Ταμείο συστήθηκε και επίσημα την προηγούμενη εβδομάδα, ωστόσο οι εκταμιεύσεις των πρώτων δόσεων δεν θα πρέπει να αναμένονται πριν το καλοκαίρι του 2021.

Τα ποσά που θα εκταμιευθούν προορίζονται για την στήριξη των ευρωπαϊκών οικονομιών, ωστόσο τα κράτη που στηρίζονται κατά μεγάλο βαθμό στον τουρισμό, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία, θα κληθούν να επιλέξουν ανάμεσα σε ένα προσεκτικό άνοιγμα για την στήριξη του τουρισμού – με ό,τι μπορεί αυτό να σημαίνει – ή σε μια πολιτική «φυσαρμόνικας» για να ισορροπήσουν μεταξύ υγειονομικής ασφάλειας και τουριστικών εσόδων. Είναι όμως ρεαλιστική μια τέτοια προοπτική;

Πολλοί Ευρωπαίοι αναλυτές τονίζουν ότι η Κομισιόν και τα κράτη-μέλη θα μπορούσαν να έχουν ακολουθήσει μια διαφορετική στρατηγική. «Έγιναν πολλά, μαζεμένα λάθη στη διαχείριση της πανδημίας και της διαδικασίας των εμβολιασμών, τα οποία η Ένωση θα πληρώσει με οικονομική στασιμότητα και βαθιές κοινωνικές αναταραχές», τονίζει ο οικονομικός αναλυτής Βόλφγκανγκ Μουνχάου, υπογραμμίζοντας ότι «η κατάσταση μετά την πανδημία θα μοιάζει με την κατάσταση στην οποία βρέθηκε η Ελλάδα τα χρόνια των μνημονίων και της κρίσης χρέους».

Ποιος θα καλύψει το κενό;

Η Ρωσία και η Κίνα είναι πρόθυμες να στηρίξουν την ΕΕ. Η κυβέρνηση Όρμπαν στην Ουγγαρία είναι η πρώτη που έχει εγκρίνει το ρωσικό εμβόλιο Sputnik V, παρακάμπτοντας την ΕΕ, ενώ έχει ήδη προχωρήσει σε συμφωνία με τη κινεζική εταιρεία Sinopharm. Μένει να δούμε εάν το παράδειγμα τον Ούγγρων θα ακολουθήσουν κι άλλα κράτη-μέλη το επόμενο διάστημα.

Η στρατηγική του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν φαίνεται να αποδίδει μέχρι τώρα, με έναν αυξανόμενο αριθμό κρατών, ιδιαίτερα από τον αναπτυσσόμενο κόσμο, να σπεύδει να αγοράσει το ρωσικό εμβόλιο, το οποίο έχει το ίδιο ποσοστό αποτελεσματικότητας με εκείνο της Pfizer και είναι μακράν φθηνότερο.

Το Sputnik V έχει εγκριθεί μέχρι τώρα από 30 κράτη, μεταξύ των οποίων το Μεξικό και η Αργεντινή, ενώ πολλά κράτη όπως η Νότια Κορέα, η Βραζιλία, η Αίγυπτος και η Ινδία έχουν ήδη παραγγείλει εκατομμύρια δόσεις. Εάν η τάση αυτή συνεχιστεί υπέρ του Sputnik V, τότε η Ρωσία θα μπορέσει να ανταγωνιστεί την ΕΕ, τις ΗΠΑ και την Κίνα στη μάχη επιρροής των εμβολίων, το λεγόμενο «vaccine race».

Η απάντηση της ΕΕ στην πανδημία είναι η πιο καθυστερημένη σε σχέση με τους μεγάλους γεωπολιτικούς δρώντες. Επειδή ωστόσο μιλάμε για τη δημόσια Υγεία, θα περίμενε κανείς οι Ευρωπαίοι ηγέτες να έχουν κινητοποιηθεί πιο αποτελεσματικά και γρήγορα για να προστατέψουν τους πληθυσμούς τους. Η ενιαία πολιτική που θέλησε να προωθήσει η Κομισιόν απέτυχε, με τον ευρωσκεπτικισμό να αναμένεται να φουντώσει και πάλι σε πολλά κράτη-μέλη, ειδικά όσο οι συνέπειες και της νέας οικονομικής κρίσης αναμένεται να «κάτσουν» πάνω στις συνέπειες της υγειονομικής κρίσης.

Exit mobile version