Ποιος θέλει τη συνεργασία;
EUROKINISSI ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
EDITORIAL

Ποιος θέλει τη συνεργασία;

SHARE THIS

Καλή είναι η ηθικολογία περί συνεργασιών, αλλά αν πραγματικά δεν την θέλεις, μάλλον θα είναι δύσκολο να πείσεις και τους πολίτες.

Η ΝΔ, δια στόματος του πρωθυπουργού, προτιμά να φέρει στο σχήμα υποψηφιότητες κεντροαριστερών (sic), ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ επιδιώκει «προοδευτική διακυβέρνηση» αλλά βάζει στο κάδρο της αντιπαράθεσης και το ΠΑΣΟΚ, ενώ ο κ. Ανδρουλάκης, παρότι ακολουθεί την «γραμμή» που έχει υιοθετηθεί από πέρυσι με τον ίδιο και το κόμμα του ως «θύμα του παρακράτους», αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να συνεργαστεί (και) με τη ΝΔ.

Τα τρία μεγαλύτερα κόμματα φαίνεται ότι ζορίζονται στην αναζήτηση τρόπων συνεργασίας σε διαφορετικά σχήματα, αποκαλύπτοντας μία, τελικά, φοβική στάση ως προς τον σύγχρονο τρόπο διακυβέρνησης σε πολλά κράτη-μέλη της ΕΕ. Σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη οι κυβερνήσεις συμμαχίας είναι πλέον μία θεσμικά αυτονόητη διαδικασία, με πολλά οφέλη για όλα τα μέρη και, κυρίως, για την ίδια την κοινωνία. Η πρώτη προοδευτική, συμμαχική διακυβέρνηση στην Πορτογαλία επί ηγεσίας Αντόνιο Κόστα, όπως και η σημερινή, συμμαχική κυβέρνηση στην Ισπανία του Πέδρο Σάντσεθ, αποτελούν δύο σημαντικά παραδείγματα επιτυχημένης διακυβέρνησης. Από την άλλη, παραδοσιακά, οι δεξιές και συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις έχουν μία «αλλεργία» σε κυβερνήσεις συμμαχίας, εξαιρουμένων των σκανδιναβικών κρατών, όπου εκεί έχουμε αρκετά διαφορετικά πολιτικά και θεσμικά χαρακτηριστικά στις κυβερνήσεις συνεργασίας και όλοι είναι διατεθειμένοι να συμμαχήσουν με όλους, κάτω από μία κοινή, προγραμματική ατζέντα.

Στη χώρα μας, σε μία εξαιρετικά κρίσιμη συγκυρία, έχουμε μία νεφελώδη κατάσταση. Στα τρία μεγαλύτερα κόμματα κυριαρχεί η ανασφάλεια, η οποία αναπόφευκτα οδηγεί σε επιθετικότητα, ενώ για τον ΣΥΡΙΖΑ αυτή η ανασφάλεια συνδέεται άρρηκτα και με την επόμενη μέρα, το τί πρόκειται να συμβεί δηλαδή μετά τις εκλογές. ΝΔ και ΠΑΣΟΚ δεν έχουν ανάλογο προβληματισμό, καθώς τόσο ο κ. Μητσοτάκης σε περίπτωση ήττας διατηρεί αρχηγικό προφίλ εντός του κόμματός του, ενώ για τον κ. Ανδρουλάκη ένα ποσοστό χαμηλότερο από εκείνο που δείχνουν οι δημοσκοπήσεις απλώς θα προκαλέσει κάποιους πρόσκαιρους μετεκλογικούς «τριγμούς» και τίποτα παραπάνω. Είναι πολύ βραχύ το διάστημα της ηγεσίας του, οπότε θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αμφισβητηθεί περισσότερο από όσα αναλογεί σε μία μικρότερη αποτύπωση της εκλογικής δύναμης του κόμματος.

Επίσης, μένοντας λίγο παραπάνω στις σκέψεις για το ΠΑΣΟΚ, η επίσημη θέση είναι ότι αν λάβει υψηλό ποσοστό, θα μπορεί να το ερμηνεύσει ως εντολή για να επωμιστεί μέρος της διακυβέρνησης, ωστόσο στην πραγματικότητα ισχύει το αντίθετο: Ότι η ηγεσία του θα σκεφτεί σοβαρά μπει σε μια κυβέρνηση μόνο αν βρεθεί σε εκλογική επισφάλεια, ειδικά αν εκτιμήσει ότι σε μία δεύτερη κάλπη θα συνθλιβεί μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ και θα χάσει την όποια διαπραγματευτική της δύναμη.

Για τη ΝΔ, πέραν της ενσωμάτωσης κεντροαριστερών (και πάλι sic) στελεχών που γράψαμε παραπάνω, η ηγεσία της θα σκεφτόταν να συνεργαστεί με κάποιο κόμμα (ΠΑΣΟΚ; Ελληνική Λύση;) μόνο αν δεν έφτανε την αυτοδυναμία μετά τη δεύτερη κάλπη και αφότου είχε εξασφαλίσει το μπόνους των 50 εδρών.

Σε ποιο σημείο βρισκόμαστε λοιπόν; Στο σημείο που κανείς δεν θέλει συνεργασία παρά μόνο στην πιο ακραία περίπτωση, στο πιο ακραίο για το κάθε κόμμα σενάριο. Έτσι είναι όμως. Αυτές είναι οι «οδύνες» μίας νέας κατάστασης σε ένα πολιτικό σύστημα «κακομαθημένο», σε ένα πολιτικό σύστημα που δεν αναγνωρίζει τη σημασία των συνεργασιών και της κουλτούρας που έτσι χτίζεται και στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο. Γιατί καλή η ηθικολογία περί συνεργασιών, αλλά αν πραγματικά δεν την θέλεις, μάλλον θα είναι δύσκολο να πείσεις και τους πολίτες.

Exit mobile version