EDITORIAL

Βιομηχανία των συνόρων: Επενδύσεις δισεκατομμυρίων στη βία και την εκμετάλλευση ανθρώπων

SHARE THIS

Στο rosa.gr ανοίγουμε τον φάκελο της βιομηχανίας των συνόρων, που ευημερεί πάνω στον πόνο των ανθρώπων και την προσφυγιά, κλείνοντας συμφωνίες δισεκατομμυρίων ευρώ με κυβερνήσεις.

Τα σύνορα – φυσικά, άυλα και φανταστικά – βρίσκονται στο επίκεντρο της λειτουργίας των κρατών. Η μετανάστευση ως «απειλή» παρουσιάζεται όλο και περισσότερο ως πολιτικό και ιδεολογικό δόγμα, τροφοδοτώντας με μίσος και διχασμό τις κοινωνίες. Οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα σύνορα τυγχάνουν αυξημένης προσοχής από τα αρκετά πλέον μέσα ενημέρωσης, ωστόσο η μετάβαση σε μια πραγματικότητα που τα δικαιώματα θα γίνονται σεβαστά και οι παραβάτες θα τιμωρούνται αργεί να έρθει.

Μέσα σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο αναπτύσσεται ένα δίκτυο των εταιρειών που επωφελούνται από τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τον πόνο των ανθρώπων που αναζητούν ένα καλύτερο αύριο μακριά από τον πόλεμο και τη φτώχεια. Αυτές οι εταιρείες, των οποίων τα προϊόντα και οι υπηρεσίες τροφοδοτούν τη βία στα σύνορα, εντάσσονται σε μια κατηγορία με την ονομασία «βιομηχανία των συνόρων». Η βιομηχανία αυτή «απλώνεται» σε αλληλοεπικαλυπτόμενους τομείς, όπως είναι η μαζική επιτήρηση και η τεχνολογία, η κράτηση και η παροχή εξειδικευμένων συμβουλευτικών υπηρεσιών, το εμπόριο όπλων, αλλά πέρα και πάνω από όλα αφορά στην ορατή κι αόρατη άσκηση βίας και στην εκμετάλλευση των ανθρώπων.

Εταιρίες που τροφοδοτούν το ακροδεξιό και ξενοφοβικό αφήγημα

Μεγάλες εταιρείες όπλων παρέχουν οπλικά συστήματα και στρατιωτικές τεχνολογίες στις κρατικές συνοριακές δυνάμεις σε όλο τον κόσμο. Η γαλλική εταιρεία Thales παρέχει συστήματα ραντάρ και θαλάσσιας επιτήρησης σε ευρωπαϊκά κράτη και στην Frontex, οι δραστηριότητες της οποίας βρίσκονται στο μικροσκόπιο δημοσιογραφικών και δικαστικών ερευνών λόγω των αποκαλύψεων για πρακτικές που παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η Thales παρέχει επίσης τεχνολογία αναγνώρισης δακτυλικών αποτυπωμάτων στην υπηρεσία Eurodac, διαμορφώνοντας τη βάση δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων της ΕΕ για το άσυλο και οικοδομώντας ένα δαιδαλώδες σύστημα ελέγχου και επιτήρησης.

Η κατασκευάστρια εταιρεία όπλων Lockheed Martin είναι ακόμη εταιρεία που παρέχει προϊόντα για την ασφάλεια των συνόρων. Συστήματα ραντάρ, αεροπλάνα επιτήρησης και μη επανδρωμένα αεροσκάφη αποτελούν σημαντικό μέρος της αυξημένης ενίσχυσης των συνόρων παγκοσμίως, με έμφαση στην ΕΕ και τις ΗΠΑ. Μεταξύ 2005 και 2019, η εταιρεία εξασφάλισε 20 συμβάσεις με την υπηρεσία Τελωνείων και Προστασίας των Συνόρων των ΗΠΑ (CBP) συνολικής αξίας 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων. Εν τω μεταξύ, η βρετανική BAE systems, η οποία κατηγορείται για εμπλοκή στον εμφύλιο πόλεμο στην Υεμένη και συμμετοχή σε εγκλήματα πολέμου, εξασφάλισε συμβάσεις αξίας 25 εκατ. λιρών περίπου από το Υπουργείο Εσωτερικών των ΗΠΑ το 2020. Αυτές οι συμβάσεις αναφέρονται ως «Ψηφιακά δεδομένα και τεχνολογία» στα δημόσια αρχεία του αμερικανικού υπουργείου Εσωτερικών.

Οι εταιρείες όπλων κερδίζουν αμύθητα ποσά από τον ανθρώπινο πόνο. Κερδίζουν από την πώληση των όπλων και δημιουργούν τις βίαιες, εμπόλεμες συνθήκες από τις οποίες οι άνθρωποι προσπαθούν να ξεφύγουν. Στη συνέχεια, τροφοδοτούν ένα ισχυρό πολιτικό αφήγημα που βασίζεται στον ρατσισμό και συγχέει την τρομοκρατία με τους ανθρώπους που ζητούν άσυλο. Σε αυτό το αλληλοτροφοδοτούμενο σύστημα οι εταιρίες πωλούν την τεχνολογία τους σε κυβερνήσεις που αναζητούν δικαιολογία για να διαμορφώσουν όλο και πιο εχθρικά και σκληρά σύνορα και να ικανοποιήσουν το εθνικιστικό αφήγημα, «πυροδοτώντας» τα πιο σκοτεινά αντανακλαστικά της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ενοχοποιώντας τους πρόσφυγες και τους μετανάστες για όλα τα δεινά ώστε να κερδίσουν ψήφους. Αυτή είναι η χαρακτηριστική πολιτική της ακροδεξιάς και της alt-right, αυτό είναι το κυρίαρχο αφήγημα των σημερινών δεξιών κυβερνήσεων στην ΕΕ.

Η Lockheed Martin συνδυάζει την εταιρική γλώσσα των «συνεργασιών» με τις μιλιταριστικές, ξενοφοβικές έννοιες της «διασφάλισης των συνόρων ενός έθνους» και της βοήθειας για την «υπεράσπιση από εξωτερικές απειλές». Πιο ξεκάθαρα από τη Lockheed Martin, η Thales έχει δηλώσει δημοσίως, διαφημίζοντας τις τεχνολογίες της, ότι «πρώτα τα σύνορα και μετά τα αστικά κέντρα» είναι «οι στόχοι τόσο των τρομοκρατών όσο και των προσφύγων». Η ρητορική των πολυεθνικών εταιρειών όπλων ταιριάζει στενά με την ολοένα και πιο βίαιη ξενοφοβική πολιτική των χωρών στις οποίες δραστηριοποιούνται, συμπεριλαμβανομένων πολλών κρατών στην ΕΕ. Προς επίρρωσιν της στρατηγικής επιλογής της ΕΕ για ενίσχυση των συνόρων απέναντι στη μετανάστευση και τα προσφυγικά ρεύματα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκριναν δαπάνη ύψους σχεδόν 35 δισ. ευρώ για τη φύλαξη των σύνορων, στο πλαίσιο του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου 2021-27, τριπλασιάζοντας τη σχετική δαπάνη σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο. Η «Ευρώπη-φρούριο»: Από το 1990 μέχρι το 2017 εταιρίες που δραστηριοποιούνται στον τομέα της βιομηχανίας των συνόρων ανέλαβαν 15 χερσαία έργα θωράκισης των συνόρων απέναντι στην μετανάστευση. Τα έργα αυτά αφορούσαν και τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, αλλά και εσωτερικά σύνορα μεταξύ κρατών-μελών (πηγή: Transnational Institute).

Τα βιομετρικά στοιχεία και οι ρατσιστικές διακρίσεις

Το γεγονός ότι οι εταιρείες όπλων συμμετέχουν στην παροχή τεχνολογικών εργαλείων για τη μαζική επιτήρηση των μεταναστών και προσφύγων δείχνει πόσο αλληλένδετες είναι οι διάφορες πτυχές της βιομηχανίας των συνόρων. Όλο και περισσότερο, ένα σημαντικό μέρος της εργαλείων επιβολής της βίας αναπτύσσεται μακριά από τα ίδια τα φυσικά σύνορα. Τα βιομετρικά στοιχεία και οι τεχνολογίες μαζικής επιτήρησης αποτελούν έναν σημαντικό πυλώνα της βιομηχανίας των συνόρων, υποστηρίζοντας τα κρατικά σύνορα με λιγότερο ορατό, αλλά όχι με λιγότερο βίαιο τρόπο. Τέτοιες τεχνολογίες επιτρέπουν στα κράτη και τους κυβερνητικούς φορείς να εντοπίζουν και να παρακολουθούν τους ανθρώπους που μετακινούνται, διαμορφώνοντας σύνορα ακόμα και στο εσωτερικό των ίδιων των κρατών. Η Frontex, για παράδειγμα, έχει επιχειρήσει να χρησιμοποιήσει εφαρμογές και βιομετρικά στοιχεία για τη διαχείριση των αιτούντων άσυλο πριν καν φτάσουν στην Ευρώπη. Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, το γεγονός ότι οι τεχνολογίες αυτές εισάγουν σε συντριπτικό βαθμό ρατσιστικές διακρίσεις εις βάρος κοινοτήτων κι ανθρώπων, χωρίς να αντιμετωπίζουν επίσης τον παραμικρό έλεγχο και χωρίς να χρειάζεται να λογοδοτήσουν πουθενά.

Γνωστές εταιρίες, όπως η HP και η Microsoft, συμμετέχουν επίσης σε αυτό το σκοτεινό παιχνίδι. Η HP Belgium έχει συνάψει πέντε συνεχόμενα ετήσια συμβόλαια από το 2012 και μετά με την ΕΕ στο πλαίσιο της συντήρησης ενός συστήματος βιομετρικής καταγραφής της eu-LISA, ενός οργανισμού που διαχειρίζεται συστήματα μεγάλης κλίμακας στον χώρο της «ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης», όπως εύγλωττα αναφέρεται στο καταστατικό του οργανισμού. Άλλες εταιρείες, όπως η Palentir και η Accenture, αναπτύσσουν σταδιακά μεγαλύτερη επιρροή στον διεθνή ιστό των εταιρειών τεχνολογίας των συνόρων. Η Accenture συμμετέχει στη διατήρηση των «έξυπνων τειχών» της ΕΕ – των τεχνολογικών δηλαδή συνόρων της – από μια σύμβαση με τη eu-LISA ύψους 157 εκατομμυρίων ευρώ που σύναψε το 2006, ενώ παράλληλα αναπτύσσει συνεργασίες με ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Η εταιρεία είχε επίσης υπογράψει σύμβαση ύψους 297 εκατομμυρίων δολαρίων με την αμερικανική υπηρεσία προστασίας συνόρων CBP το 2017 για να «βοηθήσει στην πρόσληψη υπαλλήλων συνοριακής περιπολίας». Το συμβόλαιο τερματίστηκε τελικά αφού οι ίδιοι οι εργαζόμενοι της Accenture υπέβαλαν αίτηση στην εταιρεία για τον τερματισμό του, αρνούμενοι να ανεχθούν «την τεχνολογία που υπερτροφοδοτεί απάνθρωπες και σκληρές πολιτικές».

Δυνάμεις διασώσεις και ΜΚΟ σε Μεσόγειο και Αιγαίο αντιμετωπίζουν τεράστια εμπόδια στη διάσωση προσφύγων και μεταναστών, με πολλές πολιτικές ηγεσίες να είναι απρόθυμες να στηρίξουν το έργο τους. 

Ο θολός τομέας των «υπηρεσιών»

Εάν η τεχνολογία αποτελεί έναν ευρύ και μη καθορισμένο τομέα της βιομηχανίας των συνόρων, η κατηγορία των υπηρεσιών είναι ακόμη πιο δύσκολο να προσδιοριστεί και να οριστεί σε εύρος. Υπάρχουν επίπεδα συμμετοχής στα στενά δίκτυα μεταξύ ιδιωτικών εταιρειών παροχής υπηρεσιών και κρατών που στηρίζουν την άσκηση βίαιων πολιτικών στα σύνορα. Ορισμένοι πάροχοι υπηρεσιών, όπως οι φορείς εκμετάλλευσης πτήσεων απέλασης, συμμετέχουν ενεργά και εν γνώσει τους σε παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Υπάρχουν όμως και υπηρεσίες που δεν αφορούν απαραίτητα τα εξωτερικά σύνορα, αλλά την κυκλοφορία ανθρώπων εντός αυτών. Μια εταιρεία που διαχειρίζεται ένα κέντρο κράτησης είναι αναμφισβήτητα βασικός παράγοντας στην αστυνόμευση των συνόρων που περιορίζουν την κίνηση και τα δικαιώματα των μεταναστών και των προσφύγων. Μια υπηρεσία καθαρισμού στο ίδιο κέντρο, από την άλλη πλευρά, θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί παθητικός δρώντας στην άσκηση κρατικής βίας. Το γεγονός αυτό καθιστά τον τομέα των υπηρεσιών που σχετίζονται με τα σύνορα πολύπλοκο ως προς τον ορισμό και την κατηγοριοποίησή του και προσθέτει επιμέρους «στρώματα» στο ερώτημα για το πώς μπορεί να καταπολεμηθεί καλύτερα ο σύνθετος ιστός που διαμορφώνει τη βιομηχανία των συνόρων.

Πάροχοι υπηρεσιών άμεσης και έμμεσης άσκησης βίας στα σύνορα είναι γνωστά ονόματα. Οι φορείς εκμετάλλευσης των πτήσεων στο Ηνωμένο Βασίλειο περιλαμβάνουν αεροπορικές εταιρείες όπως η TUI, η British Airways και η Easyjet, ενώ γνωστές αεροπορικές εταιρείες σε όλο τον κόσμο συμμετέχουν σε αυτή την κερδοφόρα βιομηχανία έναντι πολλών εκατομμυρίων ευρώ. Στην Αυστραλία, η Qantas έχει δεχθεί επανειλημμένες πιέσεις από τους μετόχους της να τερματίσει την εμπλοκή της στην αναγκαστική απομάκρυνση αιτούντων άσυλο, σημειώνοντας ότι η αεροπορική εταιρεία δεν είναι υποχρεωμένη να συμμετέχει σε αυτή τη διαδικασία. Το ίδιο ισχύει και με πολλές άλλες αεροπορικές εταιρίες και εθνικούς αερομεταφορείς σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.

Πρόσφυγες στα ανοιχτά της κεντρικής Μεσογείου, στην αναζήτηση ενός ασφαλέστερου μέλλοντος.

 

Τα «χρυσά» συμβόλαια για τα κέντρα κράτησης

Η κράτηση είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους τα σύνορα επιβάλλονται με τη μεγαλύτερη βία εντός των κρατών. Η ανάθεση της διαχείρισης των κέντρων κράτησης σε εξωτερικούς συνεργάτες ευνοεί την έλλειψη λογοδοσίας και ανοίγει το δρόμο για τη βία και την κακοποίηση. Επίσης, συμβαδίζει με την αυξανόμενη παγκόσμια τάση ιδιωτικοποίησης στον τομέα των φυλακών και πουθενά δεν είναι πιο εμφανής αυτή η τάση από ό,τι στην ιδιωτική εταιρεία ασφαλείας G4S. Το 2019, η G4S είχε εκτιμώμενα έσοδα άνω των 9 εκατ. ευρώ από τη συμμετοχή της σε υπηρεσίες που σχετίζονται με τα σύνορα. Έχει επανειλημμένα βρεθεί υπό έλεγχο αναφορικά με την άσκηση βίας στα κέντρα κράτησης που διαχειρίζεται, με κυριότερο το βρετανικό κέντρο κράτησης Brooks House. Απασχολώντας 570.000 άτομα παγκοσμίως, η συμμετοχή της G4S στην κράτηση επεκτείνεται σε υπεράκτια κέντρα στην Αυστραλία, και τη Νότια Αφρική, πέραν των φυλακών στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Οι εταιρείες υπηρεσιών Serco και Mitie έχουν επίσης κερδίσει «χρυσά» συμβόλαια για κέντρα κράτησης, στο Yarl’s Wood, στο Gatwick και στο Heathrow στο Λονδίνο. Σε μια απόδειξη των φιλικών σχέσεων που έχουν οι συνοριακές εταιρείες με τα κράτη, και οι τρεις αυτές εταιρείες διαχειρίζονται επίσης κέντρα δοκιμών για τα εμβόλια του κορονοϊού στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι σχέσεις μεταξύ των παρόχων υπηρεσιών της συνοριακής βιομηχανίας με τις κυβερνήσεις βαθαίνει όλο και περισσότερο, διαμορφώνοντας ένα αδιαφανές πλαίσιο «ιδιωτικοποίησης» της βίας και της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.Η Frontex στο επίκεντρο ερευνών για αθέμιτες πρακτικές, μεταξύ των οποίων και για ενεργή συμμετοχή σε υποθέσεις επαναπροωθήσεων προσφύγων και μεταναστών (pushbacks).

Η PricewaterhouseCoopers (PwC) εντάσσεται σε αυτή την κατηγορία των εταιριών που παρέχουν «συμβουλευτικές υπηρεσίες». Μεταξύ 2017 και 2019 υπέγραψε συμφωνίες με τη Frontex, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και κυβερνήσεις που της απέφεραν έσοδα 42,4 δισ. δολάρια. Η δήλωση της εταιρείας ότι «η μεταναστευτική κρίση μπορεί να δημιουργήσει μια ποικιλία ευκαιριών για τις επιχειρήσεις» συνοψίζει επιγραμματικά το ήθος που βρίσκεται στην καρδιά της βιομηχανίας των συνόρων: ο ανθρώπινος πόνος είναι μια ευκαιρία για κέρδος και το «βάπτισμα» της μετανάστευσης ως «κρίση» επιτρέπει στις εταιρείες να κερδίσουν αμύθητα ποσά από τους προϋπολογισμούς κρατών που ποντάρουν στην ξενοφοβία.

Η βιομηχανία των συνόρων δημιουργεί τις συνθήκες για τη δική της ευημερία. Δεν είναι τυχαίο ότι η αυξανόμενη δύναμη και συμμετοχή των εταιρειών που υποστηρίζουν την ενίσχυση των συνόρων και «πουλάνε» τη μετανάστευση ως απειλή για την ασφάλεια, συμπίπτει με μια αυξανόμενη τάση ξενοφοβικής κρατικής ρητορικής. Η κινητοποίηση οργανώσεων και συλλογικοτήτων, οι δημοσιογραφικές αποκαλύψεις και η ενημέρωση, η άσκηση πίεσης προς τις κυβερνήσεις μπορούν να οδηγήσουν σε έναν ρυθμιστικό πλαίσιο σε ευρωπαϊκό αρχικά επίπεδο, όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα θα προστατεύονται και θα υπάρχει έλεγχος και λογοδοσία για τη δράση των εταιριών. Βρισκόμαστε στην αρχή των ερευνών μεγάλης κλίμακας, ωστόσο η διακρατική συνεργασία δημοσιογράφων και ΜΚΟ μπορεί να φέρει αποτελέσματα και να αναδειχθούν με μεγαλύτερη σαφήνεια τα «έργα και οι ημέρες» των εταιριών που λειτουργούν με τις πλάτες των κυβερνήσεων.

Exit mobile version