ΕΡΕΥΝΑ ROSA
Τι συμβαίνει στην Μεγάλη Βρετανία με το κύμα απεργιών;
Με αφορμή τη μεγάλη χθεσινή απεργία στο Λονδίνο, μιλήσαμε στο rosa.gr με τρεις δημόσιους υπαλλήλους από τρεις διαφορετικούς κλάδους για τα αιτήματα που έχουν, τον προβληματισμό τους για την εργασιακή καθημερινότητα και τις προκλήσεις που έχουν μπροστά τους.
-
02.02.2023 Δημήτρης Ραπίδης
Με αφορμή τη μεγάλη χθεσινή απεργία στο Λονδίνο, μιλήσαμε στο rosa.gr με τρεις δημόσιους υπαλλήλους από τρεις διαφορετικούς κλάδους για τα αιτήματα που έχουν, τον προβληματισμό τους για την εργασιακή καθημερινότητα και τις προκλήσεις που έχουν μπροστά τους.
-
02.02.2023 Δημήτρης Ραπίδης
Εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι φεύγουν σήμερα από τους χώρους εργασίας τους. Εγκαταλείπουν, δηλαδή, την εργασία τους. Από δάσκαλους και δημόσιους υπαλλήλους μέχρι σιδηροδρομικούς και πανεπιστημιακό προσωπικό, άνθρωποι σε όλη την βρετανική οικονομία έχουν φτάσει σε οριακό σημείο, αρνούμενοι να συνεχίσουν να λαμβάνουν χαμηλούς μισθούς σε καταρρέουσες δημόσιες υπηρεσίες, απέναντι σε μία κυβέρνηση που αρνείται να ακούσει τις φωνές εκείνων που κρατούν τη χώρα σε λειτουργία. Εκατοντάδες χιλιάδες Βρετανοί τους τελευταίους μήνες, τον τελευταίο χρόνο για την ακρίβεια, αποφάσισαν ότι η κινηματική, συνδικαλιστική δράση είναι ο μόνος τρόπος για να πιεστεί η κυβέρνηση και να υλοποιήσει τα αιτήματα που θέτουν οι παραγωγικές δυνάμεις.
Η δράση των κινημάτων, των επαγγελματικών σωματείων και των συνδικαλιστικών ενώσεων έρχεται σε μια σημαντική πολιτική συγκυρία, καθώς η κυβέρνηση των Τόρις, και προσωπικά του νυν πρωθυπουργού Ρίσι Σούνακ, προωθεί και ψηφίζει μία άκρως αντιαπεργιακή νομοθεσία στη Βουλή των Κοινοτήτων. Ένας νόμος που θα μπορούσε, αν περάσει κι από τη Βουλή των Λόρδων, να γίνει νόμος και να διαμορφώσει ένα νέο, σκοτεινό τοπίο στην εργασία και στο δικαίωμα στην απεργία, δίνοντας την εξουσία σε εργοδότες και διοικήσεις στο δημόσιο να προχωρήσουν σε απολύσεις εργαζομένων επειδή κατέβηκαν σε απεργία χωρίς να έχουν προηγουμένως πάρει σχετική άδεια.
Με αφορμή τη χθεσινή μεγάλη κινητοποίηση στο Λονδίνο, μιλήσαμε στο rosa.gr με τρεις δημόσιους υπαλλήλους από τρεις διαφορετικούς κλάδους για τα αιτήματα που έχουν, τον προβληματισμό τους για την εργασιακή καθημερινότητα και τις προκλήσεις στους κλάδους τους.
«Η χρηματοδότηση είναι στα τάρταρα»
Η Ελοίζ Τόμας είναι δασκάλα αγγλικών σε γυμνάσιο στο Ανατολικό Λονδίνο με μεγάλη εργασιακή εμπειρία. Με καταγωγή από το Μπέρμιγχαμ, ζει τα τελευταία οκτώ χρόνια στο Λονδίνο εκτιμώντας ότι μαζί με το σύζυγό της (σ.σ. πολιτικός μηχανικός), θα μπορούσαν να έχουν υψηλότερο εισόδημα, περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες και ένα περιβάλλον καλύτερο και με περισσότερες επιρροές για τα δύο παιδιά τους. «Εργάζομαι ως δασκάλα τα τελευταία δεκαοκτώ χρόνια. Η δουλειά έχει αλλάξει πάρα πολύ σε αυτό το διάστημα και θα έλεγα ότι έχει αλλάξει προς το χειρότερο. Γιατί το λέω αυτό; Γιατί από τη μία πλευρά, ο φόρτος εργασίας αυξάνεται συνεχώς χρόνο με το χρόνο, χωρίς την ίδια στιγμή να έχουμε μισθολογική αύξηση, ενώ μαζί με το καθαρά εκπαιδευτικό μας αντικείμενο, μας ζητείται πολλές φορές από τη διοίκηση να κάνουμε και…γραφειοκρατικές δουλειές για να καλύψουμε τα μεγάλα κενά στο διοικητικό προσωπικό».
Η χρηματοδότηση της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι ένα μείζον θέμα, με τις ενώσεις εκπαιδευτικών να ζητούν γενναία αύξηση μισθών από την κυβέρνηση, πάνω ή στα όρια του πληθωρισμού, καθώς και προσλήψεις τόσο σε εκπαιδευτικό όσο και σε διοικητικό προσωπικό. «Τα σχολεία δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά τους λογαριασμούς ρεύματος και φυσικού αερίου, οι οποίοι σε ορισμένες περιπτώσεις αυξάνονται κατά 400%. Κόβουμε απ΄ όπου μπορούμε», τονίζει η Ελοίζ, προσθέτοντας ότι «στο Λονδίνο ένας στους τρεις δασκάλους εγκαταλείπει το επάγγελμα μέσα στα πρώτα πέντε χρόνια. Αυτό αφορά κυρίως όσους μπήκαν στο επάγγελμα τα τελευταία δέκα χρόνια. Κι εγώ το έχω σκεφτεί πολλές φορές, ψάχνομαι επαγγελματικά, αλλά έχω φτάσει σε ένα σημείο που δεν αντέχω άλλο να εργάζομαι σε ένα περιβάλλον με έναν τόσο υψηλό βαθμό πίεσης, πολλές αρμοδιότητες πέρα από την εκπαίδευση, πενιχρούς μισθούς και συναδέλφους που είναι εξαντλημένοι. Δεν υπάρχει κανένας προϋπολογισμός για προσλήψεις, καμία πρόνοια γι’αυτό και δεν ξέρουμε τι να κάνουμε».
Ένα άλλο θέμα που θέτει η Ελοίζ είναι και εκείνο των διατροφικών αναγκών των παιδιών. «Μέχρι πέρυσι άκουγα συναδέλφους μου να μιλούν ότι πρέπει να φέρουν φαγητό για τα παιδιά. Φέτος το είδα και στη δική μας σχολική μονάδα. Έχουμε δημιουργήσει τράπεζες τροφίμων, τη στιγμή που παλεύουμε παράλληλα για την εκπαίδευσή τους. Αλλά αυτή η κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται σε καμία περίπτωση να προσφέρει την ποιότητα που αξίζουν τα παιδιά. Αν υπήρχε δέσμευση από την πλευρά τους, δεν θα μας έδιναν ασήμαντες αυξήσεις στους μισθούς σε υποχρηματοδοτούμενα σχολεία».
«Ακαδημαϊκοί δεν μπορούν να καλύψουν πάγιες υποχρεώσεις τους»
O Τζέικ Κρος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο King’s College, έχοντας συμπληρώσει δεκατρία χρόνια εργασίας. «Οι αμοιβές μας έχουν μειωθεί σε πραγματικούς όρους κατά 25% από το 2009. Εγώ προσωπικά αμείβομαι 14.000 λίρες λιγότερες από ό,τι θα έπρεπε βάσει της επετηρίδας και της εργασιακής ανέλιξης κι αυτό συμβαίνει επειδή οι αμοιβές δεν έχουν αυξηθεί ανάλογα με τον πληθωρισμό», σημειώνει στο rosa.gr. «Την ίδια στιγμή, το εισοδηματικό χάσμα μεταξύ ανδρών, γυναικών και ΑμεΑ αυξάνεται συνεχώς και ένα από τα πρώτα αιτήματα που θέτουμε ως ένωση ακαδημαϊκών είναι να κλείσουν αυτά τα ζητήματα και να υπάρχουν ίσες αμοιβές για όλους».
Η ένωση εκπαιδευτικών διεκδικεί επίσης το τέλος των επισφαλών σχέσεων εργασίας. «Οι ακαδημαϊκοί και οι διδακτορικοί φοιτητές βρίσκονται συχνά αναγκασμένοι να υπογράψουν συμβάσεις εργασίας χωρίς καμία διασφάλιση ούτε αναφορικά με πιθανή απόλυση, ούτε αναφορικά με την επαγγελματικής τους εξέλιξη κι αυτό δημιουργεί μία τεράστια αβεβαιότητα», υπογραμμίζει ο Τζέικ. «Ουσιαστικά, πολλοί δεν έχουν δίχτυ ασφαλείας. Δεν πληρώνονται τους καλοκαιρινούς μήνες και δεν ξέρουν τον Σεπτέμβριο αν θα έχουν δουλειά ή όχι. Πριν λίγες μέρες μιλούσα με μία συνάδελφο, η οποία είναι λέκτορας, και έμεινα πραγματικά έκπληκτος όταν άκουσα την ιστορία της για το πώς την έχει επηρεάσει ψηχολογικά, στην καθημερινότητά της, η εργασιακή της καθημερινότητα και το στρες. Τι μεγάλο κόστος έχει στην ποιότητα της ζωής της…Η συγκεκριμένη συνάδελφος δεν έχει την πολυτέλεια να χρησιμοποιεί ζεστό νερό κάθε μέρα. Δεν είναι βέβαιο αν θα μπορεί να καλύψει τις πάγιες υποχρεώσεις της. Πραγματικά δεν περίμενα ότι ένας ακαδημαϊκός θα ζούσε έτσι».
Σύμφωνα με τον Τζέικ, ένας από τους βασικούς λόγους που οι ακαδημαϊκοί βιώνουν μία τέτοια εργασιακή καθημερινότητα είναι η εμπορευματοποίηση των πανεπιστημίων. «Η εμπορευματοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι ένας μεγάλος παράγοντας. Τα πανεπιστήμια λειτουργούν ως επιχειρήσεις, με βασικό στόχο να εγγράφονται όσο το δυνατόν περισσότεροι φοιτητές, χωρίς όμως να βελτιώνονται οι συνθήκες εργασίας για το προσωπικό, ούτε να αυξάνονται οι πόροι. Στο πανεπιστήμιό μας, ο κύριος λόγος για τον οποίο το προσωπικό αναζητά στήριξη από το σωματείο και το συνδικαλιστικό κίνημα, μαζί με την αύξηση των μισθών, είναι το άγχος που σχετίζεται με την εργασία. Αυτό έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια και προκαλεί προβλήματα στην υγεία μας, προβλήματα που πολλές φορές δεν γίνονται ορατά από την αρχή».
«Το κόστος ζωής είναι πολύ ψηλό, φρικτά ψηλό»
Η Αλβίνα Ο’Νιλ είναι οδηγός λεωφορείου τα τελευταία πέντε χρόνια. Κατέβηκε στο Λονδίνο αρχικά για να σπουδάσει, αλλά στη συνέχεια παράτησε τις σπουδές της και έπιασε δουλειά γιατί δεν έβγαινε οικονομικά. «Ο ρόλος των δημοσίων υπαλλήλων αγγίζει τις ζωές όλων στο Ηνωμένο Βασίλειο. Είτε πρόκειται για νοσηλευτικό προσωπικό, είτε για το προσωπικό στις συγκοινωνίες, είτε στην εκπαίδευση, γνωρίζουμε ότι έχουμε αντίκτυπο στις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων», τονίζει. «Πολλοί πιστεύουν ότι η δουλειά μας δεν είναι διανοητική, ότι απλά οδηγούμε ένα λεωφορείο κι αυτό είναι όλο. Δεν είναι όμως έτσι. Έχουμε ευθύνες, προκλήσεις κι ανησυχία καθημερινά στο δρόμο. Δεν είναι ένα no-brainer επάγγελμα, αλλά απαιτεί αφοσίωση και μεγάλη προσοχή».
Ο μισθός που λαμβάνει η Αλβίνα, ειδικά μέσα στο περιβάλλον του υψηλού πληθωρισμού και του κόστους στέγασης, είναι εξαιρετικά χαμηλός. Όπως παραδέχεται στο rosa.gr, «κάθε φορά που έρχεται η μέρα πληρωμής, κάθομαι και βλέπω λίγο το μισθό διαδικτυακά, τον χαζεύω για λίγο, γιατί ξέρω ότι μέσα σε λίγες μέρες θα έχει εξατμιστεί. Κάθε μήνα σκέφτομαι για πόσο ακόμα θα συμβαίνει αυτή η κατάσταση και πώς θα βγω από αυτή. Αν σκεφτείτε πόσο γρήγορα ο πληθωρισμός αυξάνεται και για πόσο καιρό είναι σε υψηλό επίπεδο, τότε ο μισθός φτάνει να μην έχει καμία σημασία».
Το κερασάκι στην τούρτα είναι η απόφαση της κυβέρνησης Σούνακ να επιστρέψει σε αποτυχημένα οικονομικά μέτρα λιτότητας, υιοθετώντας τις πολιτικές των κυβερνήσεων Ντέιβιντ Κάμερον και Τερέσα Μέι, αγνοώντας τις ανησυχίες και τα αδιέξοδα της μεγάλης πλειοψηφίας της βρετανικής κοινωνίας. Είναι ίσως εύκολο και βολικό, αλλά είναι σίγουρα ψευδές για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να περιγράψουν την κρίση του κόστους ζωής – και την επερχόμενη ύφεση – ως πρόβλημα αύξησης των τιμών και να πουν στους εργαζόμενους ότι οι απαιτήσεις τους για αυξήσεις μισθών θα επιδείνωναν το πρόβλημα του πληθωρισμού. «Η κυβέρνηση μας κοροϊδεύει», θα μας πει η Ελοίζ, «ο Σούνακ αδιαφορεί πλήρως για τα προβλήματα των εργαζόμενων», θα προσθέσει ο Τζέικ, «οι συντηρητικοί μας έχουν φέρει στα βράχια και πρέπει άμεσα να φύγουν και να έρθει μία κυβέρνηση που θα ικανοποιήσει τα δίκαια αιτήματά μας», θα συμπληρώσει η Αλβίνα.
Το αν μία επόμενη κυβέρνηση ή μία άλλη πολιτική ηγεσία θα σεβόταν και θα ικανοποιούσε τα αιτήματα των εργαζόμενων είναι μία άλλη ιστορία, ωστόσο είναι γεγονός ότι η σημερινή κατάσταση -οικονομική, πολιτική και κοινωνική- στην Μεγάλη Βρετανία μόνο σταθερότητα κι ασφάλεια δεν προσφέρει στους εργαζόμενους, στην πλειοψηφία των πολιτών ευρύτερα.