Δεν υπάρχει «αντισυστημισμός» στην κοινωνία, υπάρχει πολιτικό αδιέξοδο
EUROKINISSI ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ
EDITORIAL

Δεν υπάρχει «αντισυστημισμός» στην κοινωνία, υπάρχει πολιτικό αδιέξοδο

SHARE THIS

Η ενίσχυση του ποσοστού των αναποφάσιστων κι όσων σκέφτονται να απέχουν στις ερχόμενες εκλογές αντανακλά μία συνολική αποτυχία του πολιτικού συστήματος.

Ο κ. Μητσοτάκης μίλησε για «θυσία» στα Τέμπη, ο Κώστας Καραμανλής μίλησε σήμερα στη Βουλή για ό,τι άλλο πέραν των όσων όφειλε να γνωρίζει για την κατάσταση στο σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας, η αντιπολίτευση συνολικά συνεχίζει να στέλνει τα βέλη της στην κυβέρνηση, με την αξιωματική αντιπολίτευση και το ΠΑΣΟΚ ειδικά, που έχουν κυβερνήσει, να προσπαθούν να ρίξουν όλο το βάρος στην κυβέρνηση προς άγρα ψήφων.

Οι ψήφοι όμως δεν έρχονται και η εικόνα των δημοσκοπήσεων δείχνει μεν πτώση των ποσοστών της ΝΔ, αλλά δεν διαμορφώνεται -τουλάχιστον προς το παρόν- μία δημοσκοπική δυναμική για ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ. Τα μικρότερα κοινοβουλευτικά κόμματα μένουν πάνω κάτω ως έχουν και, τελικά, το ποσοστό που χάνει το κυβερνών κόμμα πηγαίνει στη λεγόμενη «γκρίζα ζώνη», στους αναποφάσιστους δηλαδή ψηφοφόρους και σε όσους εκλογείς σκέφτονται να απέχουν από την κάλπη.

Γράφονται κείμενα τις τελευταίες μέρες για έναν νέο «αντισυστημισμό» στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας, που δεν μοιάζει με εκείνον των πρώτων μνημονιακών χρόνων, δεν αφορά το βιοτικό επίπεδο δηλαδή, αλλά την κρίση εμπιστοσύνης προς το κράτος. Ακούγεται βολική μία τέτοια προσέγγιση, ωστόσο δεν φαίνεται να αποδεικνύεται, τουλάχιστον στο δημοσκοπικό πεδίο και στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των ερευνών. Αυτό που αντίθετα ερμηνεύεται μέσα από τις δημοσκοπήσεις είναι μία οριζόντια τάση αμφισβήτησης του σημερινού πολιτικού συστήματος και των κυρίαρχων εκφραστών του. Η εμπειρία και οι ιστορικές αναφορές σε προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις, ειδικά στο πλαίσιο ισχυρών δικομματικών συστημάτων, όπως είναι παραδοσιακά και το δικό μας σύστημα, δείχνει ότι τις απώλειες του πρώτου κόμματος τις καρπώνεται, πρωτίστως, ο άμεσος πολιτικός ανταγωνιστής, δηλαδή το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα. Στη τρέχουσα συγκυρία δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο κι αυτό αξίζει περαιτέρω μελέτης, καθώς ούτε τα μικρότερα κοινοβουλευτικά κόμματα φαίνεται να επωφελούνται, έστω και στο ελάχιστο, από τις σημαντικές απώλειες του πρώτου κόμματος.

Η ενίσχυση του ποσοστού των αναποφάσιστων κι όσων σκέφτονται να απέχουν στις ερχόμενες εκλογές αντανακλά μία συνολική αποτυχία του πολιτικού συστήματος, και συγκεκριμένα όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων, ενώ δεν παρατηρούνται ούτε μεγάλες κινήσεις ψηφοφόρων μεταξύ των κομμάτων, ούτε ενισχύονται κόμματα εκτός κοινοβουλίου. Το ποσοστό των αναποφάσιστων μεγαλώνει κι αν αυτό το ποσοστό δεν «σπάσει» στα δύο (ίσως τρία) μεγαλύτερα κόμματα στην κάλπη, υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο το σενάριο της ακυβερνησίας να επαληθευτεί. Ως σενάριο ακυβερνησίας δεν εννοούμε το ενδεχόμενο να μην έχουμε κυβέρνηση στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών, αλλά μετά τον δεύτερο γύρο των εκλογών, όταν δεν θα μπορεί να προκύψει ούτε αυτοδύναμη κυβέρνηση, ούτε κυβέρνηση συμμαχίας με επαρκείς έδρες για να κατακτηθεί η απλή πλειοψηφία. Το σενάριο υπηρεσιακής κυβέρνησης ενισχύεται και η χώρα θα έμπαινε σε βαθιά νερά, σε καθεστώς πολιτικής αστάθειας για μεγάλο διάστημα, αν συνυπολογίσουμε επίσης και την πρωτοφανή σε διάρκεια προεκλογική περίοδο που ήδη διανύουμε.

Έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η σημερινή συγκυρία, το κυρίαρχο συμπέρασμα είναι ότι μετά τα Τέμπη αποκαλύφθηκε με τον πλέον ισχυρό τρόπο η κυβερνητική «γύμνια» της ΝΔ, η οποία και δεν κατάφερε να διαχειριστεί τις κρίσεις αυτής της τετραετίας, όσο μεγάλες κι αν ήταν, και δεν κατάφερε να φέρει τη λεγόμενη «ψηφιακή επανάσταση», και δεν κατάφερε να ενισχύσει την οικονομία και την εργασία και, βέβαια, δεν αντιμετώπισε τις δομικές παθογένειες του κρατικού μηχανισμού, παθογένειες για τις οποίες διαχρονικά είναι και η ίδια βαθιά υπεύθυνη.

Αν, λοιπόν, πρέπει να γίνει μια «θυσία», αυτή δεν είναι των ανθρώπων που έχουν έχασαν τη ζωή τους στα Τέμπη. Η «θυσία» που πρέπει να γίνει είναι της κυβέρνησης, η απομάκρυνση της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού από το τιμόνι της χώρας και η αλλαγή πορείας. Κι εδώ έρχεται το ερώτημα: Ποιος θα αναλάβει τη διακυβέρνηση, όταν οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μία κοινωνία που βρίσκεται σε μεγάλο πολιτικό αδιέξοδο; Πως θα αποτραπούν οι τερατογενέσεις και η ενίσχυση ακραίων κομμάτων ή, αντίθετα, με ποιο κίνητρο θα κατέβουν οι πολίτες να ψηφίσουν; Ποιο κόμμα να στηρίξουν και ποια κυβέρνηση να εκλέξουν, όταν νιώθουν εγκλωβισμένοι και προδομένοι από το σημερινό πολιτικό προσωπικό;

Exit mobile version