Είμαστε σίγουροι ότι θέλουμε να επιστρέψουμε στην «κανονικότητα»;
EDITORIAL

Είμαστε σίγουροι ότι θέλουμε να επιστρέψουμε στην «κανονικότητα»;

SHARE THIS

Για να συμβεί μια κοινωνική αλλαγή, πρέπει να ριζώσει κάτι βαθύτερο. Αυτό ξεκινά με την αναγνώριση ότι το «φυσιολογικό» στο οποίο επιστρέφουμε μπορεί να μην είναι τελικά και τόσο φυσιολογικό.

Οι ρυθμοί εμβολιασμού παγκοσμίως δεν αναπτύσσονται ακόμη σε ικανοποιητικό βαθμό, ωστόσο φαίνεται ότι έχουμε μπει σε μια νέα πορεία σχετικά με την πανδημία και την καταπολέμηση του κορονοϊού.

Όλοι θέλουμε να μπει ένα τέλος σε αυτό τον εφιάλτη που έχει στοιχίσει τόσες ζωές, ωστόσο πολλοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο αισθάνονται ανήσυχοι και προβληματισμένοι για την επιστροφή σε αυτό που ονομάζουμε «κανονικότητα». Ο χρόνος αυτός μέσα στον κορονοϊό και τα lockdown μας δίδαξε πολλά, κυρίως όμως έβαλε σε μια διαφορετική προοπτική το τρόπο με τον οποίο ζούμε και τους καθημερινούς ρυθμούς που έχουμε. Τέσσερις νέοι εργαζόμενοι και ελεύθεροι επαγγελματίες μιλούν στο rosa.gr για το πως βλέπουν να ξετυλίγεται το κουβάρι την επόμενη περίοδο σχετικά με το ζήτημα της ψυχικής υγείας, της εργασιακής κουλτούρας και των αυξανόμενων ανισοτήτων.

Πως έχει αποτύχει το σημερινό μοντέλο σε θέματα αναπηρίας και ψυχικής υγείας;

Ο Τάσος, 32 ετών, είναι κοινωνιολόγος και εργάζεται ως ερευνητής σε ευρωπαϊκό πρόγραμμα στο οποίο συμμετέχει η εταιρία του. Ο ίδιος έχει σωματική αναπηρία, ζητώντας από τη διευθύντριά του να δουλεύει από το σπίτι κατά τη διάρκεια του lockdown, καθώς η μετακίνηση ήταν δύσκολη για εκείνον. «Πίστευα ότι θα ήταν έναν αυτονόητο αίτημα, μια εύλογη διευκόλυνση και για εμένα χωρίς κανένα πρόσθετο βάρος για την εταιρία, ωστόσο το αίτημά μου δεν έγινε δεκτό. Παραιτήθηκα από τη δουλειά, ξεκίνησα με μεγάλες δυσκολίες τη δική μου ατομική εταιρεία πριν δύο μήνες και εργάζομαι από το σπίτι για να εξασφαλίσω στον εαυτό μου τις ελάχιστες διευκολύνσεις που χρειαζόμουν». Ο Τάσος προβληματίζεται για τις συνθήκες από εδώ και πέρα, τονίζοντας ότι «αν η κατάσταση επιστρέψει εκεί που ήταν πέρυσι, άνθρωποι σαν εμένα που έχουν αναπηρία και θα ήθελαν να συνεχίσουν να εργάζονται, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να δουλεύουν από το σπίτι, τι θα κάνουν; Θα γυρίσουν στα προβλήματα που υπήρχαν και δεν λύθηκαν πριν;» συμπληρώνει.

Ο τρόπος επίσης με τον οποίο μιλάμε και σκεφτόμαστε για την ψυχική υγεία είναι ένα άλλο μείζον ζήτημα που ανέδειξε η πανδημία. Αρκετοί άνθρωποι αισθάνονται ότι η πανδημία τους άφησε μετατραυματικό στρες, ενώ άλλοι δηλώνουν ότι επιδείνωσε προϋπάρχουσες καταστάσεις, όπως η κατάθλιψη.

«Η πανδημία φαίνεται ότι άνοιξε τον δημόσιο διάλογο γύρω από ζητήματα που είτε συνήθως αποφεύγονταν να συζητηθούν, είτε γίνονταν αποδεκτά με μικρή αντίσταση, όπως τα προβλήματα και αδιέξοδα του σημερινού μοντέλου εργασίας» τονίζει ο Τάσος. «Δεν θα πρέπει βέβαια να ξεχνάμε ότι οι άνθρωποι έχουμε την ικανότητα να προσαρμοζόμαστε σε νέα περιβάλλοντα και συνήθειες κι αυτό ίσως εξηγεί σε κάποιο βαθμό και την δυσκολία αλλαγής του οικονομικού μοντέλου: Η προσαρμογή ‘σκοτώνει’ τη θεμελιώδη αλλαγή» προσθέτει.

Η Νατάσα, 29 ετών, εργαζόμενη στον κλάδο της τηλεπικοινωνίας, αποφάσισε μέσα στην πανδημία ότι θέλει να δοκιμάσει να εργαστεί στην επαρχία, μακριά από την Αθήνα. Αν κι έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στο Κουκάκι, μία από τις κεντρικότερες συνοικίες της πρωτεύουσας, ήθελε να δει τον εαυτό της σε ένα νέο περιβάλλον, με καλύτερη ποιότητα ζωής και περισσότερο χρόνο για την ίδια και την 3 ετών κόρη της. «Νομίζω ότι η αυξημένη προθυμία των ανθρώπων να φροντίζουν σκόπιμα περισσότερο την ψυχική τους υγεία κατά τη διάρκεια της πανδημίας αποκαλύπτει το πρόβλημα του πόσο ταμπού είναι κατά τη διάρκεια των ‘κανονικών’ περιόδων. Δεν θα έπρεπε νομίζω να επικαλούμαστε μια πανδημία για να αφιερώσουμε επιπλέον χρόνο για τον εαυτό μας, ωστόσο φαίνεται ότι όλη αυτή η ιστορία λειτούργησε ως επιταχυντής. Η ιδέα ότι όλοι δήθεν είμαστε ‘οκ’ κι όταν μας ρωτάνε πως είμαστε απαντάμε πάντα ‘όλα καλά, εσύ;’, προσποιούμενοι διαρκώς ότι δεν τρέχει τίποτα, είναι ανησυχητική και υποκριτική. Όχι, δεν είμαστε καλά κι ας το παίζουμε cool».

Καταπιεστική εργασιακή κουλτούρα

Ένα θέμα που προκαλεί ενδιαφέρον σε συζητήσεις έχει να κάνει με το ωράριο εργασίας. «Πολλοί άνθρωποι έχουν κουραστεί πραγματικά να βρίσκονται στο γραφείο από τις 9 έως τις 6 ή και αργότερα. Η πανδημία απέδειξε ότι η τηλεργασία μπορεί να λειτουργήσει και πως υπάρχει περιθώριο να δουλεύουμε λιγότερες ώρες. Πως το έχουν καταφέρει ή το προχωρούν σε αυτό το μοντέλο κάποιες χώρες κι εμείς δεν μπορούμε;» αναρωτιέται η Ιωάννα, 33 ετών, που εργάζεται στον τραπεζικό τομέα. «Δεν θέλω να επιστρέψω στο γραφείο» μου λέει, προσθέτοντας ότι «ήταν τέτοια σπατάλη χρόνου, χρημάτων και ενέργειας – η μετακίνηση, η ψιλοκουβέντα, οι ηλίθιες αναγκαστικές κοινωνικές συναναστροφές, η ιδέα ότι οι άνθρωποι πρέπει να ‘συνεισφέρουν’ και να μένουν μέχρι αργά, χωρίς να υπάρχει καμία ή η ελάχιστη ανταπόδοση – που δεν αντέχω να το ξαναζήσω».

Η πανδημία ώθησε την Ιωάννα να επανεκτιμήσει τι είναι πραγματικά σημαντικό στη ζωή της: όχι η εργασιομανία, και κυρίως η εργασία χωρίς τέλος και παραγωγικότητα, αλλά η οικογένεια, οι φίλοι μου, ο ελεύθερος χρόνος που εγώ επιλέγω πως θα τον γεμίζω. Αντί να δούλευα τόσες πολλές ώρες σε αυτή τη δουλειά, μακάρι να είχα περάσει περισσότερο χρόνο με τον παππού μου που πέθανε πέρυσι» μου λέει.

Συνεχής διεύρυνση των ανισοτήτων

Ο Στάθης, 35 ετών, πολιτικός επιστήμονας που ετοιμάζεται να μετακομίσει στη Βαρκελώνη μαζί με την Καταλωνή σύντροφό του, ασχολείται εδώ και καιρό με το ζήτημα των ανισοτήτων, ειδικά σε χώρες του λεγόμενου «ανεπτυγμένου κόσμου». Όπως ο ίδιος τονίζει η πανδημία έριξε πραγματικά τα φώτα της δημοσιότητας στην ανισότητα του πλούτου. «Ο κορονοϊός όξυνε περαιτέρω τις ανισότητες κι αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα. Οι άνθρωποι που ζουν κάτω από όριο της φτώχειας πολλαπλασιάστηκαν και χώρες με χαμηλό εισόδημα αντιμετωπίζουν ακόμη μεγαλύτερα οικονομικά προβλήματα. Ανησυχώ για την αγορά εργασίας, καθώς τα στοιχεία δείχνουν ότι περισσότερα χρήματα έχουν μετατοπιστεί προς τους λίγους δισεκατομμυριούχους και παράλληλα πολλά εκατομμύρια άνθρωποι έχουν χάσει τη δουλειά τους». Οι πλουσιότεροι άνθρωποι παγκοσμίως έγιναν ακόμα πιο πλούσιοι μέσα στην πανδημία, ενώ παράλληλα τα φτωχότερα στρώματα έμειναν ακόμη πιο πίσω, υποφέροντας από αυξημένα ποσοστά ανεργίας.

Σε ποιο βαθμό όμως μπορούμε να επανασχεδιάσουμε τη ζωή μας;

Ο Τάσος, η Νατάσα, η Ιωάννα και ο Στάθης, όλοι τους συμφωνούν ότι τώρα είναι η ευκαιρία να επανασχεδιάσουμε σε προσωπικό επίπεδο τι ακριβώς θέλουμε και ζητάμε. «Μπορούμε να ξεκινήσουμε ρωτώντας τον εαυτό μας τι μας κάνει ευτυχισμένους» τονίζει η Ιωάννα.  «Να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε μόνο μέσα σε αντιπαραγωγικά κουτάκια» προσθέτει ο Τάσος, με τον Στάθη και την Νατάσα να συμφωνούν ότι «πολλά που θέλουμε ίσως να αλλάξουμε δεν είναι απαραίτητα στο χέρι μας και χρειάζεται μια συλλογική συνειδητοποίηση και περίσκεψη για αλλαγή αυτής της ‘κανονικότητας’».

Για να συμβεί μια κοινωνική αλλαγή, πρέπει να ριζώσει κάτι βαθύτερο. Αυτό ξεκινά με την αναγνώριση ότι το «φυσιολογικό» στο οποίο επιστρέφουμε μπορεί να μην είναι τελικά και τόσο φυσιολογικό. Απαιτεί να αναρωτηθούμε τι μπορούμε να κάνουμε για να αλλάξουμε το σημερινό μοντέλο, να το βελτιώσουμε ή τουλάχιστον να αναστοχαστούμε για πολλές από τις «βεβαιότητες» που κηρύσσει. Αν δεν το κάνουμε, θα έχουμε χάσει μια τεράστια ευκαιρία σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο.

Exit mobile version