
Τα ίδια και τα ίδια διλήμματα μπροστά στην κάλπη
Από τη διαχείριση της πανδημίας μέχρι και σήμερα με τα Τέμπη, η φθορά της κυβέρνησης είναι συνεχής, όμως την ίδια στιγμή η αξιωματική αντιπολίτευση δεν καρπώνεται πολιτικά και δημοσκοπικά αυτή τη φθορά κι αποδοκιμασία από το εκλογικό σώμα.
-
13.03.2023 Δημήτρης Ραπίδης
Όσο περνάει ο καιρός και όσο ερχόμαστε πιο κοντά στις κάλπες των εθνικών εκλογών, η βασική παράμετρος που θα πρέπει να αξιολογηθεί για την επιλογή της ψήφου είναι τόσο η απόδοση της κυβέρνησης, όσο και οι προτάσεις της αντιπολίτευσης.
Για όσους φέρουν την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας, για τον κ. Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του δηλαδή, είναι βέβαιο ότι θα πρέπει να κριθούν με αντικειμενικότητα και σοβαρότητα από όλους μας για όσα δεσμεύτηκαν προεκλογικά να δώσουν λύση. Η δημιουργία ενός σύγχρονου κράτους, η λεγόμενη «ψηφιακή επανάσταση», η ασφάλεια των πολιτών τόσο επί των ημερών της πανδημίας, όσο και τώρα με την τραγωδία στα Τέμπη, η διαχείριση επίσης της ενεργειακής κρίσης, τίθενται στο επίκεντρο της αξιολόγησης, μαζί με μία σειρά μεγάλων πολιτικών σκανδάλων, από τις υποκλοπές μέχρι την υπόθεση Πάτση.
Σε μία γενική κλίμακα αξιολόγησης, βγάζοντας κάθε εξωγενή παράγοντα εκτός αξιολόγησης, όπως η πίεση από την πανδημία και την ενεργειακή κρίση, η κυβέρνηση Μητσοτάκη παίρνει κάτω από τη βάση. Ακόμα και οι ίδιοι οι ψηφοφόροι της, ανεξάρτητα αν σε μεγάλο ποσοστό συνεχίσουν να ψηφίζουν τη ΝΔ, έχουν επανειλημμένως καταδικάσει πολιτικές της κυβέρνησης, όπως αποκαλύπτουν οι δημοσκοπήσεις τη τελευταία τουλάχιστον διετία.
Από τη διαχείριση της πανδημίας μέχρι και σήμερα με τα Τέμπη, η φθορά της κυβέρνησης είναι συνεχής, όμως την ίδια στιγμή, η αξιωματική αντιπολίτευση δεν καρπώνεται πολιτικά και δημοσκοπικά αυτή τη φθορά κι αποδοκιμασία από το εκλογικό σώμα. Σίγουρα υπάρχει ακόμη χρόνος μέχρι τις εκλογές για να αλλάξουν σε κάποιο βαθμό οι πολιτικοί συσχετισμοί, ειδικά υπό το βάρος της οργής της τραγωδίας στα Τέμπη και της εγκληματικής διαχείρισης του ζητήματος σε βάθος τετραετίας από την παρούσα κυβέρνηση, ωστόσο χρειάζεται να αλλάξουν πολλά και η πολιτική ανατροπή στην κάλπη δεν θα έρθει ούτε αυτόματα, ούτε άκοπα.
Στην πολιτική υπάρχουν κάποιοι κανόνες, άλλοι γραμμένοι κι άλλοι άγραφοι, που όλοι οι δρώντες τους γνωρίζουν και οφείλουν να τους εφαρμόσουν την κρίσιμη ώρα. Πέρα από την επικοινωνία και τη διαχείριση μιας ευαίσθητης κατάστασης, η εκάστοτε κυβέρνηση, έστω και την ύστατη ώρα, οφείλει να έρθει με συγκεκριμένες προτάσεις. Η επιτροπή Γεραπετρίτη δεν έχει έρθει με αυτές τις προτάσεις που επιτάσσουν μία ολοκληρωμένη αλλαγή κι απάντηση στα αιτήματα των εργαζόμενων, που θα προσφέρουν ασφάλεια στο σιδηροδρομικό δίκτυο, και θα κλείνουν μία για πάντα την πόρτα της αμφισβήτησης και του δικαιολογημένου φόβου των πολιτών για τη χρήση του δικτύου από εδώ και στο εξής.
Το «φταίμε κι εμείς, φταίτε κι εσείς, φταίνε κι οι άλλοι» δεν είναι σοβαρή πολιτική απάντηση στο πρόβλημα, ούτε δίνει διέξοδο στο δομικό ζήτημα της ασφάλειας. Η πολιτική πρέπει να συνοδεύεται από ενέργειες στις οποίες η κυβέρνηση δεν είναι διατεθειμένη να προχωρήσει, με αποτέλεσμα η πολιτική αντιπαράθεση να συνεχίζει να γίνεται με τους ξεπερασμένους όρους του χθες. Μέσα από αυτή την τραγωδία επιστρέφουμε ουσιαστικά και πάλι στο αιώνιο δίλημμα της μεταπολίτευσης, που παρότι ψηφίζουμε και ξαναψηφίζουμε, δυστυχώς δεν έχουμε καταφέρει ακόμη να το απαντήσουμε. Ποιο είναι το δίλημμα αυτό; Η δημιουργία ενός κράτους που θα σέβεται έμπρακτα τους πολίτες του, θα τους προστατεύει, θα σέβεται τα δικαίωματά τους και δεν θα ακολουθεί μια καθαρά «τσιφλικάδικη» νοοτροπία στη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων.
Είναι η πολλοστή φορά στη μεταπολίτευση που θα κληθούμε να ψηφίσουμε με διακύβευμα την ανατροπή των παθογενειών και τη δημιουργία ενός πραγματικά σύγχρονου κράτους. Για πόσο όμως ακόμα θα έχουμε το ίδιο ερώτημα, με τους «παίκτες» να ανακυκλώνονται χωρίς να προσφέρεται ισχυρή εναλλακτική που να επαληθεύεται στην πράξη και να μην μένει στα λόγια;