Μάκης Παπαδημητράτος στη ROSA: «Η αλληλεγγύη και η αυτοοργάνωση είναι μονόδρομος στη συγκυρία που ζούμε»
H ROSA και η Κατερίνα Μπουγδάνη συνομίλησαν με τον σκηνοθέτη και ηθοποιό Μάκη Παπαδημητράτο για την κοινωνική και πολιτική κατάσταση, το κίνημα και την πόλη, με τη ματιά ταυτόχρονα σε παρελθόν, παρόν και μέλλον.
-
01.07.2023 Κατερίνα Μπουγδάνη
Ο Μάκης Παπαδημητράτος είναι ένας «γνωστός άγνωστος». Είναι από εκείνες τις περίεργες περιπτώσεις καλλιτεχνών που αν και έχει εμφανιστεί ελάχιστα στη χοάνη που λέγεται τηλεόραση, το μέσον που συστήνει τους καλλιτέχνες στο ευρύ κοινό, παρόλα αυτά κουβαλάει την αίσθηση του οικείου, ενός «τύπου» που θα μπορούσε να μένει στο διπλανό διαμέρισμα και να σου δανείζεται ζάχαρη. Δυο είναι τα συστατικά αυτού του επιτεύγματος: ο πολύ απλός και αναγνωρίσιμος από τους πολλούς τρόπος ζωής που έχει επιλέξει και φυσικά το «Τσίου».
Με αφορμή τη μεταφορά της εμβληματικής ταινίας στο θεατρικό σανίδι 18χρονια μετά, είχα την ευκαιρία μιας σύστασης με τον Μάκη Παπαδημητράτο, μιας και δεν είχε τύχει να «συναντηθούμε» ποτέ. Ήθελα να δω πίσω από την κουρτίνα αυτής της σινεφίλ οικειότητας, πίσω από τον «Νώντα». Ούτε τώρα κατέστη δυνατόν, τουλάχιστον όχι με φυσική παρουσία. Ωστόσο αυτή η συνέντευξη, όπως κάθε συνέντευξη, με όποιον τρόπο και να συνετελείται, είναι μια ευκαιρία επανασύστασης του καλλιτέχνη με το κοινό. Αυτό νομίζω το πετύχαμε. Και η ιστορική συγκυρία, αυτή η ζόρικη, η καυτή ιστορική συγκυρία, μας έδωσε ακόμα καλύτερα την ευκαιρία. Γιατί ο Μάκης, όπως θα όφειλε κάθε καλλιτέχνης, είναι πάνω απ’ όλα ένα πολιτικό ον.
Για αρχή θα ήθελες να μας πεις κάποια πράγματα για την παράσταση; Από που πιάνουμε το νήμα της ιστορίας; Πού και πώς τοποθετούνται οι ήρωες σε σχέση με το σύμπαν της ταινίας;
Η παράσταση είναι η ταινία, θα δούμε όλη την ταινία παιγμένη από τους ηθοποιούς μπροστά στον κόσμο. Θα είναι αυτολεξεί μεταφερμένη στο θεατρικό. Ακόμα και τα cut που έχει θα είναι στο ίδιο σημείο ακριβώς, ίσως να έχουν προστεθεί μία-δυο λέξεις για τεχνικούς λόγους, κανείς δε θα το καταλάβει καν. Όσοι είναι φαν της ταινίας θα βλέπουν μπροστά τους την ταινία, αν κλείσουν τα μάτια, θα την ακούσουν σαν τραγούδι που ξέρουν καλά τους στίχους του.
Η συνάντηση με τους ήρωες σου ήταν εύκολη ή δύσκολη;
Οι ήρωες σαν μορφές, εκεί ήταν πάντα, εύκολα τους ανακαλείς, άλλωστε υπήρχε η ταινία, που πάντα ήταν σημείο αναφοράς. Πολύ εύκολη η συνάντηση λοιπόν.
Η δυσκολία βρισκόταν στους ανθρώπους που θα παίζανε τους ήρωες. Στο να μαζευτούμε, στο ότι θα πρέπει να κάνουμε πράγματα όλοι μαζί, άνθρωποι οι οποίοι κάναμε κάποτε κάποια πράγματα μαζί, αλλά μετά για διάφορους λόγους πήρε ο/η καθένας/-μια το δρόμο του/της, άλλα μονοπάτια, άλλες αισθητικές προσεγγίσεις, άλλες καριέρες… Όταν αρχίσαμε να ξαναμαζευόμαστε από όλα τα σημεία του ορίζοντα, η διαδικασία είχε αρκετές ιδιαιτερότητες, γοητεία και ίσως και κάποιες μικρές δυσκολίες. Αλλά αυτό που μένει στο τέλος είναι σαν να μαζεύτηκε μία παρέα από τα παλιά να κάνει κάτι που έκανε παλιά καλά, κάτι που τη διασκέδαζε. Σίγουρα είναι πολύ θετικό όλο το πρόσημο. Δε μου έχει ξανασυμβεί ένα καλλιτεχνικό επαναμάζεμα, είναι σίγουρα ιδιαίτερο και πολύ ενδιαφέρον. Το κλίμα που έχει δημιουργηθεί μεταξύ μας είναι πάρα πολύ όμορφο και είναι πρωτόγνωρο για θεατρική παράσταση σε όλη την πολυπληθή ομάδα. Ζούμε το όνειρο. Για κάτι τέτοιες στιγμές αξίζει όλο το σκατό που έχουμε φάει σε άλλες παραγωγές.
Η παράσταση ήταν να ανέβει πέρσι, αν θυμάμαι καλά. Αυτή η αναβολή έχει επιφέρει αλλαγές σε αυτό που θα δούμε;
Ναι, ήταν να ανέβει πέρσι τον Δεκαπενταύγουστο, ένας μεγάλος και δύσκολος στόχος. Είχαν προκύψει πολλές δυσκολίες εκείνη την περίοδο, μέσα στο καλοκαίρι δεν ήταν εύκολο να έχουμε τους τεχνικούς που θα θέλαμε -θα ήταν πάρα πολύ μεγάλη παραγωγή- συν το ότι μετά την πανδημία ήταν πάρα πολλά τα events. Επίσης, δεν είχαμε κάποιον ο οποίος θα έτρεχε αποκλειστικά και μόνο αυτό το project, οι παραγωγοί πίσω από αυτή τη δουλειά έτρεχαν παράλληλα και άλλα πράγματα και νόμιζαν ότι όλο αυτό θα μπορούσε να γίνει κάπως στον αυτόματο. Αυτή η καθυστέρηση έχει επιφέρει αλλαγές στο τελικό αποτέλεσμα. Είναι άλλος ο χώρος, εντελώς διαφορετικό το σκηνικό, νομίζω ότι στο χώρο αυτό θα είναι κάπως καλύτερα από τον περσινό. Το περσινό βέβαια ήταν κάτι που δεν θα είχαμε ξαναδεί, ενώ αυτό το στήσιμο είναι κάτι που ίσως έχουμε ξαναδεί, αλλά θα είναι πιο συμπαγές και νομίζω θεατρικά καλύτερο.
Πώς νιώθεις με το όλο εγχείρημα;
Νιώθω καλά, αν και θα έλεγα ότι είμαι και λίγο αγχωμένος. Είναι κάτι που δεν έχω ξανακάνει σε αυτά τα μεγέθη, έτσι κι αλλιώς δεν έχει ξαναγίνει κάτι τέτοιο, δηλαδή να παιχτεί μία ταινία με τους ίδιους ηθοποιούς 18 χρόνια μετά. Οπότε αυτό μας δίνει μία ευκολία, ότι από τη στιγμή που κάνουμε κάτι που δεν έχει ξαναγίνει μπορούν να συγχωρεθούν και κάποια λάθη . Από την άλλη, μας φορτώνει με άγχος στο ότι παίρνουμε μία ταινία που είναι πάρα πολύ αγαπητή σε μεγάλο εύρος του κοινού, οπότε ενδέχεται από όλους αυτούς τους ανθρώπους να κριθούμε αυστηρά. Όλες αυτές οι δυσκολίες με κάνουν και νιώθω κάπως πιεσμένος. Από την άλλη, αντικειμενικά ο Τσίου είναι ένα κείμενο έτσι κι αλλιώς δύσκολο για να αναπαρασταθεί στο θέατρο, είναι ένα έργο με πολλά τηλεφωνήματα, πάρα πολλά εξωτερικά, πάρα πολλούς χώρους, σκηνές μέσα σε αυτοκίνητα, σε πάρκα… Ξέρω ότι αναμετριέμαι με κάτι που δεν είναι εύκολο και βάτο. Παρόλα αυτά, νιώθω καλά με αυτό, υπάρχει πλάνο και είμαστε μία καλή ομάδα με πολύ ταλέντο, οπότε πιστεύω ότι τελικά θα το κερδίσουμε το στοίχημα.
Η ταινία είναι μια από τις λίγες ταινίες που μιλάει για την εξάρτηση και τον εθισμό, τουλάχιστον με έναν τόσο άμεσο και οικείο τρόπο. Πού πιστεύεις ότι βρισκόμαστε πλέον γύρω από αυτό το ζήτημα σε σχέση με την εποχή της ταινίας; Κοινωνικά, θεσμικά…
Μάλλον στη χειρότερη στιγμή από πότε. ‘Oποιος κυκλοφορεί στην Αθήνα βλέπει τι γίνεται με την τοξικοεξαρτηση, πόσοι άνθρωποι δυστυχισμένοι, εγκλωβισμένοι μέσα στις ουσίες δίπλα μας. Αυτό φυσικά φέρνει μικροπαραβατικότητα και βία και ακόμα ακόμα φέρνει και άλλες αντιδράσεις. Πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους δεν είναι καλά ψυχολογικά, τρελαίνεται κόσμος, γίνεται πιο επικίνδυνος, κυκλοφορούν άνθρωποι εθισμένοι, άνθρωποι που έχουν «κάψει» το κεφάλι τους από ουσίες και κανείς δεν ενδιαφέρεται. Άνθρωποι που δεν είναι καλά και ενδεχομένως είναι φτωχοί ή άστεγοι και ξέρεις ότι κανένας δε θα νοιαστεί και αυτό είναι πραγματικά λυπηρό. Τις προάλλες είχαμε ένα σκηνικό με έναν άνθρωπο που πείραξε κάποιες φίλες, ήρθε και τον μάζεψε αστυνομία, και ενώ κανονικά αυτός ο άνθρωπος θα έπρεπε να λάβει ψυχιατρική φροντίδα, οι αστυνομικοί απλά τον άφησαν στο κελί για κάποιες ώρες και μετά τον ξαναπαράτησαν μέσα στην πόλη να βρει την τύχη του. Νομίζω ότι όλοι είμαστε αφημένοι λίγο στην τύχη μας, και εμείς και οι τοξικοεξαρτημένοι που ζουν δίπλα μας και γενικώς η κοινωνία.
Πόσο έχει αλλάξει η Αθήνα στην οποία τριγυρνάει ο Τσίου;
Η Αθήνα στην όψη δεν έχει αλλάξει πάρα πολύ. Αν εξαιρέσουμε κάποιες σπασμωδικές, άσχημες κινήσεις που έχει κάνει ο Μπακογιάννης σε κάποιους δρόμους, κατά τα άλλα είναι ίδια. Ίσως είναι λιγότερο πράσινη. Αυτό που έχει αλλάξει, βέβαια, είναι ο βαθμός της τουριστικής κίνησης, έχει γίνει μία ανεξέλεγκτα τουριστική πόλη, ενώ δεν έχουμε υποδομές, μία δημόσια τουαλέτα λόγου χάρη. Κυκλοφορούν πάρα πολλοί τουρίστες στον δρόμο, ήθελα να ‘ξερα πού πάνε αυτοί οι άνθρωποι για την ανάγκη τους; (γέλια) Ή ας πούμε αστικές συγκοινωνίες… Δεν έχουμε ασθενοφόρα για εμάς, νοσοκομεία, αν γίνει κάτι με αυτούς τους ανθρώπους, πού και πώς θα τους περιθάλψουμε;
Στην ουσία της ερώτησης, σαν αίσθηση η Αθήνα είναι πολύ διαφορετική από τότε. Ας πούμε, τον δεκαπενταύγουστο όντως ερήμωνε η πόλη. Ήταν μία χρονιά μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ακόμα υπήρχε ”καύσιμο” λίγο μετά την Ολυμπιάδα, ένιωθες ότι ο κόσμος έχει χρήματα, κινείται, περνάει καλά, δεν τον νοιάζουν και πολύ τα πράγματα γύρω του και λίγο-πολύ αυτό παρουσιάζει και η ταινία. Αυτή τη στιγμή ο κόσμος δεν είναι τόσο άνετος, τότε κυκλοφορούσαν οι περαστικοί στον δρόμο με λιγότερες σκέψεις στο κεφάλι, πιο απροβλημάτιστοι… Τώρα βλέπεις, η κοινωνία είναι βαθιά προβληματισμένη και αγχωμένη και με πολλά ψυχολογικά προβλήματα. Τα είχε που τα είχε, της τα φέρνει η φτώχεια και η δυσκολία που αντιμετωπίζει, ήρθε και ο εγκλεισμός λόγω κορονοϊού και αυτό επιδείνωσε την κατάσταση, φέρνοντας μια περίοδο πιο έντονης βίας. Περισσότερες γυναικοκτονίες, περισσότερη βία στους ανήλικους, χουλιγκανισμός έντονος με θανάτους, πολλά “ξεκαθαρίσματα λογαριασμών”, μεγαλύτερη κατανάλωση σε ψυχοφάρμακα προκειμένου οι άνθρωποι να καλύψουν τα προβλήματά τους, τα φαρμακεία δεν προλαβαίνουν να πουλάνε… Μιλάμε για μια κοινωνία πάρα πολύ πιεσμένη, με πάρα πολλά αδιέξοδα. Τότε ήταν πιο ανέμελα, καλώς ή κακώς.
Η ελληνική κοινωνία εν γένει;
Γενικώς είναι χαμένη. Νομίζω μπορεί να καταλάβει η ίδια η κοινωνία ότι δεν είναι καλά, σίγουρα μπορεί να το καταλάβει αυτό, γιατί ο κόσμος βλέπει ότι, όχι δεν κάνει αυτό που θα ήθελε να κάνει στην ζωή του, στην πραγματικότητα δυσκολεύεται ακόμα και να επιβιώσει. Να μην μπορεί κάποιος να πληρώσει το ρεύμα του ή να κινδυνεύει να χάσει το σπίτι του, γιατί του ανέβασαν τα επιτόκια οι τράπεζες που με δικά του χρήματα σώθηκαν. Χιλιάδες κόσμος ίσως χάσει το σπίτι του το επόμενο διάστημα, φοβάμαι ότι θα δούμε ακόμα μεγαλύτερες αλλαγές. Το να σου παίρνουν το σπίτι θα θεωρείται πια όπως κάποτε άκουγες συνέχεια γύρω σου «είχα βγάλει κάποια λεφτά στο χρηματιστήριο, αλλά τα έχασα». Να μη μιλήσω για την υποβάθμιση της δημόσιας υγείας και της δημόσιας παιδείας. Όποιος πάει σε νοσοκομείο καταλαβαίνει ότι χωρίς λεφτά, θα πεθάνει σχεδόν αβοήθητος. Πώς θα νοιώσει ασφαλής και ήρεμος για να προγραμματίσει την ζωή του, αν δεν του την εξασφαλίζει το κράτος; Και όσοι θέλουν να σπουδάσουν πώς θα το κάνουν; Με τόσες περικοπές στην δημόσια παιδεία; Θα έπρεπε η γνώση να είναι δικαίωμα όλων και όποτε το αποφασίσουν, να μπορούν να σπουδάζουν αυτό που θέλουν. Τουλάχιστον αυτά τα θέματα θα έπρεπε να τα διεκδικεί η κοινωνία πολύ σθεναρά και να μην τα χάνει μέσα από τα χέρια της. Μια κοινωνία αμόρφωτη που φοβάται για τη ζωή της, είναι απόλυτα χειραγωγήσιμη. Αν σε όλο αυτό βάλεις και τη φασίζουσα, σκοταδιστική ροπή ενός μέρους της, το μέλλον φαντάζει δυσοίωνο. Βλέπεις την όλη εικόνα να αλλάζει μέρα με την ημέρα και τον κόσμο να μην μπορεί ή να μην προσπαθεί. Είναι ξεκάθαρο ότι δεν προσπαθεί. Τουλάχιστον συλλογικά, αυτοοργανωμένα και με αλληλεγγύη, που είναι μονόδρομος για τη συγκυρία που ζούμε.
Δεν θα αντέξω να μη σου κάνω την κλασική ερώτηση. Έβγαλες δύο πολύ σημαντικές και πετυχημένες ταινίες. Προσωπικά θεωρώ τους Κλέφτες μία καλύτερες ταινίες του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου. Πώς και δεν υπήρξε συνέχεια σε αυτή την καλλιτεχνική πορεία;
Πράγματι πολλοί το περίμεναν, γιατί βγήκαν δύο ταινίες μέσα σε δύο χρόνια. Μετά τους Κλέφτες κάπως ένιωσα μία πίεση από την εταιρία παραγωγής μου αλλά και από τον κινηματογραφικό χώρο και ήθελα λίγη περισσότερη άνεση στην καλλιτεχνική έκφραση. Προσπάθησα να κάνω κάτι μόνος μου μαζί με μια μικρή εταιρία παραγωγής, τους White Room, μία σειρά για το ίντερνετ, το Sex Shop TV, με άτομα που αγαπάω και περνάω ωραία μαζί τους με σκοπό και να περάσουμε καλά και να μοιράσουμε κάτι στον κόσμο, “ζώντας” ταυτόχρονα από αυτό. Πέσαμε λίγο πριν την κρίση και δεν το καταφέραμε, το πήρα και εγώ βαρέως ότι δεν έκανα αυτό που ήθελα, νόμιζα ότι μπορώ να κάνω ότι μου πέρναγε από το κεφάλι, εφόσον άρεσε και στους συνεργάτες μου. Με στεναχώρησε πολύ που δεν έγινε και έκανα καιρό να το ξεπεράσω. Μετά με συνεπήραν αν θες για κάποια χρόνια κάποιες πολιτικές εξελίξεις, θυμάμαι έγραφα το «Sex Shop TV» όταν έγινε το σκηνικό με τον Γρηγορόπουλο που μου έκανε ένα ακόμα «κλικ». Μετά ζήσαμε εξέγερση και “Λυρική”. Αργότερα προσπάθησα να κάνω μία ταινία πολιτική, επαναστατική, με διεθνή στόχευση, αλλά σύντομα κατάλαβα ότι δεν θα μπορούσαν να βρεθούν χρήματα να γυριστεί, είχα μπει κάπως σε μία ‘’μαύρη λίστα’’, εννοώ ότι θα προτιμούσαν να κάνω ταινίες σαν το Τσίου (και πολύ πιο ελαφριές, το ιδανικό θα ήταν, “στρογγυλεμένες” κωμικές επιτυχίες) και όχι σαν τους Κλέφτες που με ενδιέφερε. Οπότε ήξερα πως ό,τι ήθελα να κάνω, θα έπρεπε να το κάνω χωρίς χρηματοδότηση από το Κέντρο κτλ., με αυτό να δυσκολεύει λίγο τα πράγματα. Παρόλα αυτά έκανα τις προσπάθειές μου μήπως γυριστεί, αλλά χωρίς επιτυχία. Εκείνη την περίοδο με συνεπήραν άλλα πράγματα, το κίνημα των «Πλατειών» που για μήνες ήμουν εκεί και μετά πέρασε καιρός να επανέλθω στην πραγματικότητα. Έπειτα ήρθε η κρίση, έκανα για χρόνια παράσταση σε μπαρ σε όλη την Ελλάδα για να ζω. Με το εισιτήριο μπορείς να ζήσεις. Από τότε κάνω πράγματα με εισιτήριο, Variete ή θέατρο. Έτσι είχα πεδίο να διοχετεύσω την δημιουργικότητά μου, ένα μικρό εισόδημα και δούλευα περνώντας όμορφα με φίλους. Το θέατρο είναι αυτό που σπούδασα άλλωστε. Η πιθανή ταινία φάνταζε δύσκολη και ακριβή. Ίσως είδα ότι άλλα πράγματα τα θεωρώ σημαντικότερα από το να κάνω ταινίες, μετά περνούσαν τα χρόνια, δεν ξέρω (γέλια).
Τουλάχιστον παίζω σαν ηθοποιός σε ταινίες άλλων σκηνοθετών και μου αρέσει πολύ, ζω το γύρισμα. Τουλάχιστον κάναμε (χωρίς λεφτά) τον Κλεπταποδόχο και τον Μανώλη και τις έχουμε δωρεάν στο youtube. Είναι και το ντοκιμαντέρ που γύρισα πρόσφατα, το Τσίου Live Un-Making Of ,το πρώτο επεισόδιο είναι και αυτό ανεβασμένο, χρωστάμε κι άλλα εφτά επεισόδια. Θέλω να ξανακάνω πάντως ταινίες, είναι κάτι που με ευχαριστεί και νομίζω ότι μπορώ να το κάνω σχετικά αξιοπρεπώς. Θα δούμε…
Τι σε εμπνέει και τι είναι αυτό που μπορεί να σου στερήσει το μεράκι για καλλιτεχνική δημιουργία;
Συνήθως αντλώ έμπνευση από τα κοινωνικά θέματα, αυτά με ενδιαφέρουν και γύρω από αυτά σκέφτομαι. Τελευταία “πετριά” την έφαγα με την υπόθεση της 12χρονης που την εξέδιδε ο άλλος ο αλήτης. Σκέφτηκα ότι όλο αυτό θα μπορούσε να είναι μία πολύ δυνατή ταινία, η ιστορία μιας φτωχής μάνας που πάει στην εκκλησία να ζητήσει βοήθεια για να τα βγάλει πέρα και η εκκλησία της προτείνει να πάει να δουλέψει σε έναν τύπο που είναι «καλός χριστιανός». Αυτός ο τύπος παίρνει την κόρη της, τη βιάζει και μετά αρχίζει και την εκδίδει και όταν η τραγική μάνα μαθαίνει τι έπαθε η κόρη της, της δίνουν χρήματα για να μη μιλήσει, αυτή δεν τα δέχεται,την απειλούν ότι θα την βάλουν στη φυλακή αν μιλήσει, αυτή μιλάει και τη βάζουν στη φυλακή. Θα είναι λίγο μαύρο μεν, αλλά δεν ξέρω, μου φάνηκε πολύ ιδιαίτερο. Δεν ξέρω αν θα το προχωρήσω τελικά, αλλά αυτή η ιστορία με τάραξε και θα άξιζε να γίνει ταινία.
Το μεράκι μπορεί να στο στερήσει ο όγκος των προβλημάτων που πρέπει να λύσεις για να κάνεις μια παραγωγή. Οι τόσες μη καλλιτεχνικές εργατοώρες που θα πρέπει να σπαταλήσεις. Και φυσικά το κίνητρο. Γιατί θέλεις να κάνεις μια ταινία; Αφού σίγουρα δεν θα βγάλεις λεφτά και θα κάνεις κάποια θυσία, γιατί θα την κάνεις;
Προσπάθησα να κάνω μία ταινία έντονα πολιτική, επαναστατική, δεν μου βγήκε και από τότε είπα «δε θα ξανακάνω τίποτα κινηματογραφικό» ή τουλάχιστον δεν ήθελα να κάνω.
Κάποια στιγμή με έπιασε “κάτι” κατά της κοινωνίας που είναι έτσι όπως είναι και είπα «αυτούς τους τύπους δε θέλω να τους κάνω να γελάνε, ούτε να περνάνε καλά». Αυτό ακούγεται λίγο επηρμένο, αλλά ένιωθα κάποια αποστροφή για την κοινωνία. Εκείνη την περίοδο δεν έκανα τίποτα καλλιτεχνικό
Παρόλο που με απογοητεύουν κάποιες στιγμές οι άνθρωποι γύρω μου, συνεχίζουν και με ενδιαφέρουν, θέλω το καλύτερο για αυτούς και για τον εαυτό μου, βέβαια. Νομίζω ότι θα αγωνιζόμουν ακόμα και για αυτούς και για τον εαυτό μου μέσα σε όλο αυτό, για να κάνουμε το κόσμο καλύτερο και πιο δίκαιο. Από εκεί αντλώ έμπνευση, από τους συνανθρώπους μου, τις ζωές τους και τα θέματά τους.
Tελευταία καλλιτεχνική έμπνευση που είχα, ίσως “ανάγκη” θα έλεγα περισσότερο, ήταν όταν γύρισα ένα ντοκιμαντέρ αρκετά αυτοαναφορικό και με θέμα μια παράσταση που αναβλήθηκε. Όταν ήμασταν σε πρόβες για το Τσίου live πέρσι σε εντατικούς ρυθμούς, μου ανακοινώθηκε ότι δε θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε και ένοιωσα κάπως επί ξύλου κρεμάμενος. Έτσι αποφάσισα να ολοκληρώσω κάτι το οποίο είχε αρχίσει ένας άλλος, ένα ντοκιμαντέρ σε σχέση με αυτή την παραγωγή. Οπότε προσπάθησα να διοχετεύσω όλη μου τη δημιουργικότητα σε αυτό και έτσι μαζί με τον Μάριο που έκανε κάμερα και εγώ σκηνοθεσία και ήχο, κάτσαμε, πήραμε 31 συνεντεύξεις. Έτσι, και με πολύ αρχειακό υλικό που είχα από παλιότερα είπα να ξεκινήσω ένα ντοκιμαντέρ για αυτό, δηλαδή γιατί δεν έγινε το Τσίου live και με την αφορμή να έχει και λίγο από Τσίου, με πλάνα από παλιά από πρόβες και γυρίσματα της ταινίας, με αρχειακό υλικό που έχω τραβήξει όλα αυτά τα χρόνια με άτομα που εμπλέκονται στην παράσταση του Τσίου και θα παρουσιάζει στον κόσμο πώς είναι μία παραγωγή τέτοιου μεγέθους. Θα είναι μια δουλειά σε επεισόδια, και πριν λίγες μέρες “ανέβηκε” το πρώτο.
Ποιες είναι οι διαχρονικές επιρροές σου;
Πρώτες θα έβαζα τα κόμικς, όπως το Βαβέλ και το Παραπέντε από διάφορους κομιστές που διάβασα και μου άρεσαν πολύ, ίσως με πιο ‘’μαύρη’’ θεματολογία, πιο σκοτεινή και φυσικά, πολιτική. Αργότερα ήρθε το σινεμά. Έχω δει πολλούς σκηνοθέτες και νομίζω ότι ακόμα και τώρα βλέπω και απολαμβάνω και επηρεάζομαι. Δηλαδή τον Κιαροστάμι τον γνώρισα πριν δύο μήνες, ντρέπομαι λίγο που το λέω, αλλά είναι αλήθεια. Έχω δει ως τώρα εφτά ταινίες του και λυπάμαι που δεν τον ήξερα τόσα χρόνια. Είναι ένας λόγος για τον οποίο δεν βλέπω σειρές: ξέρω ότι έχω πάρα πολλές ελλείψεις από μεγάλους κινηματογραφικούς δημιουργούς οπότε, όταν έχω το χρόνο να δω κάτι, προσπαθώ να δω για να καλύψω κάποιο από τα κενά μου· αν έβλεπα σειρές δε θα είχα γνωρίσει τον Αμπάς Κιαροστάμι. Αν κάποιοι έχουν προλάβει και έχουν δει όλους τους καλούς σκηνοθέτες κι όλες τις καλές ταινίες που υπάρχουν, δικαιούνται να δουν και σειρές (γέλια). Δεν είμαι σε αυτό το επίπεδο.
Απ’ όσο σε έχω στο μυαλό μου, είσαι ένα πολιτικό ον. Σε έχω βαθιά συνδεδεμένο λ.χ με την «κάτω πλατεία», τους Αγανακτισμένους. Θα κατέφευγες ποτέ στη στρατευμένη τέχνη, σε μια πιο απόλυτη μορφή της;
Στην «κάτω πλατεία» η αλήθεια είναι ότι έφαγα πετριά. Θυμάμαι εκείνη την περίοδο έγραφα, νομίζω, ένα σενάριο και κατέβηκα στο πρώτο μάζεμα της πλατείας και μετά κάτι έπαθα και πήγαινα κάθε μέρα για πολλές ώρες, μπήκα στη γραμματεία, ήμουν στη συνέλευση, διδάχτηκα πάρα πάρα πολλά πράγματα από όλη τη διαδικασία. Ζήσαμε κάτι μοναδικό το οποίο δεν ξέρω αν άφησε πολύ μεγάλη παρακαταθήκη, βέβαια, ή αν ήταν ένα κοινό όραμα ολονών που νομίζαμε ότι κάναμε επανάσταση και ότι κάτι μπορεί να πετύχουμε. Παρόλα αυτά δε δίστασα να παρατήσω ότι έκανα και να πέσω με τα μούτρα σε αυτό. Το έχω αυτό το χαρακτηριστικό, άμα κάτι μου κάνει «κλικ» πέφτω με τα μούτρα και δεν είναι πάντα καλό αυτό, γιατί μετά για καιρό έφαγα μεγάλη απογοήτευση. Ήταν μία ιδιαίτερη περίοδος της ζωής μου η «κάτω πλατεία» του ’11.
Θα κατέφευγα στη στρατευμένη τέχνη χωρίς κανένα ενδοιασμό δεν θα είχα θέμα και θα το θεωρούσα και okay αυτό. Για άλλους αυτό που κάνω, όχι τόσο οι ταινίες αλλά κυρίως κάποια σκετσάκια στο «Δε Variete» ή κάποιο τραγούδι μου το λέγανε, «σου έπεσε λίγο παραπάνω πολιτικό», λες και ήταν πιπέρι, Έχω μία τάση προς το πολιτικό και δεν είναι πάντα καλό για τον κόσμο ,δεν του αρέσει, αλλά εγώ είμαι λίγο πιο κολλημένος.
Πώς βλέπεις τα πράγματα στο ελληνικό θέατρο; Πώς επέδρασαν τελικά στα της δουλειάς σας οι κινητοποιήσεις την περασμένη σεζόν;
Οι κινητοποιήσεις της περασμένης σεζόν ήταν μεγαλειώδεις. Ο χώρος των εργατών της τέχνης έδειξε τον δρόμο, στάθηκε στο ύψος του. Για την ακρίβεια, τα πολλά εύσημα ανήκουν στις νεότερες γενιές, στους σπουδαστές των δραματικών πού ήταν η λοκομοτίβα του αγώνα, το ΣΕΗ νιώθω ότι αναγκαζόταν να ακολουθήσει, αλλά ακολουθούσε. Δεν ξέρω αν άφησε κάτι χειροπιαστό, γιατί δόθηκαν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά για τον αγώνα με αφορμή το δίπλωμα και τα λοιπά, οπότε, από τη στιγμή που δεν κερδήθηκαν αυτά τα αιτήματα, μπορείς να πεις ότι δεν πέτυχε ο αγώνας. Όμως νομίζω ότι θα γεννηθούν πολλοί πολιτικοποιημένοι καλλιτέχνες μετά από όλη τη διαδικασία, πήγαν όλοι ένα κλικ πιο προς το προοδευτικό, το πολιτικό, το κοινωνικό. Θα δούμε στο μέλλον περισσότερες παραστάσεις με πολιτική προβληματική και με θέσεις πιο ανθρωποκεντρικές, πιο πολιτικές. Έζησαν οι καλλιτέχνες τη βία της εξουσίας, κατάλαβαν ότι δεν μπορεί να είναι κομμάτι της αλλά απέναντί της, γιατί φύσει και θέσει είναι έτσι, οπότε όλο αυτό όπως έχει καταγραφεί θα το φέρουν στις επόμενες καλλιτεχνικές δημιουργίες τους. Αν το σύστημα νομίζει ότι τους κέρδισε, να ξέρει ότι απλά τους έκανε πιο δυνατούς για να το αντιμετωπίσουν αύριο και μεθαύριο και έτσι θα ήθελα.
Πώς σου φάνηκε το αποτέλεσμα των εκλογών;
Το αποτέλεσμα των εκλογών ήταν σαν κεραμίδα. Δεν ξέρω, ίσως επειδή είμαστε και σε έναν συγκεκριμένο κύκλο καλλιτεχνικό συναναστροφών ανθρώπων πιο προοδευτικών, πιο διαβασμένων, καταλαβαίνεις πως το εννοώ το ‘’πιο’’, τέλος πάντων. Ξαφνικά ήταν σαν να καταλαβαίνουμε μπροστά στα μάτια μας τον εκφασισμό της κοινωνίας και ότι τελικά δεν έχουμε καμία σχέση και αναφορές σε αυτήν και δεν καταλαβαίνουμε τι γίνεται γύρω μας. Και να βλέπουμε ξαφνικά ότι όλη η Ελλάδα είναι μπλε με 40%, με τη χειρότερη κυβέρνηση, μιλώντας με αντικειμενικά κριτήρια, που θυμάμαι εγώ προσωπικά όλα τα χρόνια – ίσως μόνο η Χούντα να ήταν χειρότερη- και ο κόσμος που ψήφισε αυτό το κόμμα να είναι τόσοι πολλοί, νομίζω δεν μπορεί παρά να σε στεναχωρήσει κάτι τέτοιο βαθιά. Την επόμενη των εκλογών δεν μπορούσαμε να κάνουμε πρόβα, ήταν το μοναδικό θέμα συζήτησης και είχαμε πάρα πολύ κακή διάθεση. Πιστεύω πολύ κόσμο τον πήρε από κάτω μετά από αυτό, σαν να ένιωσε ότι δεν υπάρχει ελπίδα. Όταν νιώθεις ότι οι από πάνω δεν ενδιαφέρονται για σένα και οι από κάτω αντί να κοιτάξουν να ενωθούν μεταξύ τους, να δώσουν λύση στο πρόβλημά τους, δίνουν ουσιαστικά λευκή επιταγή στους από πάνω, συνειδητοποιείς ότι ήρθε το τέλος, λες «θα είμαι εγώ αύριο ο επόμενος που θα πεθάνει σε μία καρότσα και κανείς δεν θα ενδιαφερθεί». Είναι λυπηρό.
Θα μου πεις από την άλλη, αν έβγαινε ο ΣΥΡΙΖΑ-τι θα ένιωθες; Ότι είμαστε αριστεροί και προοδευτικοί; Πως; Με την ανάθεση; Αν δεν ήταν τόσο κακή η διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, τόσο βοηθητική προς τους πλούσιους τέλος πάντων, γιατί αυτό είναι το θέμα, οι άνθρωποι δουλεύουν για κάποιους, αν δεν ήταν τόσο ακραίο αυτό το πράγμα, δεν θα νιώθαμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπροστά τους μοιάζει με αριστερό κόμμα που σίγουρα ενδιαφέρεται περισσότερο για τον άνθρωπο και σίγουρα θα κάνει λίγα παραπάνω για εμάς. Εμείς, έτσι κι αλλιώς, θα ασκούσαμε κριτική εξ αριστερών στον Σύριζα, αν έβγαινε κυβέρνηση. Να πω από την άλλη όμως, ότι πολλοί που ασκούν κριτική εξ αριστερών στον Σύριζα έχουν ύφος “Che” χωρίς να έχουν κάνει απολύτως τίποτα στην ζωή τους που να το δικαιολογεί. Την τόση επαναστατικότητα μπορώ να την δεχτώ μόνο από κάποιες ελάχιστες περιπτώσεις και καταλαβαίνετε τι εννοώ. Τίποτα, απογοήτευση. Τουλάχιστον να έμπαινε το Μέρα25 στην βουλή…
Ποια είναι τα σχέδιά σου για το μέλλον;
Βασικά θα ήθελα να ανέβει η παράσταση τώρα και να την αγκαλιάσει ο κόσμος, μετά σίγουρα να ξεκουραστώ σε μια όμορφη παραλία, και μετά να ασχοληθώ με το ντοκιμαντέρ που προανέφερα, το ντοκιμαντέρ είναι κάτι με το οποίο πάντα ήθελα να ασχοληθώ και ίσως να βρήκα και ένα τρόπο να κάνω κι άλλες ταινίες, με αυτόν τρόπο που είναι πιο φθηνός. Μετά από αυτά, δεν ξέρω, να κάνω κάτι με άτομα που σέβομαι και αγαπώ, ίσως με κάμερα, ίσως το θέατρο, θα δούμε. Θέλω και να αφιερώσω χρόνο και στο Τεχνουργείο, που από τότε που το φτιάξαμε κάνω άλλα πράγματα και δεν είμαι εκεί. Γενικά θέλω να κάνω πράγματα με ωραίους και ταλαντούχους ανθρώπους.
Η παράσταση «ΤΣΙΟΥ… η παράσταση» ανεβαίνει μέχρι τις 16 Ιουλίου από Πέμπτη ως Κυριακή στη σκηνή του ΒΟΤΑΝΙΚΟΥ.