Ευτυχώς έχουμε τη νεολαία μας
Μου έλεγε ένας φίλος χθες ότι «ευτυχώς έχουμε το κίνημα και τη νεολαία για να μπορούμε να εκφραζόμαστε, να υπάρχει ένα ισχυρό αντίβαρο στην κυβερνητική βαρβαρότητα». Συμφωνώ απόλυτα μαζί του.
Μου έλεγε ένας φίλος χθες ότι «ευτυχώς έχουμε το κίνημα και τη νεολαία για να μπορούμε να εκφραζόμαστε, να υπάρχει ένα ισχυρό αντίβαρο στην κυβερνητική βαρβαρότητα». Συμφωνώ απόλυτα μαζί του.
Η αλήθεια είναι ότι βουλιάζουμε. Βουλιάζουμε αργά και βασανιστικά. Κι αυτό δεν πρόκειται να το παραδεχθεί ποτέ η κυβέρνηση γιατί χαλάει το κάλπικο αφήγημά της.
Μπορεί να περάσαμε και να περνάμε μία κρίση, αλλά την κρίση συνείδησης δεν την περάσαμε και συνεχίζουμε να συμπεριφερόμαστε εκλογικά, πολιτικά και κοινωνικά με τον ίδιο τρόπο που κάναμε πριν μπούμε στην περιπέτεια και τρικυμία των μνημονίων.
Ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Γιοσέπ Μπόρελ, αναγνώρισε μερικές δυσάρεστες αλήθειες, τις οποίες πολλοί Ευρωπαίοι ηγέτες αλλά και συνάδελφοί του στην Κομισιόν δεν παραδέχονται ή διστάζουν να τις ομολογήσουν δημόσια.
Στην τελευταία του έκθεση το Ταμείο τονίζει ότι η ενεργειακή κρίση της Ευρώπης δεν θα είναι προσωρινή και ότι ο χειμώνας του 2023 μπορεί να είναι ακόμη δυσκολότερος από τον φετινό.
Η ψευδαίσθηση ότι η ελληνική κυβέρνηση και η ΕΕ θα σπεύσουν να ανακουφίσουν τα εκατομμύρια νοικοκυριά που δοκιμάζονται από την ακρίβεια και την ενεργειακή κρίση, καταρρέει καθημερινά.
Όλους τους προηγούμενους μήνες ο πρωθυπουργός υπεραμυνόταν των επιλογών του να αφήσει την αγορά να «αυτορυθμιστεί», αγνοώντας τι ακριβώς γινόταν γύρω του. Σήμερα, με τις τιμές στα ύψη, μιλά για πλαφόν.
Ο επικεφαλής του ESM επισκέφτηκε τη χώρα μας και μίλησε για την επόμενη μέρα, χρησιμοποιώντας «μνημονιακό λεξιλόγιο» για να συνεννοηθούμε.
Η επόμενη κυβέρνηση, είτε με τον Μητσοτάκη, είτε με τον Τσίπρα, είτε με κάποιον άλλο επικεφαλής, θα κληθεί να ισορροπήσει μεταξύ παχυλών υποσχέσεων και σκληρής πραγματικότητας, μεταξύ της ανάγκης της κοινωνίας για βαθιές «ανάσες» και της βίαιης συγκράτησης των δαπανών και του αναμενόμενου δημοσιονομικού «σφιξίματος».
Το πιο άθλιο που μπορεί να κάνει κάποιος πολιτικός για την κοινωνία και τους πολίτες της είναι, αντί να επενδύει στην πρόοδο και την εξέλιξη, να επενδύει στον φόβο και την ανασφάλεια.
Σήμερα, περισσσότερο από ποτέ, απαιτούνται γενναίες πολιτικές αποφάσεις. Ποιος όμως θα τις αναλάβει; Ποιος έχει τη δύναμη, τη θέληση, το όραμα και τη νομιμοποίηση να πάει τα πράγματα ένα βήμα παρακάτω;
Όσο δεν υπάρχει κεντρικά σχεδιασμένος άξονας μίας δίκαιης και βιώσιμης στεγαστικής πολιτικής, οι συνθήκες θα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο, με πρώτα και κύρια θύματα τους ενοικιαστές.
Ο πρωθυπουργός και το μισό υπουργικό συμβούλιο χρωστούν 13 εκατ. ευρώ. Μπορούμε να εμπιστευόμαστε μία κυβέρνηση με τόσα πολλά στελέχη της να χρωστούν τόσα πολλά;
Είμαστε ουραγοί όχι μόνο σε επίπεδο δεικτών, αλλά και σε επίπεδο νοοτροπίας – κι αυτό ίσως είναι περισσότερο ανησυχητικό συνολικά για την κοινωνία και το μέλλον του τόπου.
Ας ξεκαθαρίσει λοιπόν ο πρωθυπουργός τί θα κάνει. Αν κάνει εκλογές τον Σεπτέμβρη-Οκτώβρη, να το δηλώσει δημόσια, να μην παίζει με τις λέξεις και να συγκροτήσει τους βουλευτές του. Αν πάει για την άνοιξη, να το πει σε όλους τους τόνους, γιατί το βουνό που έχει μπροστά της η κοινωνία είναι πολύ ψηλό.
Τα καύσιμα έχουν ήδη γίνει είδος πολυτελείας, με την κατανάλωσή τους να καθίσταται απαγορευτική για την πλειονότητα του πληθυσμού.
Η σοβαρότητα, το πλάνο και η κοινωνική ευαισθησία λείπουν από τον κ. Μητσοτάκη. Κι όσο λείπουν, τόσο θα βαθαίνει η ανασφάλεια και θα πληθαίνουν οι σκέψεις ότι η ΝΔ θέλει να φορτώσει τα βάρη της δικής της πολιτικής στους αντιπάλους της.
Όσο και να πανηγυρίζουν στην κυβέρνηση, το ποσοστό ανάπτυξης του πρώτου τριμήνου του 2022 είναι ήδη χαμηλότερο κατά 1.1% από το αντίστοιχο του τελευταίου τριμήνου του 2021, με την ελληνική οικονομία να παρουσιάζει τρομακτικές μακροοικονομικές ανισορροπίες.
Όσο ακολουθείται το ίδιο ακριβώς μείγμα πολιτικών και δεν αλλάζει προσανατολισμό το οικονομικό επιτελείο, τόσο θα βαθαίνει η κρίση και θα μεγαλώνουν τα αδιέξοδα.
Διεθνείς οργανισμοί και προοδευτικοί οικονομολόγοι έχουν ήδη προειδοποιήσει από τον Απρίλιο για αυτή την κατάσταση, ωστόσο οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, όπως και στην περίπτωση της κρίσης του 2008, καθυστερούν να λάβουν κρίσιμες αποφάσεις, δρώντας κοντόφθαλμα και προς όφελος συγκεκριμένων ιδιωτικών συμφερόντων.